Η «πραγματικότητα της οικονομίας» δημιουργεί τις θετικές προσδοκίες και όχι το αντίθετο

 

1.
Η Ελληνική οικονομία, εκτός πολλών άλλων, έχει ανάγκη
σημαντικής αύξησης των επενδύσεων. Τα μνημονιακά προγράμματα επέφεραν
εξισορρόπηση των διπλών ελλειμμάτων με απολύτως λανθασμένο τρόπο : μείωσαν
δραστικά τις επενδύσεις (ως % του ΑΕΠ, 2009: 18,34 και 2018: 11,07) ενώ άφησαν
σχεδόν αμετάβλητο το μέγεθος της κατανάλωσης (ως % του ΑΕΠ,2009: 68,13 και
2018: 68,00). Η στόχευση ήταν ακριβώς η αντίστροφη.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι δύο πρόσφατες ελληνικές
κυβερνήσεις, καταβάλουν προσπάθειες, ρητορικές ως επί το πλείστον, προκειμένου
να προσελκύσουν επενδύσεις. Η όλη προσπάθεια συνίσταται, ακολουθώντας τη βασική
λογική του μνημονιακών προγραμμάτων, με σκοπό την ανάκτηση της εμπιστοσύνης εκ μέρους των επενδυτών της ελληνικής
οικονομίας. Το πως γίνεται η ανάκτηση της εμπιστοσύνης βεβαίως είναι το
ζητούμενο. Στη λογική της σημερινής κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας το μεγαλύτερο
ποσοστό της ανάκτησης αποδίδεται στη
ψυχολογία
ενώ το απομένον ποσοστό αποδίδεται σε αντικειμενικούς
οικονομικούς παράγοντες που αφορούν στη βελτίωση της προσφοράς. Μάλιστα αυτό
που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η μακροοικονομική αντίληψη που επικρατεί για
τη βελτίωση της προσφοράς είναι το δόγμα  ότι η απόλυτη δημοσιονομική ισορροπία είναι
εγγενώς αναπτυξιακή.  
 Η ψυχολογία, με τον
τρόπο που την αντιλαμβάνεται η κυρίαρχη σήμερα οικονομική θεωρία, είναι μια
έννοια που αντανακλά ένα γενικό, αόριστο και διάχυτο κλίμα και το μόνο
«αντικειμενικό» σημείο αναφοράς είναι οι αποδόσεις στην έκδοση χρέους όπως
αυτές αξιολογούνται από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Το πόσο
«αντικειμενικό» είναι αυτό το κριτήριο το αφήνω ασχολίαστο. Αναφέρω μόνο ότι η
Ελλάδα σήμερα δανείζεται με σχεδόν το ίδιο κόστος από τις ΗΠΑ!!!  Η αντίληψη αυτή περισσότερο θυμίζει ελληνικές
θυμοσοφίες που βολεύουν τρομακτικά πολιτικούς και μέσα ενημέρωσης (τελευταία
προσχώρηση αυτή της καγκελαρίου Μέρκελ).
2.
Σε αντίθεση με αυτή την αντίληψη οι απόψεις του Keynes[1]
σχετικά με το σχηματισμό των προσδοκιών επιτρέπει να συλλογιστούμε διαφορετικά.
Ο Keynes προχωρά στο
διαχωρισμό μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προσδοκιών. Ο διαχωρισμός
δεν αναφέρεται στον χρονικό ορίζοντα , αλλά στη φύση των εξεταζομένων
φαινομένων. Στην ουσία ο Keynes θέτει σε αντιπαράθεση τις αποφάσεις που αναφέρονται στην
προσαρμογή της παραγωγής των καταναλωτικών αγαθών στην αντίστοιχη ζήτηση με
εκείνες που αφορούν την απόκτηση και την εγκατάσταση των κεφαλαιουχικών αγαθών[2].

Οι βραχυπρόθεσμες προσδοκίες μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο του
κινδύνου.
Αντιθέτως οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες που αφορούν στις
επενδυτικές αποφάσεις μόνο στο πλαίσιο της αβεβαιότητας μπορούν
να αναλυθούν[3]
Στις πρώτες δεν απέδιδε καθόλου βάρος στο προσδιορισμό της
κατάστασης της υποαπασχόλησης που εγγενώς προσέδιδε στο καπιταλιστικό σύστημα . Όλο το βάρος έπιπτε στις μακροχρόνιες
προσδοκίες.
