Η χαμηλή μεγέθυνση και η αναπαραγωγή του γνωστού παραγωγικού υποδείγματος βασικά συμπτώματα της μεταμνημονιακής περιόδου.

 

 
1.
Όπως
είναι γνωστό ο
ι δαπάνες
του ΠΔΕ, το 2017, διαμορφώθηκαν σε 5.950 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση
έναντι του στόχου κατά 800 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα στοιχεία (Ιανουαρίου
– Οκτωβρίου 2018 : η απόκλιση σε σχέση με το στόχο ανέρχεται σε 1,320 δις ευρώ)
περίπου όση ήταν και το 2017, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι και το 2018
θα έχουμε περίπου την ίδια απόκλιση με το 2017. Η μη πραγματοποίηση του
συνολικού ύψους του προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, από τη μεριά των
δημοσιονομικών μεγεθών συμβάλλει ισόποσα στην αύξηση του υπερπλεονάσματος, από
δε τη μεριά της οικονομικής μεγέθυνσης, επιδρά αρνητικά σε αυτήν.
Πολλοί
διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν τη σημασία των δημόσιων επενδύσεων για την
ανάκαμψη της οικονομίας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και την πλευρά της
προσφοράς. Εμπειρικές μελέτες (ΔΝΤ) δείχνουν ότι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων
θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων (crowding in) και
μείωση της ανεργίας, με θετικές επιδράσεις στην αύξηση του ΑΕΠ. Αντίστοιχα
ευρήματα παρουσιάζονται και σε μελέτη της ΕΚΤ για την Αυστρία, τη Γερμανία, τη
Δανία, τη Φιλανδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Σουηδία.
Όπως ανέφερα προηγουμένως οι εκτιμήσεις δείχνουν πάλι ότι
περίπου 800 εκ ευρώ από τις Δημόσιες επενδύσεις δεν θα πραγματοποιηθούν και θα
αποτελέσουν μέρος του αντιαναπτυξιακού υπερπλεονάσματος. Η μέχρι σήμερα
υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δεν
δικαιολογείται, δεδομένου ότι, παρότι υπολείπονται του στόχου, φέτος τα έσοδά
του στο χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου είναι αυξημένα κατά 20,6%
έναντι του 2017 . Επομένως πρόκειται για αδυναμία πραγματοποίησης. Τώρα αν αυτή
η αδυναμία προέρχεται από ανικανότητα ή από σκοπιμότητα λίγη σημασία έχει
δεδομένου ότι η αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι η ίδια.
2.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, μέσα σε ένα
χρόνο ο αριθμός των οφειλετών αυξήθηκε κατά περίπου 590.000. Αυτό σημαίνει ότι
όλο και μεγαλύτερος αριθμός πολιτών δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις
τους.
Το ότι αυξάνει ο αριθμός των οφειλετών αλλά συγχρόνως
δημιουργείται και υπερπλεόνασμα σημαίνει ότι αυτοί που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις
τους προς το δημόσιο, πληρώνουν αναλογικά πολύ περισσότερα από αυτό που θα τους
αναλογούσε αν πλήρωναν όλοι. Φανταστείτε το μέγεθος της υπερφορολόγησης. Έτσι
παρατηρείται το φαινόμενο από τη μία να αυξάνονται τα χρέη του πολίτη προς το
κράτος, και από την άλλη να έρχεται εκείνο στο τέλος του χρόνου και να του
δίνει πίσω ένα επίδομα. Βεβαίως δεν γνωρίζουμε αν αυτοί που δεν μπορούν να
ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις του είναι και αυτοί που λαμβάνουν το κοινωνικό
επίδομα. Πάντως αυτού του είδους η επιδοματική πολιτική είναι αδιέξοδη από τη
στιγμή που δεν συμβάλει στην κανονική λειτουργία της οικονομίας.
3.
