Αλλάζει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής;

 

 
Στην εισηγητική έκθεση του
προϋπολογισμού 2019 διατυπώνεται η ακόλουθη θέση : « Ο Κρατικός Προϋπολογισμός του έτους 2019 αποτελεί το πρώτο κρίσιμο βήμα αλλαγής του μείγματος
δημοσιονομικής πολιτικής στην κατεύθυνση ενίσχυσης της οικονομικής
δραστηριότητας και της κοινωνικής συνοχής
. Οι μειώσεις των φορολογικών
βαρών και των ασφαλιστικών εισφορών που θα νομοθετηθούν με τον Προϋπολογισμό
αυτό, καθώς και η ακύρωση του μέτρου της περικοπής των προσωπικών διαφορών
κύριων και επικουρικών συντάξεων, δε θα ήταν δυνατές χωρίς τις δημοσιονομικές
επιδόσεις των τελευταίων τριών ετών που είναι καρπός των θυσιών των πολιτών.
Στόχος της κυβέρνησης είναι η σταδιακή
ανταπόδοση
των θυσιών αυτών με τρόπο ασφαλή, βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο».
Το βασικό ερώτημα που τίθεται επομένως αφορά στο κατά πόσο
πράγματι ο Προϋπολογισμός 2019 , αποτελεί  το
πρώτο κρίσιμο βήμα αλλαγής του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής στην
κατεύθυνση ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής συνοχής
.
Άρα καλούμαστε να απαντήσουμε στο βασικό αυτό ερώτημα.
Συγκεκριμένα:
Όπως είναι γνωστό, ο προϋπολογισμός του 2019 περιλαμβάνει την
εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής επέκτασης της τάξης, περίπου, του 0,5% του ΑΕΠ.
Συγκεκριμένα οι παρεμβάσεις του 2019 περιλαμβάνουν :
στο σκέλος των εσόδων:
α) μείωση του ΕΝΦΙΑ ύψους -€260 εκατ. μέσω ελάφρυνσης των μικρών
ιδιοκτησιών
β) μείωση ασφαλιστικών εισφορών ελεύθερων επαγγελματιών,
αυτοαπασχολούμενων και αγροτών ύψους -€177 εκατ., μέσω της μείωσης συντελεστή
κύριας ασφάλισης κατά 1/3 και εφαρμογής ελάχιστης εισοδηματικής βάσης για την
επικουρική ασφάλιση και την εφάπαξ παροχή
γ) μείωση φορολογίας διανεμόμενων κερδών από 15% σε 10%, με
μηδενική επίπτωση στα έσοδα το 2019 και,
δ) σταδιακή μείωση φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων από 29% σε
25% (1 π.μ. κατ’ έτος σε βάθος 4ετίας), με επίπτωση στα έσοδα το 2019 κατά
-€142 εκατ.
και, στο σκέλος των δαπανών:
α) επίδομα στέγασης ύψους -€400 εκατ., που απευθύνεται σε
χαμηλόμισθους που πληρώνουν ενοίκιο ή έχουν στεγαστικό δάνειο πρώτης κατοικίας,
προσδιοριζόμενο σε €70 τον μήνα (συν €35 για κάθε εξαρτημένο μέλος της
οικογένειας)
β) επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών για νέους εργαζόμενους μέχρι 24
ετών ύψους -€51 εκατ., επιδοτώντας κατά 50% την ασφαλιστική εισφορά των
εργοδοτών.
γ) ενίσχυση προγραμμάτων ειδικής αγωγής στα σχολεία ύψους -€22
εκατ., μέσω της πρόσληψης 4500 δασκάλων και επαγγελματιών ειδικής αγωγής σε
θέσεις που σήμερα καλύπτονται από προσωρινό προσωπικό.
Το πρώτο σημείο που πρέπει να σημειωθεί, είναι ότι η  εφαρμογή
των μέτρων αυτών το  2019 ,
εκτιμάται ότι  θα ενισχύσουν τις
πιθανότητες περαιτέρω επιτάχυνσης της οικονομικής ανάκαμψης κατά το 2019.
Το δεύτερο σημείο ότι υπάρχει μια μικρή οικονομική ανακούφιση σε
χαμηλά εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού.
 Όμως όλες αυτές οι πολιτικά στοχευμένες  παρεμβάσεις δεν μεταβάλλουν τη λογική των  μνημονίων και δεν συνιστούν επ’ ουδενί αλλαγή
του μίγματος της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο βασικός περιορισμός της ελληνικής
οικονομίας είναι η παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων , ύψους 3,5%, μέχρι και το
2022. Στη λογική των μνημονίων (κυρίως εκ μέρους του ΔΝΤ) υπήρχε η ανακατανομή
των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού ( η μείωση της δαπάνης των συντάξεων
και μείωση του αφορολόγητου αποτελούσαν τα κατ’ εξοχή παραδείγματα) σε στόχους
περισσότερο αναπτυξιακούς και καταπολέμησης της ακραίας φτώχειας, χωρίς
δημιουργία υπερπλεονασμάτων.
Η κυβέρνηση προκειμένου να αποφύγει τις πλήρως λανθασμένες
αυτές  αντιλήψεις που θα δημιουργούσαν
οικονομικές και κοινωνικές αρνητικές παρενέργειες ,  επέλεξε να προχωρήσει στην παραγωγή
υπερπλεονασμάτων ώστε να καλύψει ευκαιριακά (με την έννοια ότι δεν είναι
δυνατόν να παράγονται ετησίως υπερπλεονάσματα) ορισμένες κατηγορίες πληθυσμού
που κατά την εκτίμησή της χρήζουν βοήθειας.
 
