Η απόκλιση των οικονομιών της ζώνης του ευρώ καθοριστικός παράγοντας της αποτυχίας του ευρωπαϊκού σχεδίου.

 

1.
Η μέχρι
σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να
αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Θεμελιώδεις και
πάγιες αντιθέσεις , όχι απλές αποκλίσεις θέσεων , ποικιλία απόψεων ή έστω
ιδεολογικές συγκρούσεις. Αναφερόμαστε  σε
αντιθέσεις που άπτονται της πολιτικής ενοποίησης η οποία άλλωστε αποτελούσε τον
καταληκτικό στόχο του ενοποιητικού εγχειρήματος. Τις αντιθέσεις αυτές οι
ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια
, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε
σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν
απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ»  η
οποία στηρίζεται ως γνωστό ,στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ  «Η
Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων
που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές» Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί
μόνο έτσι η λύση , ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς ,
διευρύνοντας το φάσμα των τομέων της από κοινού δράσης , βαθαίνοντας την
ολοκλήρωση
. Αποτέλεσμα αυτής της νεολειτουργικής λογικής ήταν και η
διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με προεξάρχουσα
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
 Η
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ελίτ
.
Οι
ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης
σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση , εκεί δηλαδή όπου
διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών , όπως στους χώρους της «υψηλής
πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να
ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές
συλλογικής δράσης. 
 Βασίσθηκε στην παθητική συναίνεση των πολιτών
των ευρωπαϊκών χωρών , οι οποίοι θεώρησαν
κατ’ αρχάς αδιάφορα τα γενόμενα λόγω της σαφούς έλλειψης ενημέρωσης
δεδομένου ότι οι διαδικασίες προώθησης της ολοκλήρωσης γίνονταν (και γίνονται )
«εξ’ υφαρπαγής» – «στα μουλωχτά», και
δευτερευόντως επειδή  φαίνεται ότι
«πείσθηκαν» μέσω μιας βασικής υπόσχεσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών πολιτικών
ηγεσιών ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έχει θετικές οικονομικές επιδράσεις στην
καθημερινότητά τους και στην γενικότερη ευημερία τους φθάνει να εγκαταλειφθεί
κάθε είδος «λαϊκισμού» που δημιουργεί μόνο προβλήματα στην οικονομία.
2.
Σε αυτό το πλαίσιο αντιλήψεων,
επιλέχτηκε η οικονομία ως ο χώρος που θα επιχειρείτο πρωταρχικά η σύγκλιση των
επιμέρους ευρωπαϊκών οικονομιών έτσι ώστε, η πολιτική ενοποίηση θα ακολουθούσε,
υπό μια έννοια, ως ώριμος  καρπός. Όλες
οι εθνικές αρχηγεσίες των επιμέρους χωρών και ειδικά των «μεγάλων» , γνώριζαν
(ουν) ότι η πολιτική ενοποίηση(με όποια μορφή)  αποτελεί τη βασική προϋπόθεση , την ικανή και
αναγκαία συνθήκη , για την λειτουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ζώνης
με βάση τα ιστορικά πραγματικά χαρακτηριστικά των υπαρχόντων εθνικών κρατών.
 Με αυτό τον σχεδιασμό οι ευρωπαϊκές πολιτικές
και οικονομικές αρχηγεσίες έθεσαν σε εφαρμογή το σχεδιασμό για την σύγκλιση των
οικονομιών των συμμετεχουσών χωρών. Σύμφωνα με τους ιθύνοντες της ΕΕ, Η
ενίσχυση της βιώσιμης οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των
κρατών-μελών της ΕΕ κατέχει κεντρική θέση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
και ιδιαίτερα στη συζήτηση για τη βάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής
Ένωσης (ΟΝΕ). Η σύγκλιση συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ και
μακροπρόθεσμα στην οικονομική ανάπτυξη και στην κοινωνική και πολιτική συνοχή
της ΕΕ στο σύνολό της.
Υπάρχουν διαφορετικές διαστάσεις της
οικονομικής σύγκλισης στην ΕΕ, συγκεκριμένα η πραγματική, η ονομαστική, η
κυκλική και η διαρθρωτική. Αυτή που μας ενδιαφέρει είναι η πραγματική σύγκλιση.
Ως πραγματική σύγκλιση ορίζεται η
διαδικασία σύγκλισης των εισοδημάτων (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) και εξομοίωσης των
επιπέδων διαβίωσης και συνιστά πολιτικό στόχο κατοχυρωμένο στη Συνθήκη για τη
λειτουργία της ΕΕ.
Ας δούμε πως εξελίχθηκε ιστορικά η
διαδικασία πραγματικής σύγκλισης των χωρών της ΕΕ.
Οι 12 χώρες που
συμμετείχαν αρχικά στην ευρωζώνη (ΕΖ-12) παρουσίασαν σε γενικές γραμμές μια
πορεία πραγματικής σύγκλισης από το 1960 μέχρι και περίπου την έναρξη της
παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007-08.
Η σύγκλιση του
κατά κεφαλήν ΑΕΠ μπορεί να διακριθεί σε δύο φάσεις: (α) από το 1960 και μέχρι
την πετρελαϊκή κρίση του 1973, κατά την οποία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις
περισσότερες χώρες χαμηλότερων εισοδημάτων (π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία και
Ισπανία) αυξανόταν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από τον αντίστοιχο των χωρών με
υψηλότερα εισοδήματα, και (β) από το 1986, με την υπογραφή της Ενιαίας
Ευρωπαϊκής Πράξης, μέχρι και την υιοθέτηση του ευρώ το 1999, περίοδο κατά την
οποία ο ρυθμός πραγματικής σύγκλισης ήταν πιο υποτονικός.
Tην περίοδο
2000-09 η διαδικασία σύγκλισης στη ζώνη του ευρώ παρουσίασε σημάδια κόπωσης,
ενώ η κρίση δημόσιου χρέους το 2010 οδήγησε σε έντονη πραγματική απόκλιση μέχρι
και το τέλος του 2017. Ως αποτέλεσμα, η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί από
το 2012 σε ανησυχητικά επίπεδα. Σημειώνεται επίσης ότι αυτή η πραγματική
απόκλιση φαίνεται  να μην σχετίζεται
αποκλειστικά με τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση στην Ελλάδα. Αντίθετα, φαίνεται
ότι συνδέεται με πιο θεμελιώδεις παράγοντες, που αφορούν και άλλες χώρες της
ζώνης του ευρώ.
Γραφική παράσταση 1
 
