Η θεμελίωση της μακροοικονομικής πολιτικής των «ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων» διαφέρει από τη νεοκλασική – νεοφιλελεύθερη προσέγγιση;

 

 
Πρωτοδημοσιεύτηκε τις 24.5.2007 στη Μηνιαία Επιθεώρηση.

Στην οικονομική δύο κυρίαρχα ρεύματα έχουν συγκροτηθεί σε αντίστοιχα
αντιμαχόμενα επιστημονικά προγράμματα, αυτό του νεοκλασικού φιλελευθερισμού
και αυτό του κεϋνσιανού φιλελευθερισμού

[1] . Το πρώτο απαιτεί την πλήρη
αποπολιτικοποίηση της Οικονομίας, δηλαδή την απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς
ως παράγοντα ισορροπίας και εναρμόνισης των αντιτιθέμενων συμφερόντων. (Σε
πολιτικό επίπεδο εδώ στεγάζονται αυτές που συμβατικά ονομάζονται
δεξιές–νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις.) Το δεύτερο απαιτεί τη μερική πολιτικοποίηση
της Οικονομίας, δηλαδή τη μερική κρατική παρέμβαση με σκοπό την εξισορρόπηση
των αδυναμιών που προκύπτουν από τη λειτουργία της αγοράς. Αντίστοιχα εδώ
βρίσκουν στέγη οι αντιλήψεις που χαρακτηρίζονται ως σοσιαλδημοκρατικές, ή
κοινωνικές. Το οικονομικό θεωρητικό υπόβαθρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας
υπήρξε δίχως καμία αμφιβολία το κεϋνσιανό υπόδειγμα. Η «εγκατάλειψη» του
υποδείγματος, για διάφορους λόγους
[2] , στέρησε την ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία από ένα θεωρητικό πλαίσιο αρχών στη βάση του οποίου μπορούσαν
να ερμηνευθούν οι οικονομικές εξελίξεις και να χαραχθεί η οικονομική πολιτική
σε εμφανή αντιπαλότητα με το νεοκλασικό φιλελεύθερο υπόδειγμα Παράλληλα,
οδηγούνται στη λήθη, ως μη ανταποκρινόμενες στα σύγχρονα γεγονότα, όλες οι
βασικές φιλοσοφικές και μεθοδολογικές αρχές που διέπουν και καθορίζουν το
επιστημολογικό status της θεωρίας. Έτσι εγκαταλείπονται βασικές αρχές όπως οι
παρακάτω:

2.

Σήμερα τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετά από μια περίοδο αναζητήσεων
και περισυλλογών και κάτω από την ασφυκτική ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία
του νεοφιλελευθερισμού, επέλεξαν την πλήρη συμφιλίωση και την απόλυτη
προσαρμογή με τον καπιταλισμό, αυτή τη φορά με όρους
νεοφιλελευθερισμού (στην εποχή της παγκοσμιοποίησης)

[3] . Οι σοσιαλδημοκράτες επιδιώκουν να
εμφανιστούν ως οι εκσυγχρονιστές και οι πιο αποτελεσματικοί διαχειριστές του
καπιταλιστικού συστήματος.
Βρίσκονται στη φάση όπου περιορίζουν τη μεταρρυθμιστική τους πολιτική σε
εσωτερικές αλλαγές του καπιταλισμού σε ένα τετράγωνο πλαίσιο που τις πλευρές
του αποτελούν οι οικονομικές έννοιες της ανταγωνιστικότητας, της
αποδοτικότητας, της ευλυγισίας και της ιδιωτικοποίησης, δηλαδή ακριβώς ό,τι το
πολιτικό σχέδιο των Ρέηγκαν και Θάτσερ επιτάσσει. Παράλληλα διατυπώνεται και
μια κάποια επίκληση ηθικών αρχών περί ελευθερίας και σε λιγότερες περιπτώσεις
περί δίκαιης κοινωνίας. Τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δείχνουν με
ακρίβεια και χωρίς υπεκφυγές ότι αποδέχονται πλήρως την οικονομική λογική του
συστήματος. Συγκεκριμένα αποδέχονται ότι:

Α.