Τα τελευταία χρόνια, η ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική οδηγεί στη
δημιουργία υπερπλεονασμάτων, πέραν, δηλαδή, των ήδη πολύ υψηλών στόχων
πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν τεθεί προκειμένου να εξυπηρετηθεί η
υιοθετηθείσα λύση ,για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, προς διανομή
κοινωνικού μερίσματος μιας χρήσης στο τέλος του έτους, καθώς και στην επέκταση,  των κοινωνικών δαπανών, κυρίως, με
επιδοματικού χαρακτήρα μεταβιβάσεις, σε οικονομικά αδύναμες ομάδες.
Η καθόλα θεμιτή στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων θα ήταν,
βεβαίως, προτιμότερο να γίνεται, παράλληλα,
με μια αναπτυξιακή πολιτική , που παράγει αξιοπρεπείς δουλειές και μισθούς
και όχι μόνο  μέσω κοινωνικών επιδομάτων
που χρηματοδοτούνται με την υπερφορολόγηση της εργασίας και των επιχειρήσεων,
αμβλύνοντας, έτσι, την  αναπτυξιακή
προοπτική της οικονομίας. Η πρακτική αυτή ασκεί αρνητικές επιπτώσεις στις
μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας και καθηλώνει την ανάκαμψη
σε χαμηλά επίπεδα.
Η κατάσταση επιβαρύνεται λόγο της γνωστής αδυναμίας του τραπεζικού
συστήματος να χρηματοδοτήσει την οικονομία, και του αποκλεισμού της Ελλάδος από
το πρόγραμμα χορήγησης ρευστότητας της ΕΚΤ. Συγχρόνως επιβαρύνεται και από την
ελάχιστη επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρηματιών, παρά την τρομακτική
μείωση του κόστους εργασίας την περίοδο των μνημονίων.
  Η παραγωγή
υπερπλεονασμάτων, φαίνεται ότι επιχειρείται και από τη δημόσια οικονομία μέσω
περικοπής δημοσίων επενδύσεων, καθώς και δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού,
λόγω πλημμελούς λειτουργίας και συντήρησης των δημοσίων υποδομών, ακόμη και
εκείνων στους ευαίσθητους τομείς της δωρεάν υγείας και παιδείας. Αυτό, όμως,
αφενός στρεβλώνει τα κίνητρα για εργασία και αποταμίευση, και οξύνει τα κίνητρα
για φοροδιαφυγή και αδήλωτη εργασία, και αφετέρου ασκεί αρνητική επίδραση στην
συσσώρευση φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, αποδυναμώνοντας την αναπτυξιακή
δυναμική της χώρας.