Μάλιστα δεν θεωρούσε κανένα είδος αλληλεξάρτησης  μεταξύ των δύο , πιστεύοντας ότι είναι
ανεξάρτητες. Όπως αναφέρει ο Keynes
«…στη διαμόρφωση των μακροπρόθεσμων προσδοκιών , η συνήθης πρακτική είναι να
προβάλλουμε την υφιστάμενη κατάσταση στο μέλλον, τροποποιημένη μόνο στο βαθμό
που έχουμε κάπως συγκεκριμένους λόγους να προσδοκούμε κάποια μεταβολή. Η
κατάσταση των μακροπρόθεσμων προσδοκιών δεν εξαρτάται μόνο από την πιθανότερη
πρόβλεψη που μπορούμε να κάνουμε. Εξαρτάται , επίσης, από την εμπιστοσύνη με την οποία κάνουμε τη σχετική πρόβλεψη- από το
μέγεθος της πιθανότητας να αποδειχτεί εσφαλμένη η καλύτερή μας πρόβλεψη. Αν
προσδοκούμε μεγάλες μεταβολές, αλλού δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ως προς την
ακριβή μορφή που θα έχουν, τότε η εμπιστοσύνη
μας θα είναι μικρή»[4]. Θέτει
ευθέως το ζήτημα της εμπιστοσύνης.
Μια έννοια που ανάλογα με τον τρόπο που προσλαμβάνεται προκαλεί σχεδόν κάθετες
διαφοροποιήσεις στην ανάγνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων και επομένως και
στη άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Στην κεϋνσιανή προβληματική   η έννοια δεν αντανακλά ένα «γενικό, αόριστο
και διάχυτο κλίμα»[5]αλλά
συνδέεται στενά με τα προβλήματα των μακροχρόνιων
επενδύσεων
[6]. Είναι οι
μακροχρόνιες επενδύσεις αυτές που αποτελούν το βασικό κλειδί ανάπτυξης της
οικονομίας. «Οι περισσότερες, πιθανώς, από τις αποφάσεις μας να αναλάβουμε
κάποια ενέργεια, τις πλήρεις συνέπειες των οποίων θα έχουμε ύστερα από πολλές
ημέρες, μπορούν να ληφθούν ως αποτέλεσμα ζωικών κινήτρων- μιας αυθόρμητης
ώθησης σε δράση παρά σε αδράνεια και όχι ως το αποτέλεσμα ενός σταθμικού μέσου
ποσοτικών ωφελημάτων πολλαπλασιασμένων με ποσοτικές πιθανότητες. …Αν τα ζωικά
πνεύματα εξασθενήσουν και η αυθόρμητη αισιοδοξία κλονιστεί, αφήνοντας μας να
εξαρτιόμαστε από μαθηματικές και μόνο προσδοκίες, τότε η επιχειρηματικότητα θα
σβήσει και θα πεθάνει- αν και οι φόβοι της απώλειας μπορεί να μην έχουν
περισσότερο λογική βάση από ό,τι είχαν πριν οι ελπίδες του κέρδους… Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα εξαρτώνται από
κύματα άλογης ψυχολογίας
. Αντίθετα, η κατάσταση των μακροπρόθεσμων
προσδοκιών συχνά είναι σταθερή και, ακόμη και όταν δεν είναι, οι άλλοι
παράγοντες ασκούν τις αντισταθμιστικές τους επιδράσεις. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι
οι ανθρώπινες αποφάσεις που επηρεάζουν το μέλλον, προσωπικές, πολιτικές ή
οικονομικές, δεν μπορούν να εξαρτώνται από αυστηρές μαθηματικές προσδοκίες,
αφού δεν υπάρχει η βάση για τέτοιους υπολογισμούς»[7].
3.
Άρα η βασική ερώτηση που προκύπτει για το ζήτημα των επενδύσεων στην
ελληνική οικονομία αφορά πρωτίστως στην εμπιστοσύνη και στις προσδοκίες για τις
μακροπρόθεσμες επενδύσεις και όχι γενικά και αόριστα την έννοια της
εμπιστοσύνης.
Οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις χαρακτηρίζονται από το ότι
συμβάλλουν πρωτίστως στην αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας. Ακινητοποιούνται
για μακρύ χρόνο εντός των επιχειρήσεων και στις υποδομές που υποβοηθούν,
πρωταρχικά, κατά τρόπο άμεσο, και δευτερευόντως με έμμεσο τρόπο στην παραγωγική
διαδικασία των επιχειρήσεων.
Ουσιαστικά η έννοια της εμπιστοσύνης προς τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις
αποτελεί το βασικό διαχωρισμό μεταξύ των εννοιών της κερδοσκοπίας και της
επιχειρηματικότητας
Χρησιμοποιώ τον
όρο κερδοσκοπία, για να δηλώσω τη δραστηριότητα της πρόβλεψης της ψυχολογίας
της αγοράς, και τον όρο επιχειρηματικότητα, για να δηλώσω τη δραστηριότητα της
πρόβλεψης της προσδοκώμενης απόδοσης του ενεργητικού στη διάρκεια της ζωής του.