Σύμφωνα με  μελέτη της
Εθνικής Τράπεζας  το υπερπλεονάσματα του
2017, “στοίχισε” στο ρυθμό ανάπτυξης 1,2%. Δηλαδή “χάσαμε”
κοντά στα 2 δισ ευρώ ΑΕΠ. Κερδίζουμε πλεόνασμα, χάνουμε εισόδημα. Όσο αυξάνεται
το πρωτογενές πλεόνασμα με τον τρόπο που γίνεται στην ελληνική οικονομία, τόσο
έχουμε αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Όμως σε αυτή τη συγκυρία η
μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι βασικός παράγοντας  για τη βελτίωση όλων των μακροοικονομικών
μεγεθών, που αποτελούν κριτήρια για την αύξηση των επενδύσεων που τόσο ανάγκη
έχει η χώρα. Ακόμη και για τη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές ο ρυθμός
μεγέθυνσης είναι βασικός παράγοντας.
4.
Σύμφωνα με τη πρόσφατη έρευνα της Eurostat, ενώ η Ελλάδα
ξοδεύει για την αντιμετώπιση της φτώχειας (κοινωνικές μεταβιβάσεις), το ίδιο ή
και περισσότερο ποσοστό του ΑΕΠ με το μέσο ευρωπαϊκό όρο, εντούτοις τα αποτελέσματα
είναι πενιχρά. Εδώ χρειάζεται να υπογραμμίσουμε ότι: μπορεί
ως % του ΑΕΠ το επίπεδο να είναι περίπου το ίδιο με το μέσο όρο της ΕΕ, αλλά θα
πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι την τελευταία δεκαετία είχαμε σημαντικότατη μείωση
του ΑΕΠ γεγονός που παρέσυρε σημαντικά και το ύψος των κοινωνικών δαπανών.
Παρόλα αυτά θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι  οι κοινωνικές παροχές στη χώρα μας δεν φθάνουν
αποτελεσματικά σε αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη. Οι πολλαπλές
αδυναμίες στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον τομέα των Κοινωνικών
Ασφαλίσεων, των συντάξεων και της Υγείας οδήγησαν σε αποκλίνουσες τάσεις σε
σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης που πέτυχαν στοχευμένες κοινωνικές
πολιτικές για την αντιμετώπιση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ενδεικτικό
στοιχείο για την αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι
τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
5.
Αν δώσουμε προσοχή σε εκείνα τα μεγέθη που προσδιορίζουν τη
μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, θα παρατηρήσουμε
ότι δεν έχουμε σχεδόν καμία αλλαγή. Το παραγωγικό υπόδειγμα παραμένει σχεδόν το
ίδιο. Οι λίγες επενδύσεις δεν κατευθύνονται σε τομείς τεχνολογικής αιχμής. Οι
εξαγωγές μας εξακολουθούν να είναι μέσης και χαμηλής τεχνολογίας. Η φυσική
αύξηση του πληθυσμού είναι πολύ χαμηλή. Το δημόσιο χρέος είναι μεγάλο  και όσο και αν ρυθμίζεται καθορίζει αρνητικά
την πορεία της οικονομίας κτλ. Τελικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Ελλάδα
ισχύει το “όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν”.
6.
Τρεις περίπου μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από το 3ο
μνημόνιο, ν
ομίζω ότι η
ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση πολύ χαμηλής μεγέθυνσης και
δύσκολα θα ξεφύγει από αυτή με βάση όσα ανέφερα προηγουμένως. Χρειάζεται μεγάλη
προσπάθεια και αλλαγή της συμπεριφοράς του πολιτικού συστήματος που αποτελεί τη
βασική προκείμενη στα οικονομικά δρώμενα.  
Είναι  πολύ δύσκολο , σχεδόν αδύνατον, να
συνταχθεί πρόγραμμα ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας , εκ μέρους των
ελληνικών πολιτικών κομμάτων, που να περιλαμβάνει σαφείς προτάσεις  για
ένα σύγχρονο  θεσμικό πλαίσιο, και παράλληλα  των αναγκαίων
μακροοικονομικών και μικροοικονομικών προσαρμογών με βραχυπρόθεσμο στόχο την
επανεκκίνηση της οικονομίας και με μακροπρόθεσμο την πλήρη απασχόληση σε ένα
εξισορροπημένο αναπτυξιακό περιβάλλον.