ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Πώς εκτιμάς τα μέτρα που ανακοινώθηκαν;

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα συγκεκριμένα μέτρα του 2019 και του 2020 και αυτά που αφορούν την αύξηση του κατώτατου μισθού, την κατάργηση του υποκατώτατου, τις 120 δόσεις, τις συντάξεις χηρείας κ.λπ. κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση και βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων που είχαν πληγεί τα μάλα την περίοδο εφαρμογής των μνημονίων. Κινούνται, λοιπόν, θετικά όσον αφορά την κοινωνική συνοχή και την αποκατάσταση μέρους του εισοδήματος αυτών των κατηγοριών, αλλά συγχρόνως θεωρώ ότι θα έχουν θετικές επιδράσεις και στη μεγέθυνση της οικονομίας. Από τη μία, η λεγόμενη 13η σύνταξη δημιουργεί μια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος στην ομάδα των συνταξιούχων και άρα θα δημιουργήσει θετικές επιδράσεις από τη μεριά της ζήτησης. Ακόμα και αν χρησιμοποιηθεί για τη μερική αποπληρωμή υποχρεώσεων προς το κράτος, αναμένεται θετική επίδραση στη μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης και συνεπώς στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Από την άλλη, η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, εκτός από τον καφέ και τα αναψυκτικά, και στον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο είναι μέτρα που επιδρούν στη μεγέθυνση της προσφοράς. Επομένως, αναμένεται μια μείωση των τελικών τιμών των προϊόντων που αφορούν στο σύνολο των καταναλωτών-πολιτών, αλλά και στις επιχειρήσεις που επιζητούσαν για καιρό μία μείωση του κόστους της ενέργειας, το οποίο ήταν πολύ υψηλό. Επομένως, σύμφωνα με τη θεωρία, θα αυξηθεί η ζήτηση, ειδικά σε προϊόντα υποχρεωτικής κατανάλωσης.

 

Είναι ένα ερώτημα, πάντως, αν θα περάσει η μείωση του ΦΠΑ στην τελική τιμή των προϊόντων και στην εστίαση…

Πρέπει να αναμένουμε να μην εμφανιστεί ολόκληρη η μείωση, δηλαδή κατά 11%. Σύμφωνα με την εκτίμησή μου, από τις τοποθετήσεις διαφόρων κλάδων, που επισημαίνουν πως απορρόφησαν τις προηγούμενες αυξήσεις, η μείωση δεν θα είναι συνολική, αλλά θα φτάσει στο 5%. Και αυτό ακόμα θα έχει θετικές επιδράσεις στη μεγέθυνση της οικονομίας, αφού και πάλι θα αυξηθεί η ζήτηση.

 

Τα μέτρα θεωρείς ότι έχουν και αναπτυξιακό χαρακτήρα;

Πέραν του θετικού αποτελέσματος που θα έχουν στην άμεση αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, τα μέτρα αυτά δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν μια θετική επίπτωση στο βασικό αναπτυξιακό μοχλό της οικονομίας, των επενδύσεων. Επιμένω σε αυτό, διότι από το 2018 το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας ήταν η συρρίκνωση των επενδύσεων, και δεν αναφέρομαι μόνο στις δημόσιες επενδύσεις, αλλά γενικότερα και στις ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες έπεσαν κατά 11,2%. Νομίζω, λοιπόν, ότι τα μέτρα δεν θα επηρεάσουν ευθέως την ανάπτυξη. Μία αύξηση της ζήτησης δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων, αλλά δεν έχω την εντύπωση ότι θα επιτευχθεί αυτό το 2019. Δεν αποκλείεται, όμως, για το 2020, από τη στιγμή που θα εφαρμοστεί η μείωση των φόρων (π.χ. μείωση του φόρου στο εισόδημα των αγροτών και στο εισόδημα των συνεταιρισμών, η επαναφορά της έκπτωσης φόρου, η αύξηση των αποσβέσεων κ.λπ), αν και δεν νομίζω ότι θα είναι ικανά, παρότι κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση της αποκατάστασης.

 

Ποια θεωρείς ότι θα ήταν αυτά τα μέτρα;

Στο μυαλό κάθε κυβέρνησης πρέπει να είναι η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ως παράγοντας που ανοίγει το δρόμο και σε ιδιωτικές επενδύσεις, στη μεταποίηση κ.λπ. Επομένως, χρειάζεται μια ώθηση των δημόσιων επενδύσεων, ώστε να παρασυρθούν και οι επιχειρηματίες προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν φτάνει μόνο η μερική αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, για να μας βγάλει από το αδιέξοδο.

Από την άλλη μεριά, ιστορικά από το ’70 παρατηρείται ότι δεν φτάνει η υψηλή κερδοφορία για να γίνουν επενδύσεις. Απαραίτητος παράγοντας για να γίνουν επενδύσεις είναι η αύξηση της ζήτησης. Για παράδειγμα, από το 2010-2016 έχουμε μείωση του κόστους εργασίας στο κόστος προϊόντων κατά 27%. Δεν μειώθηκαν όμως οι τιμές και τα κέρδη δεν έγιναν επενδύσεις. Οι επενδύσεις στη μεταποίηση άρχισαν να κινούνται σιγά σιγά μόνο όταν αυξάνει η ζήτηση, όταν αρχίζει να ανεβαίνει το ΑΕΠ, όπως είδαμε το 2017 και το 2018.

