Οι γερμανορωσικές σχέσεις

 

 
1.
Οι σχέσεις Βερολίνου και Κρεμλίνου αποτελούν
πρώτιστο μέλημα της γερμανικής διπλωματίας. Οι λόγοι είναι γεωπολιτικοί και
γεωοικονομικοί.
Η
Ανατολική Ευρώπη είναι ο χώρος, με την πορεία του οποίου η Γερμανία έχει
συνδέσει εδώ και δέκα αιώνες την ιστορική της ύπαρξη. Στο χώρο αυτό
δοκιμάστηκαν όλες οι γεωπολιτικές θεωρίες περί ζωτικού χώρου που εκπονήθηκαν
από τους Γερμανούς διαμορφωτές στρατηγικής.
Για την Γερμανία, εξ’ άλλου, οι γεωπολιτικές
και γεωστρατηγικές αναγκαιότητες αλλά και η μελέτη της Ιστορίας μαρτυρούν ότι
τα ζωτικά Εθνικά Συμφέροντα της υπαγορεύουν στην χώρα αυτή να διατηρεί σχέση
καλής συνεργασίας με την Ρωσία. Με αυτήν την πυξίδα πορευθέντες, ο Φρειδερίκος
ο Μέγας της Πρωσίας, ο πρώτος Καγκελάριος της ενοποιημένης Γερμανίας Όθων φον
Βίσμαρκ, οι Καγκελάριοι
Willy Brand και Helmut Schmidt αλλά και ο πρώτος Καγκελάριος της επανενωθείσης Γερμανίας Χέλμουτ
Κόλ επέτυχαν σημαντικά αποτελέσματα. Οσάκις εγκαταλείφθηκε η πορεία αυτή, η
Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης γνώρισε μεν πρόσκαιρους ρωμαϊκούς θριάμβους, αλλά
υπέστη τελικώς μεγάλα δεινά.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,
επήλθε βαθύ ρήγμα με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.  Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου διακρίνουμε τις
ακόλουθες περιόδους της γερμανικής εξωτερικής
πολιτικής.

Η πρώτη αφορά
στην περίοδο 1945-1955.
Η εξωτερική πολιτική του νέου κράτους ήταν
έτσι απολύτως ετεροκαθοριζόμενη μέχρι το 1955, χρονιά που απέκτησε με τις
δυτικές συμφωνίες την ανεξαρτησία της (
Westvertrage).

Η δεύτερη
ταυτίστηκε με την εξωτερική πολιτική του καγκελάριου
Adenauer
(1949-1963), και καλύπτει την περίοδο 1955-1969.  Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε προσκόλληση
στη Δύση.
Η στρατηγική του Αντενάουερ (Westintegration) για ένταξη της χώρας στους διάφορους
δυτικούς οργανισμούς και στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία
ακολουθήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε εθνοκεντρικό χαρακτήρα.

Η τρίτη
ταυτίζεται με την περίοδο της
Ostpolitik των
καγκελαρίων 
Willy Brand και Helmut Schmidt (1969-1980 περίπου). Η
εξωτερική πολιτική του
Willy Brandt από το 1969 και μετά βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αντιλήψεις της Westintegration, καθώς εδραζόταν στην πεποίθηση ότι μια νέα πραγματικότητα είχε
διαμορφωθεί τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρώπη και δεν ήταν δυνατό να
αγνοηθεί. Αναφορικά με την Ανατολική Γερμανία, η πραγματικότητα αυτή αφορούσε
στην ύπαρξη δύο κρατών στα εδάφη της Γερμανίας. Το βραχυπρόθεσμο όφελος της
πολιτικής αυτής ήταν η οικονομική διείσδυση της Γερμανίας στον χώρο αυτό (το
διαχρονικό ενδιαφέρον των Γερμανών συγκέντρωναν τα μεγάλα κοιτάσματα πρώτων
υλών της Ρωσίας).

Η τέταρτη  εντοπίζεται χρονικά στη δεκαετία του 1980 ,
μέχρι και την πτώση των καθεστώτων του Ανατολικού Σχηματισμού και την ενοποίηση
της Γερμανίας ,  μια περίοδο δημιουργίας
στενών πολιτικών και οικονομικών επαφών με τις χώρες αυτές και συνεργασίας στο
πλαίσιο διεθνών οργανισμών για την εμπέδωση της πολιτικής της ύφεσης. Το
γεγονός ότι σήμερα η Γερμανία αποτελεί το σημαντικότερο εμπορικό εταίρο των
χωρών της Ανατολικής Ευρώπης αποδίδεται στη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου
εκεί κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Περίπου το 1/3 των εισαγωγών που
πραγματοποιούσαν τα κράτη αυτά , πριν την αλλαγή, προέρχονταν από την Γερμανία.

