Περί πολιτικής και πολέμου

Σε σχέση με την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι έχουν σχηματιστεί, στον ελληνικό χώρο, δύο βασικές αντιλήψεις : η λεγόμενη «πολιτική του κατευνασμού» και η λεγόμενη (;) «πολιτική της ενεργούς αποτροπής».
Η πρώτη θεωρεί (ακόμη;) ότι διαμέσου των συνεχών συζητήσεων – διαπραγματεύσεων με βάση τους υπάρχοντες κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας υπάρχουν οι δυνατότητες να μετατραπεί η Τουρκία σε δημοκρατικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου και συνεπώς να αρχίσει να επικοινωνεί με αντίστοιχο τρόπο προκειμένου να επιλύσει τις υπάρχουσες διαφορές της όχι μόνο με την Ελλάδα , αλλά και με τα υπόλοιπα όμορα ή μη κράτη. Στα μύχια αυτής της αντίληψης κυριαρχεί όχι μόνο ο φόβος του πολέμου και του βίαιου θανάτου, αλλά η ολοκληρωτική άρνηση του πολέμου ως ύστατου μέσου επίλυσης των διανθρώπινων και διακρατικών διαφορών. Ο πόλεμος στην αντίληψη αυτή θεωρείται «κακό», αφύσικο γεγονός, και αντιδιαστέλεται με την «καλή» πολιτική και χρειάζεται, πάση θυσία, να χαλιναγωγηθεί το κακό από το καλό. Αν οι άνθρωποι πεισθούν ότι ο πόλεμος είναι αφύσικο γεγονός, αρχίζουν να συμπεριφέρονται ως εάν ο πόλεμος τωόντι αντιπροσωπεύει μια αφύσικη κατάσταση – μέχρις ότου η δύναμη των πραγμάτων τους διαψεύσει. Η μάσκα καθίσταται η πραγματικότητα του προσώπου που κρύβει πίσω της. Η εσωτερίκευση της μασκαρεμένης φύσης τους επιτρέπει στην τελευταία να λειτουργεί ως εάν ήταν η πραγματική- και σε κάποιο βαθμό καθίσταται όντως πραγματική. Η επισήμανση αποκτά τεράστιο μέγεθος εμπειρικής επίρρωσης μόλις αναλογισθεί κανείς ότι ο πόλεμος δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, αλλά συμπορεύεται με τον άνθρωπο, ως μέσο διευθέτησης των διανθρώπινων σχέσεων, από καταβολής γνωστού ιστορικού κόσμου.
Η δεύτερη αντίληψη,(αναφέρομαι στους συστηματικούς αναλυτές ) από ότι καταλαβαίνω, φαίνεται (δεν είμαι σίγουρος) ότι δεν αρνείται τον πόλεμο ως ύστατο μέσο υπεράσπισης της αυτοσυντήρησης , αλλά όμως αρνείται πεισματικά να τον ονοματίσει. Γυροφέρνει το θέμα αλλά ποτέ δεν αναφέρεται ρητά ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής επικοινωνίας με ανάμιξη άλλων μέσων. Δηλαδή ότι ο πόλεμος γεννιέται ακριβώς από την πολιτική επικοινωνία, είναι καρπός της πολιτικής επικοινωνίας και δεν έχει διαφορετική λογική από αυτή .Πιθανότατα είναι διάχυτος ο φόβος να τους αποδοθεί το προσωνύμιο «πολεμοχαρής». Με άλλα λόγια η πολιτική δεν είναι η αντίθετη έννοια του πολέμου όπως υποστηρίζει η πρώτη αντίληψη που έχουμε αναφέρει. Η πολιτική εν πολέμω και η πολιτική εν ειρήνη δεν διαφέρουν ουσιαστικά, παρά ως προς την ενεργεία προσφυγή στην ένοπλη βία για την επιβολή της βούλησης των πολιτικών υποκειμένων. Όχι επειδή η πρώτη είναι εμβαπτισμένη στα νάματα του ανορθολογικού πάθους και η δεύτερη ιδαλγός της ειρηνευμένης συνείδησης και της διαχειριστικής ορθολογικότητας. Ο πόλεμος είναι «μέρος» του όλου, δηλαδή της πολιτικής, είναι δηλαδή ιδιαίτερο πεδίο μέσα στο ευρύτερο πεδίο της και συνάμα παραλλαγή της ουσιώδους υφής της, ήτοι μορφή της πολιτικής επικοινωνίας (Π. Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου).
Σε γενικές γραμμές η πολιτική σχετίζεται με τον πόλεμο όπως ο άνθρωπος με τη βία: δεν μπορεί να παραιτηθεί απ’ αυτήν, αλλά και δεν μπορεί να ζει συνεχώς μ’ αυτήν. Ο πόλεμος είναι, τρόπον τινά, η φυσική κατάσταση της ανθρωπότητας και υπό την άποψη αυτή ουδέποτε θα εξαλειφθεί, τουλάχιστον σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, οπότε η αυτοσυντήρηση τίθεται εν κινδύνω. Άλλωστε είναι αδύνατον να γίνει κατανοητή η ανθρώπινη ιστορία αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε όσα συγκροτούν, σε κάθε εποχή, την «κανονικότητα». Μόνο το έκτακτο και το ακραίο, προσφέρουν στέρεο έδαφος και ικανά εργαλεία στην απροκατάληπτη γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων.
Εν κατακλείδι, μόνο οι λαοί που αποδέχονται τον κίνδυνο του βίαιου θανάτου τους είναι σε θέση να τον αποτρέψουν.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ ΚΥΡΙΑΚΗ 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020