Τα τελευταία τέσσερα χρόνια υποεκτελείται  το  Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων   

Μία από τις αιτίες της αρνητικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2016 , και  των χαμηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ  της ελληνικής οικονομίας την τριετία 2017-2019 από τους στόχους που είχαν τεθεί,  ήταν και η περικοπή των δημόσιων επενδύσεων σε σχέση με τους στόχους που είχαν  τεθεί στο πλαίσιο των αντίστοιχων κρατικών προϋπολογισμών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών  το ΠΔΕ υποεκτελέστηκε : κατά 451  εκατ. ευρώ ή 6,8% το 2016, κατά 877 εκατ. ευρώ ή 13,0%  το 2017 , κατά 463 εκατ. ευρώ ή 6,9% το 2018, και κατά 595 εκατ. ευρώ το 2019 ή 8,8%. Ο στόχος και για τα τέσσερα έτη ήταν 6,750 δις ευρώ. Συνολικά, την περίοδο 2016-19 το ΠΔΕ περικόπηκε ή υποεκτελέστηκε κατά 2,386 δισ. ευρώ.

Οι περικοπές έγιναν από το σκέλος των εθνικών πόρων του ΠΔΕ έτσι ώστε να είναι δυνατή να προστεθεί η μείωση των δαπανών στο πρωτογενές πλεόνασμα και να δημιουργηθεί το υπερπλεόνασμα. Να σημειωθεί ότι όταν οι περικοπές γίνονται από το σκέλος που συγχρηματοδοτείται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια δεν μπορεί να δημιουργηθεί δημοσιονομικό πλεόνασμα, αφού η μείωση των δαπανών συνοδεύεται από ανάλογη μείωση των εσόδων.

Οι αιτίες της υστέρησης είναι πολλαπλές και σχετίζονται πρωτίστως  με χρόνιες αδυναμίες των κυβερνήσεων και της δημόσιας διοίκησης εν γένει. Η ιδιαιτερότητα του ΠΔΕ είναι ότι τα έργα που χρηματοδοτεί είναι, κατά κανόνα, πολυετή. Η επιτυχής εκτέλεση του ετήσιου προϋπολογισμού εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την ύπαρξη «ώριμων έργων», τα οποία οφείλουν να έχουν σχεδιαστεί σε παρελθόντα χρόνο. Κατά συνέπεια, αστοχίες ή καθυστερήσεις στο σχεδιασμό νέων έργων εμφανίζονται, με καθυστέρηση περίπου 2 ετών, ως υστερήσεις στην εκτέλεση του ΠΔΕ.

 

Τα οφέλη από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων είναι δεδομένα και δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν.

Η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης επαναπροσδιορίζει το μέγεθος και τη σύνθεση της εγχώριας ζήτησης και επιφέρει αμεσότερα και ισχυρότερα θετικά αποτελέσματα στη συνολική ζήτηση και στο προϊόν από ό,τι μια αντίστοιχη αύξηση της δημόσιας δαπάνης για κατανάλωση. Ταυτόχρονα η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων επιφέρει μόνιμη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και της απασχόλησης. Ο λόγος είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα και δημιουργούν κίνητρα για την ανάληψη νέων ιδιωτικών επενδύσεων με θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση.

Μέσω εξωτερικών οικονομιών δημιουργεί προστιθέμενη αξία, η οποία διαχέεται σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Oι επενδύσεις σε υποδομές έχουν σημαντικά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα οικονομικά οφέλη αφού δημιουργούν ζήτηση και θέσεις απασχόλησης στις κατασκευές και άλλους οικονομικούς κλάδους, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για τη συνολική ζήτηση και το ΑΕΠ. Πρόσφατες μελέτες τεκμηριώνουν ότι ο οικονομικός πολλαπλασιαστής των δημοσίων δαπανών είναι σημαντικά μεγαλύτερος όταν η οικονομία είναι σε ύφεση, με το ΑΕΠ να υπολείπεται από το επίπεδο δυνητικής παραγωγής, όπως στην Ελλάδα κατά την έξοδο από την κρίση. Ο πολλαπλασιαστής δημοσίων επενδύσεων σε συνθήκες ύφεσης έχει εκτιμηθεί , με βάση τη διεθνή εμπειρία, περίπου στο 1,9. Για κάθε ευρώ που το κράτος επενδύει στις υποδομές το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 1,9 ευρώ. Υψηλότερα μεγέθη έχουν εκτιμηθεί για την ελληνική οικονομία όπου υπολογίζεται ότι μια αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 1 ευρώ αυξάνει το ΑΕΠ από 2,91 ευρώ μέχρι 3,99 ευρώ σε ορίζοντα 12 τριμήνων (τριετίας). Επίσης σε πρόσφατη εμπειρική διερεύνηση της Τραπέζης της Ελλάδος , εξετάζεται η επίδραση μιας μόνιμης ceteris paribus αύξησης των δημόσιων επενδύσεων κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, η οποία λαμβάνει χώρα στις αρχές του 2018, στο πραγματικό ΑΕΠ, τις πραγματικές ιδιωτικές επενδύσεις και την απασχόληση.  Από τα αποτελέσματα προκύπτει  εξής:  η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων έχει θετική επίδραση στο ΑΕΠ, η οποία γίνεται ορατή ήδη από την πρώτη περίοδο και ισχυροποιείται με την πάροδο του χρόνου.