Η απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και η πολιτική ενοποίηση

 

Ενώ στην Ενωμένη Ευρώπη έχει ενσκήψει, ίσως, η μεγαλύτερη κρίση μετά το 1929, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, πιστό στις αρχές της στενής ερμηνείας «κατά γράμμα» του θεσμικού πλαισίου των Συμφωνιών ίδρυσης της Ένωσης επιχειρεί να αποτρέψει τη συνέχιση του προγράμματος αγοράς πιστοποιητικών χρέους που εκδίδουν τα κράτη μέλη εκ μέρους της ΕΚΤ.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έπρεπε να αποφανθεί σχετικά με την υποτιθέμενη παραβίαση των Συνθηκών (ειδικά για το άρθρο 5 της Συμφωνίας για τη λειτουργία της ΕΕ) με αφορμή την αγορά πιστοποιητικών χρέους των κρατών μελών  που είχε εφαρμοστεί από την εποχή του Μ.Draghi, το γνωστό QE1. Συγκεκριμένα η ΕΚΤ, στοχοποιείται για το   Public sector purchase programme (Pspp),που τέθηκε σε εφαρμογή το Μάρτιο 2015 και ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο 2018 και σήμερα επαναλαμβάνεται ως QE2, αρχής γενομένης το Νοέμβριο 2019 και μέχρι σήμερα είναι σε εφαρμογή (υπό την προεδρία της  C. Lagarde).

Η ΕΚΤ κατηγορείτο ότι πρώτον, υπερέβη τις αρμοδιότητες της ως προς την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και δεύτερον, ότι χρηματοδότησε, μέσω νομισματοποίησης, τα δημοσιονομικά ελλείμματα των κρατών μελών, με τέτοιο τρόπο ώστε υπερέβη τις αρμοδιότητες της ασκώντας οικονομική πολιτική.

Για την πρώτη κατηγορία η ΕΚΤ κρίθηκε αθώα. Για τη δεύτερη το ΓΣΔ ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ δεν τήρησε την Αρχή της Αναλογικότητας. Δηλαδή η ΕΚΤ χρησιμοποίησε κατά τρόπο μη αναλογικό τα μέσα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο (πληθωρισμός 2,0%), με αποτέλεσμα να παραχθούν αναδιανεμητικά αποτελέσματα. Δηλαδή άσκησε οικονομική πολιτική. Βέβαια αλλού ρητά και αλλού μεταξύ των γραμμών της απόφασης,  «κοινοποιούνται»  οι βασικές απόψεις του ΓΣΔ που είναι απορριπτικές ,ex principio, για οποιασδήποτε μορφή επεκτατικής νομισματικής πολιτικής.

Με την απόφαση αυτή το ΓΣΔ, στέλνει μηνύματα και απαιτεί απαντήσεις , εντός τριών μηνών, σε 5 θεσμούς:

 

Ήδη υπάρχει απάντηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή , ότι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο υπερισχύει των αντίστοιχων εθνικών και μάλιστα ότι υπάρχει πιθανότητα να προσφύγει ενάντια στη Γερμανία.  Το ίδιο ισχυρίζεται και η ΕΚΤ , τονίζοντας ότι θα συνεχίσει να ασκεί την πολιτική αγοράς ομολόγων.

Η αντιμαχία δημιουργεί ένα ακόμη ρήγμα στην ήδη κλυδωνιζόμενη ΕΕ. Ένα ρήγμα, που ανεξάρτητα πως θα επιλυθεί, αφορά σε υπαρξιακά προβλήματα της ενωσιακής διαδικασίας και όχι σε κάτι το επιφαινόμενο.

Η απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΓΣΔ), δείχνει, για ακόμη μια φορά, ότι η ΕΕ δεν αποτελεί μια ενιαία οντότητα, και χωρίς καμία αμφιβολία, είναι μια κατασκευή που ενώ φαίνεται να παρουσιάζει μια θεσμική εσωτερική συνοχή, είναι εντελώς ακατάλληλη να ανταποκριθεί σε κρίσεις που προέρχονται από έκτακτες εσωτερικές  καταστάσεις είτε από  εξωτερικές αιτίες. Πρόκειται για μια άκαμπτη θεσμική κατασκευή η οποία έχει αποκλείσει τη δυνατότητα (sic!!) ύπαρξης μη προβλεπόμενων καταστάσεων  επειδή απλά οι δημιουργοί της δεν ήθελαν να  εισάγουν την έννοια της διακριτικής οικονομικής πολιτικής (δηλαδή να αντιμετωπίζονται οι έκτακτες καταστάσεις ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους) και να επιμένουν στην άσκηση οικονομικής πολιτικής των άτεγκτων κανόνων.

Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις , όχι απλές αποκλίσεις θέσεων , ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Αναφερόμαστε  σε αντιθέσεις που άπτονται της πολιτικής ενοποίησης η οποία άλλωστε αποτελούσε τον καταληκτικό στόχο του ενοποιητικού εγχειρήματος. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια , κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση , εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών , όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης.

Σε αυτό το πλαίσιο αντιλήψεων, επιλέχτηκε η οικονομία ως ο χώρος που θα επιχειρείτο πρωταρχικά η σύγκλιση των επιμέρους ευρωπαϊκών οικονομιών έτσι ώστε, η πολιτική ενοποίηση θα ακολουθούσε, υπό μια έννοια, ως ώριμος  καρπός. Όλες οι εθνικές αρχηγεσίες των επιμέρους χωρών και ειδικά των «μεγάλων» , γνώριζαν(ουν) ότι η πολιτική ενοποίηση (με όποια μορφή)  αποτελεί τη βασική προϋπόθεση , την ικανή και αναγκαία συνθήκη , για την λειτουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ζώνης με βάση τα ιστορικά πραγματικά χαρακτηριστικά των υπαρχόντων εθνικών κρατών.  Το ερώτημα που προκύπτει πιά μετά από 40 χρόνια αυτής της διαδικασίας αν είμαστε σε θέση …τουλάχιστον να οραματιζόμαστε μια τέτοια προοπτική;

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΜΑΙΟΥ 2020