Η οικονομία
της αγοράς θεωρείται ουσιαστικά σταθερή, τείνουσα εγγενώς προς την ισορροπία. Η
αγορά αποτελεί έναν αυτορρυθμιζόμενο μηχανισμό, μη επιδεχόμενο περαιτέρω
βελτιώσεων, άριστο σε σχέση με την υποχρέωση να συντονίζει κατά τον καλύτερο
δυνατό τρόπο τις ατομικές επιλογές. Παράλληλα, εξασφαλίζει την τάξη, την
αποτελεσματικότητα, την κοινωνική αρμονία και τη διαχρονική σταθερή εξέλιξη των
οικονομικών γεγονότων
[4] . Το εννοιολογικό πλαίσιο του
«μακροοικονομικού υποδείγματος», μέσω του οποίου αναλύεται η οικονομική
πραγματικότητα και λαμβάνονται οι αποφάσεις οικονομικής πολιτικής, στηρίζεται
στη λογική που διέπει το Δυναμικό Στοχαστικό Υπόδειγμα Γενικής Ισορροπίας (Dynamic
Stochastic General Equilibrium Model / DSGEM) της Νέας Κλασικής Μακροοικονομίας
(ΝΚΜ).
Β.
Η απρόσκοπτη
λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς επιβάλλει την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας
περιουσίας και την αποσάθρωση του δημόσιου χώρου. Δημόσια μπορούν να είναι μόνο
εκείνα τα αγαθά που σύμφωνα με την νεοκλασική οικονομική θεωρία προκύπτουν από
τον τεχνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Πρόκειται για αγαθά και υπηρεσίες που δεν
είναι διαιρετές σύμφωνα με τις ατομικές προτιμήσεις, ή για αγαθά και υπηρεσίες
που εμφανίζονται εκεί όπου μεγάλες εξωτερικές λειτουργίες απαιτούν δημόσια
δραστηριότητα. Επομένως σχεδόν τα πάντα, με δεδομένες τις υπάρχουσες δημόσιες υποδομές και τη συστηματική εκποίηση ή παραχώρησή τους, μπορούν να
παραχθούν από την ιδιωτική οικονομία
[5] .Γ.
Η βασική
θεωρητική προκείμενη, επί της οποίας εδράζεται η συγκεκριμένη θεωρία, είναι ο
Νόμος του Say. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, η προσφορά δημιουργεί τη ζήτησή της.
Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο των δαπανών παραγωγής πρέπει κατ’ ανάγκη να
δαπανηθεί αμέσως ή εμμέσως για την αγορά των παραχθέντων αγαθών. Τα άτομα θα
βρουν τρόπους ώστε να δαπανήσουν τα χρήματά τους.
Ο νόμος του Say ισχύει στη θεώρηση του παρόντος υποδείγματος που αποτελεί τη
βάση της αντίληψης του λεγόμενου «τρίτου δρόμου».

Η μακροοικονομική πολιτική (ιδιαιτέρως η δημοσιονομική πολιτική) μπορεί να
αποσταθεροποιήσει την οικονομία της αγοράς.

Αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο της Ενεργούς Ζήτησης δεν παίζει ανεξάρτητο ρόλο
στον (μακροπρόθεσμο) προσδιορισμό του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας
και προσαρμόζεται για να υποστηρίξει το από την πλευρά της προσφοράς
προσδιοριζόμενο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας το οποίο ανταποκρίνεται
στο Φυσικό Ποσοστό Ανεργίας ή στο NAIRU (Non Accelerating Inflation Rate of
Unemployment). Με τον τρόπο αυτό γίνεται αποδεκτό ότι η οικονομία παράγει σε
ένα «φυσικό» επίπεδο καθοριζόμενο από δυνάμεις ξένες με τη ανθρώπινη δράση. Τα
οικονομικά μεγέθη «αντικειμενοποιούνται» αποχτώντας αυτόνομη υπόσταση. Παύουν
να είναι κοινωνικά ελεγχόμενα μεγέθη.
Δ.

Η απεμπλοκή
της ενεργού ζήτησης ως βασικού προσδιοριστικού παράγοντα του επιπέδου της
οικονομικής δραστηριότητας, με στόχο την πλήρη απασχόληση των πόρων, προκαλεί
την αχρήστευση της δημοσιονομικής πολιτικής, δεδομένου ότι η τελευταία αποτελεί
το βασικό μέσο επίδρασης της ενεργούς ζήτησης. Όμως η άρνηση άσκησης
δημοσιονομικής πολιτικής συμπαρασύρει ταυτόχρονα την κύρια και πρωταρχική
λειτουργίας της ως βασικού αναδιανεμητικού μηχανισμού εντός της παραγωγικής
διαδικασίας. Άρα εκλείπει ο βασικός κεϋνσιανός μηχανισμός αναδιανομής του
συστήματος.
Η όποια διάθεση βοήθειας υπάρχει σε διάφορες κατηγορίες αναξιοπαθούντων
πολιτών, λόγω της λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς, περιορίζεται σε
στοχευμένη και συγκυριακή παροχή πόρων με τη μορφή της φιλανθρωπίας. Το
πρόταγμα της σοσιαλδημοκρατικής αναδιανομής μεταλλάσσεται σε παροχή «θρησκευτικής
καλοσύνης».

Ε.