Ποια ήταν τα δημοσιονομικά περιθώρια, πάνω στα οποία κινήθηκε η κυβέρνηση, για το σχεδιασμό των μέτρων αυτών; Ασκείται κριτική πως προέρχονται από μια πολιτική που ήδη επιβάρυνε την κοινωνία.

Το υπερπλεόνασμα του 2018 είναι περίπου στο 0,8% του ΑΕΠ  δηλαδή 1,5 δισ. Άρα τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν για το 2019 και θα εφαρμοστούν άμεσα κοστολογούνται στο 1,14 δισ. Βέβαια, αυτή είναι μια στατική αντίληψη, διότι δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν τα έσοδα από το ΦΠΑ, διότι αν αυξηθεί η ποσότητα των πωλούμενων προϊόντων μπορεί να αυξηθεί και το ΦΠΑ. Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι τα μέτρα θα οδηγήσουν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

 

Με όσα λες, κατανοώ ότι αμφισβητείς έμμεσα τον χαρακτηρισμό «παροχές».

Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω τον όρο «παροχή». Οι συνταξιούχοι πώς θα μπορούσαν να αυξηθεί το εισόδημά τους; Με αυτή τη λογική, ό,τι παίρνει το κράτος είναι σωστά καμωμένο και ό,τι δίνει είναι «παροχή». Αυτό που δημιουργεί αυτή την εντύπωση, και εκμεταλλεύεται σύσσωμη η αντιπολίτευση, είναι κυρίως ότι έγινε δεκαπέντε μέρες πριν τις εκλογές. Όπως επίσης και οι δηλώσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης που προηγήθηκαν και είπε ότι δεν μπορεί η εθνική οικονομία να δώσει τη 13η σύνταξη. Αλλά νομίζω ότι ο χρόνος είναι αυτός που δημιουργεί αντιδράσεις, οι οποίες όμως είναι πολιτικές και δεν αφορούν την οικονομία.

 

Οι παρεμβάσεις των δανειστών είναι προσεκτικές, ακόμα και αυτή του εκπροσώπου του ΔΝΤ, που ήταν αναμενόμενη, άλλωστε.

Ας μην ξεχνάμε τη δήλωση του Βέμπερ, διότι δεν άσκησε κριτική μόνο το ΔΝΤ. Και το αναφέρω διότι ο Βέμπερ είναι ένας πολιτικός, ο οποίος εκπροσωπεί μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη. Για να απαντήσω, όμως, στο ερώτημά σου, όντως η Κομισιόν είναι πολύ προσεκτική, θα εκτιμήσει τα μέτρα και θεωρώ ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα για αυτά που αφορούν το 2019. Εκεί που φαίνεται ότι θα δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα είναι στην αύξηση της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων τις τελευταίες ημέρες  αλλά αυτό φαίνεται να συνδέεται με τη πρόθεση της κυβέρνησης να θέσει ένα ερωτηματικό για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% την τριετία 2020-2022.

 

Άφησε να εννοηθεί πως το ζήτημα του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος θα το διαχειριστεί η κυβέρνηση…

Τα 5,5 δισ. είναι τα υπερπλεονάσματα του 2016, 2017 και 2018. Η κυβέρνηση λέει πως αυτά θα τα βάλει σε ένα τραπεζικό λογαριασμό, ώστε εάν δεν πιάσει το 3,5% πλεονάσματος το 2020, 2021 ή 2022, θα καλύπτει κάθε χρόνο το 1% από αυτά τα 5,5 δισ., ώστε να φτάνει το 3,5% του ΑΕΠ.  Έτσι, θα κάνει προϋπολογισμούς με βάση το 2,5% πρωτογενές πλεόνασμα. Οπότε έμμεσα επανέρχεται η κυβέρνηση στην πρόταση που είχε κάνει μέσω του Ευ. Τσακαλώτου και είχε απορριφθεί από τους θεσμούς για 2,5% πρωτογενές πλεόνασμα και 1% στην ανάπτυξη. Αυτό έχω την εντύπωση ότι έχει ένα πρόβλημα. Το πρώτο είναι ότι οι δανειστές θέλουν 3,5% παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος στην οικονομία, διότι συνδέεται άμεσα με τη διαχείριση του χρέους, όπως έχει συμφωνηθεί. Το δεύτερο είναι ότι όταν έχεις υποσχεθεί 3,5%, είναι σίγουρο ότι θα έχεις αντίδραση από τις αγορές, διότι δυστυχώς λειτουργούν με αυτό τον τρόπο. Και επομένως εκεί θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, διότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχω την εντύπωση ότι θα το λάβουν υπόψη. Αλλά ας περιμένουμε μέχρι το 2020.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ  Η ΕΠΟΧΗ