Πάλι μεγαλώνει η ανηφόρα

Η επέλαση του  κοροναϊού και στην χώρα μας ανέδειξε με σαφή τρόπο τα προβλήματα που εξακολουθούν να ενυπάρχουν στην ελληνική οικονομία και των οποίων η αντιμετώπιση απαιτεί μακροχρόνια προσπάθεια : το υψηλό δημόσιο χρέος   το κόστος αναχρηματοδότησης του οποίου υπόκειται σε βίαιες διακυμάνσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και σαφώς θα είναι αυξημένο σε σχέση με τους υπολογισμούς του οικονομικού επιτελείου τουλάχιστον για το 2020, το υψηλό ιδιωτικό χρέος (που πιθανότατα θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας θα βρεθεί εκ νέου σε κατάσταση αδυναμίας αποπληρωμής των υποχρεώσεών του) , την υψηλή ανεργία (που και αυτή θα αυξηθεί περαιτέρω ειδικά στον τομέα του λιανικού εμπορίου, εστίασης και καταλύματος) , την ήδη  χαμηλή επενδυτική δαπάνη( το 2019 ο ΑΣΠΚ  ήταν 22,346 δις ευρώ αυξημένος μόνο κατά 4,5% σε σχέση με το 2018 παρά τις  ρητορείες των αρμοδίων της νέας κυβέρνησης) , τη σημαντική εξάρτηση από τα έσοδα του τουρισμού ( το 2019 τα άμεσα ταξιδιωτικά έσοδα ήταν 18,2 δις ευρώ και που με τις εξελίξεις λόγω του κοροναϊού  θα είναι πολύ μικρότερα), την ανεπάρκεια του τραπεζικού συστήματος να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στα καθήκοντά του παρά τις πολλαπλές αναχρηματοδοτήσεις,  την ύπαρξη τεράστιου όγκου μη αποτελεσματικών δανείων, τη χαμηλή παραγωγικότητα και τη στενή παραγωγική βάση.

Από τη στιγμή που ο ίδιος ο Υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι για το 2020 εκτιμάται μηδενική μεγέθυνση του ΑΕΠ ( φαντάζομαι ως υπουργός αναφέρεται στο ευνοϊκότερο σενάριο)  έναντι του 2,8% του προϋπολογισμού 2020, γίνεται ευθέως αντιληπτή η σωρεία των προβλημάτων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει   για ακόμη μια φορά ο ελληνικός λαός, μετά από δέκα χρόνια σκληρής μνημονιακής πολιτικής. Όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη χρειάζεται να ξαναγραφτούν από την αρχή μέσα σε ένα καθεστώς φόβου και πανικού που αυξάνει στο έπακρο την ήδη υψηλή αβεβαιότητα.

Τα εγγενή  προβλήματα της ελληνικής οικονομίας  έρχονται πλέον στην επιφάνεια με ένα τρόπο που καθιστά  εξαιρετικά επώδυνη την παρούσα  οικονομική συγκυρία. Παράλληλα καθιστά  εξαιρετικά δύσκολη την επανένταξή τους σε ένα νέο σχεδιασμό ανάσχεσης της κρίσης και μελλοντικής επανόδου στη σταθεροποίηση της οικονομίας.  Θα υπάρξει εκ νέου  η ανάγκη επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς που θα είναι διαφορετικό από αυτό που μέχρι σήμερα λειτουργούσε. Το διαφορετικό καθεστώς είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει. Τα χαρακτηριστικά του δεν είναι ακόμη γνωστά. Όμως παρά το ότι οι κυβερνήσεις επιστρέφουν στην πραγματικότητα που περιγράφεται από τον κεϋνσιανισμό ( Κώστας Μελάς, Τζον Μέιναρντ Κέινς: Μια απαραίτητη επαναφορά.Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2019) και όχι μόνο , κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν θα συμβεί πάλι ότι συνέβη και με την κρίση του 2008. Αφού αποσοβήθηκε η κρίση πάλι τα παγκόσμια όργανα παιάνιζαν τις γνωστές  νεοφιλελεύθερες  μελωδίες.