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος , Ενδιάμεση Έκθεση για τη
Νομισματική Πολιτική,2018
Το βασικό πρόβλημα της αποτυχίας σύγκλισης των οικονομιών
της ευρωζώνης αποτυπώνεται με σαφήνεια αν μελετήσουμε την κατάσταση των πέντε
μεγαλύτερων οικονομιών της ΕΕ : Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας και
Ηνωμένου Βασιλείου. (Γραφική παράσταση2 ). Προσαρμοσμένες ως προς το
διαφορετικό ύψος των τιμών, η Γερμανία δεν είναι πλουσιότερη αναφορικά με το
μέσο όρο των ΕΕ-15 από όσο ήταν το 1991, παρά τη δυναμική ανάπτυξή της τα
τελευταία έτη. Η Γαλλία είναι λίγο φτωχότερη από ότι ήταν 25 έτη πριν. Η Ιταλία
είναι δραματικά φτωχότερη. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι λίγο πλουσιότερη. Η
Ισπανία συνέκλινε γρήγορα τα πρώτα χρόνια αλλά μετά την χρηματοοικονομική κρίση
του 2008 έχασε περίπου το μισό αυτών των κερδών. Αν όμως η σύγκριση γίνει με
αναφορά το έτος δημιουργίας του ενιαίου νομίσματος (2000) η κατάσταση
διαφοροποιείται σημαντικά: εκτός από την Γερμανία , όλες οι υπόλοιπες χώρες που
ανήκουν στον χώρο του ευρώ, παρουσιάζουν απώλειες.
Γραφική παράσταση 2
 
Πηγή: IMF,

 

Επίσης αποτυπώνεται στην εξέλιξη του κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε όρους
αγοραστικής δύναμης) στις χώρες του Νότου (Γραφική παράσταση 3). Δραματική είναι
η εικόνα της Ιταλίας και της Ελλάδας. Η Ιταλία το 1995 κατείχε κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε
όρους αγοραστικής δύναμης) που έφθανε το 125% των χωρών ΕΕ-28 και το 2019 κατέχει
το 95%. Αντίστοιχα η Ελλάδα από το 85% έπεσε στο 68% του κατά κεφαλή ΑΕΠ.
Γραφική
παράσταση 3
 