Επειδή η κερδοσκοπία δεν μπορεί να αποφευχθεί (μάλλον νικά κατά κράτος
στις μέρες μας) θα πρέπει να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια για υποστήριξη
της  διεύρυνσης της
επιχειρηματικότητας  και αποφυγή  κάθε
κερδοσκοπικής  δραστηριότητας.
Είναι γνωστόν ότι  η
κερδοσκοπία  μπορεί να μη βλάπτει  σαν φυσαλίδα σε ένα σταθερό ρεύμα
επιχειρηματικότητας. Τα πράγματα όμως γίνονται σοβαρά, όταν γίνεται η
επιχειρηματικότητα μια φυσαλίδα στη δίνη της κερδοσκοπίας. Όταν η κεφαλαιακή
ανάπτυξη μιας χώρας γίνεται υποπροϊόν των δραστηριοτήτων τύπου καζίνο, τότε,
πιθανόν, κάτι δεν πάει καλά.
Η συστηματική μελέτη του μεγέθους των επενδύσεων στην ελληνική
οικονομία, με τον τρόπο που μόλις προηγουμένως αναφέραμε, θα μας οδηγήσει σε
ασφαλέστερα συμπεράσματα για τις πρόσφατες όσο και τις μελλοντικές εξελίξεις.

[1] Keynes J.M
Γενική Θεωρία….   Κεφάλαια  V και
XII.
[2]
« Οι θεωρήσεις πάνω στις οποίες βασίζονται οι προσδοκίες για μελλοντικές
αποδόσεις είναι, εν μέρει , γεγονότα υφιστάμενα , τα οποία,  με σχετική βεβαιότητα , μπορούμε να
υποθέσουμε ότι είναι γνωστά και, εν μέρει, γεγονότα μελλοντικά, τα οποία ,
μπορούν να προβλεφτούν με περισσότερη ή λιγότερη εμπιστοσύνη. Μεταξύ των πρώτων
μπορούν να αναφερθούν το υφιστάμενο απόθεμα ποικίλων τύπων κεφαλαιουχικών
αγαθών και των κεφαλαιουχικών αγαθών γενικά, καθώς και η δύναμη της ζήτησης για
αγαθά εκ μέρους των υφιστάμενων καταναλωτών
που , για την αποδοτική παραγωγή τους , απαιτούν μια σχετική ευρύτερη
βοήθεια από κεφάλαιο. Μεταξύ των τελευταίων είναι  μελλοντικές μεταβολές στον τύπο και στην
ποσότητα του αποθέματος των κεφαλαιουχικών αγαθών και στις προτιμήσεις του
καταναλωτή, η δύναμη της ενεργού ζήτησης, από καιρό σε καιρό, στη διάρκεια της
ζωής των επενδύσεων που εξετάζουμε, καθώς και οι μεταβολές στη μονάδα μισθού,
σε ονομαστικούς όρους, που μπορούν να συμβούν στη διάρκεια της ζωής της.
Μπορούμε να συνοψίσουμε την κατάσταση των ψυχολογικών προσδοκιών που καλύπτει
την τελευταία περίπτωση ως κατάσταση μακροπροθέσμων  προσδοκιών- σε διάκριση από τη βραχυχρόνια
προσδοκία, βάσει της οποίας ένας παραγωγός εκτιμά τι θα αποκομίσει από ένα
τελικό προϊόν, εφόσον αποφασίσει να αρχίσει την παραγωγή του σήμερα με τις
υφιστάμενες εγκαταστάσεις» J.M Keynes,  Γενική Θεωρία….   Κεφάλαια XII σ.177-8.
[3] Για
την ανάλυση των προσδοκιών στην οικονομική θεωρία δες: Κ Μελάς, Ο Μύθος των
Αποτελεσματικών Αγορών, εκδόσεις Αγγελάκη 2018.
[4] J.M. Keynes, Γενική Θεωρία …σ.178.
[5] « Η
κατάσταση εμπιστοσύνης , όπως αποκαλείται , είναι ζήτημα το οποίο οι άνθρωποι
της πράξης προσέχουν ιδιαίτερα. Οι οικονομολόγοι όμως, δεν το έχουν αναλύσει με
προσοχή και ικανοποιούνται, κατά κανόνα, να το σχολιάζουν γενικά» J.M.Keynes , Γενική Θεωρία …σ.178
[6] «Ιδιαίτερα
, δεν έχει καταστεί σαφές ότι η συνάφειά του με τα οικονομικά προβλήματα
προέρχεται από τη σημαντική επίδραση στον πίνακα οριακής αποδοτικότητας του
κεφαλαίου… Η κατάσταση εμπιστοσύνης είναι συναφής , επειδή είναι ένας από τους
μείζονες παράγοντες που προσδιορίζουν τον πρώτο , που είναι το ίδιο πράγμα με
τον πίνακα ζήτησης επενδύσεων» J.M.Keynes , Γενική Θεωρία …σ.178-179.
[7] J.M. Keynes , Γενική Θεωρία …σ.189-191.