Η πέμπτη  περίοδος
αρχίζει με την ουκρανική κρίση και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
2.
 Η ουκρανική κρίση προκάλεσε
τρεις βασικές αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ Γερμανίας –Ρωσίας.
 Πρώτον , η
γερμανική πολιτική προς την Ρωσία , η
οποία κυριαρχείτο από οικονομικά συμφέροντα , την περίοδο αυτή φαίνεται ότι
ξαφνικά  μεταβλήθηκε και το πάνω χέρι
αναλαμβάνουν τα πολιτικά συμφέροντα.
Η καγκελάριος Μέρκελ κατέστησε σαφές
στις γερμανικές επιχειρήσεις (και στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ) ότι πρέπει να
αποδεχτούν τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας διότι η προσάρτηση της Κριμαίας και ο
ασύμμετρος πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία υποσκάπτουν την ευρωπαϊκή ειρήνη.
Ομάδες συμφερόντων , όπως η Ομοσπονδία των Γερμανικών Επιχειρήσεων [
Federation of German Industries (BDI)] καθώς και η Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων με την Ανατολική
Ευρώπη [
Committee on Eastern European Economic Relations (Ostausschuss)] δέχτηκαν (κατ’
αρχάς) αυτή τη στροφή.
Δεύτερον, ενώ μέχρι τώρα
οι Γερμανορωσικές σχέσεις  βασίζονταν σε
μια σχέση
winwin, με
συνεχή ανάπτυξη της εμπιστοσύνης και του αμοιβαίου συμφέροντος ,  μετά την Ουκρανική κρίση οι γερμανικές αρχηγεσίες θα πρέπει να συνηθίσουν σε καταστάσεις όχι
παρόμοιες αλλά κυριαρχούμενες από πολιτικούς σκοπούς. Σκοπούς κυριαρχίας
δηλαδή.
Μάλιστα με ένα παίκτη ο οποίος είναι συνηθισμένος σε παρόμοια
παίγνια αλλά και αποφασισμένος να τα οδηγήσει στα όρια τους.  Το συγκεκριμένο παίγνιο σαφώς θέτει εν
κινδύνω τα συμφέροντα των γερμανικών
βιομηχανικών και ενεργειακών εταιρειών
καθώς και  όλων εκείνων των
εταιρειών που έχουν επενδύσει στη Ρωσία.  Αναφέρουμε παραδειγματικά:
Το 2014 οι εξαγωγές της Γερμανίας, στη
Ρωσία,  ήταν 29,3 δις ευρώ και οι
εισαγωγές  38,5 δις ευρώ. Πρόκειται για
σημαντικό εταίρο και ποσοτικά αλλά κυρίως ποιοτικά, δεδομένου ότι  μεγάλο μέρος των ρωσικών εισαγωγών αφορά σε
ενέργεια. Παράλληλα μεγάλο ύψος γερμανικών κεφαλαίων επενδύθηκαν στη Ρωσία και
αντιστρόφως ρωσικά κεφάλαια στην Γερμανία, προωθώντας την αλληλεξάρτηση των δύο
χωρών. Το 2016 αντίστοιχα οι γερμανικές εξαγωγές μειώθηκαν σε 21, 5 δις ευρώ
και οι εισαγωγές σε 26,5 δις ευρώ.
Τρίτον,
η όλη σύλληψη της γερμανικής πολιτικής προς την Ρωσία, υποστήριξης πολιτικών
αλλαγών μέσω εμβάθυνσης των οικονομικών σχέσεων φαίνεται ότι αποτυγχάνει.
Άλλωστε αυτές οι εξελίξεις αποτελούν κάτι το αναμενόμενο για όσους έχουν στέρεη
γνώση της ιστορίας και δεν παρασύρονται από ανιστόρητα φληναφήματα. Ο σκληρός πυρήνας της πολιτικής εμφανίζεται
με μεγαλοπρέπεια και παρασύρει τις όποιες οικονομικές δεσμεύσεις.
Φαίνεται ότι επανέρχεται , σήμερα στο
προσκήνιο, με κάποιο τρόπο, το διαχρονικό
γερμανικό ζήτημα  που  συνδέεται με τα παραδοσιακά  γεωπολιτικά θέματα της
Machtpolitik  και του ζωτικού χώρου (σαφώς καλυπτόμενα από
την οικονομική εξάπλωση), τα οποία έχουν βρει, μέχρι σήμερα, μια λύση με την
ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης
Ευρώπης. 
Υπάρχει, επομένως, ένα σημείο καμπής που φαίνεται
ότι καθορίζει μέχρι ενός σημείου τις σημερινές σχέσεις Γερμανίας και Ρωσίας.
Η
συμπεριφορά  της Γερμανίας μπορεί να
εξηγηθεί ίσως με τη θέση ότι τα κράτη στον προσδιορισμό των Εθνικών