Είκοσι
χρόνια μετά την εφαρμογή του εγχειρήματος μπορούμε αβίαστα να πούμε ότι το
εγχείρημα οδηγείται σε αποτυχία. Η ποθητή σύγκλιση των οικονομιών όχι μόνο δεν
έχει συμβεί, αλλά παρατηρείται ότι  η
πραγματικότητα κινείται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή οι οικονομίες
αποκλίνουν.
Θα πρέπει
να αναφερθεί επίσης, προκειμένου να υπάρξει πλήρης εικόνα, ότι οι χώρες του λεγόμενου
Ανατολικού συνασπισμού, σε όρους αγοραστικής δύναμης του κατά κεφαλή ΑΕΠ παρουσιάζουν
σύγκλιση με το μέσο όρο των χωρών ΕΕ-28 (Γραφική παράσταση 4). Ο ρυθμός σύγκλισης
είναι μικρότερος αν θεωρήσουμε ως αρχικό έτος, όχι το 1995, αλλά το 2004 , έτος
εισόδου των χωρών αυτών στην ΕΕ. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι χώρες που
ξεκινούν από χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος παρουσιάζουν μεγαλύτερο ρυθμό σύγκλισης.  Όμως αυτή η εξέλιξη δικαιολογείται από το πολύ χαμηλό αρχικό επίπεδο των χωρών αυτών σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ. Το ίδιο είχε συμβεί και με τις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία) τα πρώτα χρόνια εισόδου στην ΕΕ. Στη συνέχεια οι εξελίξεις ήταν αντίθετες από τις αναμενόμενες. 
Γραφική
παράσταση 4
 