Ο χαμηλός πληθωρισμός προτάσσεται ως ο μοναδικός στόχος της οικονομικής
πολιτικής ο οποίος εξυπηρετείται από τη νομισματική πολιτική, δεδομένου ότι ο
πληθωρισμός αποτελεί εξόχως νομισματικό φαινόμενο. Όμως η νομισματική πολιτική
δεν θα πρέπει να ασκείται από την εκάστοτε πολιτική κυβέρνηση της χώρας αλλά
από «ειδικούς» με τη μορφή μιας «ανεξάρτητης» κεντρικής τράπεζας
[6] . Οι
πολιτικοί έχουν την τάση να χρησιμοποιούν τη ΝΠ για βραχυχρόνια οφέλη
(χαμηλότερη ανεργία) σε βάρος μακροχρόνιων απωλειών (υψηλότερο πληθωρισμό).
Μια «ανεξάρτητη» κεντρική τράπεζα έχει επίσης υψηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης για
τις χρηματοπιστωτικές αγορές, από ότι οι πολιτικές ηγεσίες. Η λαϊκή κυριαρχία,
το θετικότερο απαύγασμα της νεωτερικότητας, θύμα στα πόδια της δήθεν απολιτικής
τεχνοκρατίας των ειδικών
ΣΤ.
Η θεώρηση
της μακροπρόθεσμης μεγέθυνσης της οικονομίας ακολουθεί κατά βήμα τα ενδογενή
νεοκλασικά υποδείγματα ανάπτυξης. Από τα υποδείγματα αυτά απορρέει το βάρος που
δίνεται στο ρόλο του ανθρώπινου κεφαλαίου και της εκπαίδευσης στη διαδικασία
μεγέθυνσης της οικονομίας. Οι θεωρίες της ενδογενούς μεγέθυνσης, οι οποίες
υποθέτουν αυξανόμενες οικονομίες κλίμακας, βασίζονται και σε συντελεστές
παραγωγής που δεν μπορούν να παραχθούν μόνο από ιδιώτες, π.χ. η γνώση και η
πληροφορία. Επειδή ο δημόσιος τομέας, στην αναπτυγμένη Δύση, είναι ο βασικός
προμηθευτής εκπαίδευσης, «επαναξιολογείται» στο πλαίσιο των απαιτήσεων της
νεοφιλελεύθερης οικονομίας έτσι ώστε «προσαρμοζόμενος στις νέες συνθήκες» να
χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν. Η αποδοχή του δημόσιου τομέα στην παραγωγή της
εκπαίδευσης υποστηρίζεται πρωταρχικά από τα νεοκλασικά (νεοφιλελεύθερα)
υποδείγματα ενδογενούς ανάπτυξης. Οι σοσιαλδημοκράτες και οι οπαδοί του
«τρίτου» δρόμου ακολουθούν αποδεχόμενοι τα νεοφιλελεύθερα κελεύσματα ασμένως.
Ζ.
Συμπερασματικά,
η θεμελίωση της ασκούμενης αλλά και της προτεινόμενης οικονομικής πολιτικής
ανάγεται στο νεοφιλελεύθερο φιλοσοφικό πυρήνα, γι’ αυτό και η οικονομική
πολιτική είναι ταυτόσημη μεταξύ των «δεξιών» και «σοσιαλδημοκρατικών» κομμάτων
της Δύσης. Γι’ αυτό υπάρχει σύγκλιση σε επίπεδο ασκούμενης πολιτικής στην ΕΕ.
Το καρτέλ της πολιτικής στηρίζεται πρωταρχικά στην κοινή φιλοσοφική αντίληψη
για την οικονομία.
Υποσημειώσεις

 

[1] Κ. Μελάς, J.M.Keynes: Μια
απαραίτητη επαναφορά
, Πανεπιστήμιο Πειραιά, 2002. Συνέχεια αυτού του άρθρου
είναι η πρόσφατη μελέτη : Κ. Μελάς, J. M. Keynes : Μια απαραίτητη επαναφορά, εκδόσεις ΑΑ .Λιβάνη ,
2019.

[2] Μελάς, J.M.Keynes: Μια
απαραίτητη επαναφορά
, ό.π.
[3] Κ. Μελάς,
«Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία: από την πολιτική στο νεοφιλελευθερισμό», Monthly
Review
, No 27, Μάρτιος 2007.
 

[4] Βλ. Κ.
Μελάς, «Συζητώντας για τη Μακροοικονομική με αφορμή την Ασύμμετρη Πληροφόρηση»,
επίμετρο στο J. Stiglitz, Η Ξέφρενη δεκαετία του 90, εκδ. Α. Α. Λιβάνης
(προσεχής έκδοση).
 

[5] Κ. Μελάς,
«Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσιο Νοικοκυριό», πρόλογος στο Elmar Altvater, Παγκοσμιοποίηση,
Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά
, εκδ.
The Monthly Review Imprint, Αθήνα 2006.

[6]
F. Kydland & E.C.
Prescott, «Rules rather than Discretion: The Incosistency of Optimal Plans», Journal
of Political Economy
,
Νο 85(3), σελ. 473-492.