3.
Οι
συγκεκριμένες εξελίξεις αναφορικά με την αποτυχημένη πορεία της σύγκλισης των
οικονομιών, που αποτελούσε υπαρξιακό λόγο δημιουργίας της ευρωζώνης χρειάζεται,
κατ’ αρχάς, να ερμηνευθούν και να κατανοηθούν. Χωρίς κανένα ενδοιασμό οι
ευθύνες θα πρέπει να αποδοθούν στην ασκούμενη πολιτική της συνεχούς
δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και στην γενικότερη αρχιτεκτονική του θεσμικού
πλαισίου λειτουργίας του ενιαίου νομίσματος. Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της,
είναι αυτοί που φέρουν την ευθύνη για αυτές τις επιλογές.
Οι αρχιτέκτονες των οικονομικών
θεσμών  της ΕΕ δημιούργησαν ένα άκαμπτο
και χωρίς δυνατότητα επιλογών πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας. Υιοθέτησαν εξ
ολοκλήρου τις αποφάνσεις της νεοφιλελεύθερης αντίληψης  και της Νέας Κλασικής
Μακροοικονομίας(ΝΚΜ)  επιλέγοντας τη
θέσπιση απλών κανόνων ως μέσων
άσκησης της οικονομικής πολιτικής
αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε μορφή διακριτικής
πολιτικής
.
Οι κανόνες είναι ένα σύνολο απλών και προκαθορισμένων κατευθυντηρίων
γραμμών οικονομικής πολιτικής , που ανακοινώνονται δημοσίως. Αναφέρονται σε
μεγέθη ελεγχόμενα πλήρως από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική. Συνήθως οι
κανόνες είναι σταθεροί και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται ως παθητική  πολιτική.
Παράλληλα με την ύπαρξη κανόνων  , η ΝΚΜ επιλέγει να ενσωματώσει στο
κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό σύστημα , με κατάλληλες συνταγματικές και
νομοθετικές μεταρρυθμίσεις εκείνους τους θεσμούς μέσω των οποίων επιτυγχάνονται
οι βασικοί σκοποί της οικονομικής πολιτικής . Με άλλα λόγια , με τους νέους
θεσμούς επιδιώκεται η πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταβολών στην οικονομία  ώστε να μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά η
συγκεκριμένη οικονομική πολιτική.
Ακολουθώντας κατά γράμμα τις
υποδείξεις του παραπάνω οικονομικού υποδείγματος οι ηγέτες των Εθνικών χωρών
της Ευρώπης προχώρησαν στη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της
οικονομίας  της ΕΕ (Μάαστριχτ  Δεκέμβρης 1991).
Η οικονομική πολιτική ασκείται μέσω
απλών σταθερών κανόνων που αφορούν στα επιλεγμένα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη
τα οποία συνάδουν με τη λογική του υποδείγματος
: πληθωρισμό, δημόσια ελλείμματα, δημόσιο χρέος.  Αναγνωρίζονται εύκολα ότι πρόκειται για
στόχους  που ανήκουν  στο χώρο ευθύνης     της
νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Για τη διαχείριση της νομισματικής
πολιτικής δημιούργησαν ένα θεσμό , την ΕΚΤ, στον  οποίο έχουν παραχωρηθεί ευρύτατες
αρμοδιότητες  κατευθείαν από την ιδρυτική
συνθήκη της ΕΕ , αλλά επιπλέον έχει την ελευθερία να ερμηνεύει την αποστολή
αυτή. Ο συγκεκριμένος θεσμός δεν έχει υποχρέωση λογοδοσίας –τουλάχιστον
νομικά-  ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού
θεσμού. Η ηγεσία της δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Ο μοναδικός της
στόχος είναι η διατήρηση του πληθωρισμού κάτω και γύρω από το 2,0%.
Αντίστοιχα για την εποπτεία των
κανόνων που έχουν τεθεί από τη Συνθήκη της Δημιουργίας της ΕΕ [συνθήκη του
Μάαστριχτ (άρθρο 104Γ)]  για το πλαίσιο
λειτουργίας της αποκεντρωμένης σε εθνικό επίπεδο  δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και από το
Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Άμστερνταμ 1997) που καθορίζει τη
διαδικασία εποπτείας των δημοσιονομικών πολιτικών με την εισαγωγή του Ευρώ
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 1466/97 και 1467/97 αλλά και Ψήφισμα του Συμβουλίου
της 17ης Ιουνίου 1997) έχει ανατεθεί στην  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν έχει εξουσία λήψης
αποφάσεων αλλά έχει δυνατότητα άσκησης επιρροής με τη δημοσιοποίηση των
στοιχείων που αφορούν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα κάθε μέλους, αλλά και με
τις συστάσεις στις οποίες προβαίνει προτού αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των
Αρχηγών που αποτελεί το όργανο που λαμβάνει τις αποφάσεις.
Παράλληλα  υπάρχει ο πυλώνας  ενσωμάτωσης εκείνων των θεσμών που
εξυπηρετούν το δόγμα της «ελεύθερης» αγοράς
που ακούει στο όνομα πολιτική ανταγωνισμού. Η ΕΕ αποτελεί το φορέα
άσκησης της πολιτικής ανταγωνισμού συγκεντρώνοντας στα χέρια της εξουσίες
νομοθετικές , εκτελεστικές και δικαστικές. Βασικός άξονας της πολιτικής
ανταγωνισμού είναι η κατάργηση οποιασδήποτε δυνατότητας  κρατικής παρέμβασης και ως εκ τούτου αυτό
μπορεί να επιτευχθεί με την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Όχι  μόνο των επιχειρηματικών δράσεων αλλά και
εκείνων που ανήκουν στην κοινωνική και δημόσια σφαίρα μέσα από τη διαδικασία
κατάργησης των ρυθμιστικών παρεμβάσεων.
Είναι επομένως προφανές ότι η λογική
που διέπει τους οικονομικούς θεσμούς δημιουργεί κατά τρόπο «αντικειμενικό»
δυναμική εξέλιξη προς μια οικονομία όλο και πιο νεοφιλελεύθερη δεδομένου ότι
αυτό παράγεται εγγενώς από τον τρόπο θέσπισής τους. Τη μόνη εξουσία που έχουν
είναι να αυξάνουν την ένταση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά και όχι να τη μειώνουν.
Η λογική των οικονομικών θεσμών
επομένως δείχνει προς μια μόνον κατεύθυνση αντιγράφοντας στην κυριολεξία τις
αποφάνσεις ενός συγκεκριμένου … οικονομικού δόγματος. Η παντελής άρνηση  της δυνατότητας επιλογής που απορρέει από
μια  στοιχειωδώς δημοκρατική πολιτεία
είναι προφανής αλλά το κυριότερο είναι και επικίνδυνη. Η άσκηση της οικονομικής
πολιτικής μέσω κανόνων που έχουν ενσωματωθεί
στο σκληρό πυρήνα της «συνταγματικής» ευρωπαϊκής  τάξης παραπέμπει το λιγότερο σε …μια
καλοπροαίρετη δεσποτεία.
Η αποτυχία του βασικού στόχου, θέτει
σε αμφισβήτηση τόσο το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του , όσο και την ασκούμενη
οικονομική πολιτική. Όμως θέτει εν αμφιβόλω τη συνολική στρατηγική που θα
οδηγούσε στη σύγκλιση των οικονομιών και συνεπώς θα διευκόλυνε τη διαδικασία
πολιτικής ενοποίησης της Ένωσης. Ουσιαστικά απαιτείται μια νέα στρατηγική αλλά
σε ένα πολύ δυσκολότερο περιβάλλον, εξωτερικό αλλά και εγχώριο. Οι λαοί
φαίνεται να δυσπιστούν όλο και περισσότερο στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και μόνο ο
φόβος για χειρότερες εξελίξεις τους κρατά προσκολλημένους σε αυτό.