Συμφερόντων, μπορούν να αγνοήσουν ή να υποτιμήσουν τις άτεγκτες γεωπολιτικές
αναγκαιότητες επί χρόνια, επί δεκαετίες, πλην όχι εσαεί. Ανεξαρτήτως των
αμερικανικών πιέσεων που ήταν έντονες και εμφανείς , φαίνεται ότι η Γερμανία
αξιολόγησε ως πρώτα τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα στην παρούσα φάση
.
Το γεγονός ότι η Γερμανία υποστήριξε ενεργά τις αντιπολιτευόμενες ομάδες
στην Ουκρανία και μάλιστα χωρίς να υφίστανται επιτακτικές στρατηγικές
αναγκαιότητες για κάτι τέτοιο, είναι σημάδι πως κάτι έχει αλλάξει στις
αντιλήψεις του Βερολίνου απέναντι στη Ρωσία. Έμοιαζε σαν η γερμανική κυβέρνηση
να έχει αποφασίσει πως η Ρωσία αντιμετωπίζει σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις.
Ότι η θέση της στην Ευρώπη είναι ασθενέστερη από ό,τι φαίνεται. Ότι ο κίνδυνος
περικοπών στην παροχή ενέργειας είναι πολύ μικρός. Και ότι δεν υπάρχουν
μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη στις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία πέρα από το
εμπόριο ενέργειας.
3.
Όπως ήδη έχουμε  αναφέρει από το
τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου κι έπειτα, η Γερμανία επεδίωξε μια σχετικά
ήρεμη εξωτερική πολιτική. Από την εκδήλωση της κρίσης στην Ουκρανία και ίσως
και νωρίτερα, το Βερολίνο φαίνεται να αναγνωρίζει την ανάγκη για μια αρκετά
δραματική αλλαγή. Οι Γερμανοί ηγέτες, κατά την περίοδο της έκρηξης της
ουκρανικής κρίσης ,συμπεριλαμβανομένων της καγκελαρίου, του Προέδρου, του
υπουργού Εξωτερικών και του υπουργού Αμύνης, απεύθυναν έκκληση για ένα νέο
πλαίσιο, αντίθετο προς την αυτοσυγκράτηση που είχε  επιδείξει η Γερμανία ως τώρα. Θέλησαν να αναλάβει η Γερμανία
μεγαλύτερο διεθνή ρόλο και να ενεργοποιηθεί περισσότερο εκτός των συνόρων της,
πολιτικά και στρατιωτικά.
Για το Βερολίνο, η ανακοίνωση αυτής της υψηλού επιπέδου στρατηγικής
μεταστροφής πραγματοποιείται εν μέσω μια δίνης γεωπολιτικών δεδομένων. Όντας εκ
των πραγμάτων ηγέτης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η Γερμανία έχει να αντιμετωπίσει
και να διορθώσει την 
αργή αποτυχία
του ευρωπαϊκού σχεδίου
 . Θα πρέπει να προσαρμοστεί στην πολιτική της
παγκόσμιας απεμπλοκής των ΗΠΑ
και των σχεδίων(;) του προέδρου Τραμπ και θα πρέπει να διαχειριστεί μία σύνθετη, απαραίτητη και
επικίνδυνη σχέση με τη Ρωσία. Μία εξωτερική πολιτική που χαρακτηρίζεται από
πραότητα, δεν είναι κατάλληλη για να αντιμετωπισθεί η σημερινή κατάσταση της
Γερμανίας.
Μια τέτοια αναδιάρθρωση, δείχνει ότι η
Γερμανία έχει τα δικά της εθνικά συμφέροντα, που μπορεί να διαφέρουν από τα
συμφέροντα των εταίρων της. Για τις περισσότερες χώρες αυτό φαίνεται αυτονόητο.
Αλλά για τη Γερμανία είναι μια ριζοσπαστική θέση, εξ αιτίας της εμπειρίας της
στο Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι τώρα, απέφυγε να προβάλει μια ισχυρή εξωτερική
πολιτική και την προώθηση των εθνικών συμφερόντων της, ώστε να μην αναβιώσουν
οι φόβοι της γερμανικής επιθετικότητας και του γερμανικού εθνικισμού. Πιθανόν
οι Γερμανοί να έχουν αποφασίσει ότι αυτή η θέση είναι πλέον απαράδεκτη και ότι
η προώθηση των εθνικών συμφερόντων τους δεν ενέχει τους κινδύνους που ενείχε
κάποτε.
Όμως η Γερμανία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αποξενωθεί από τη Ρωσία. Το
Βερολίνο πιστεύει πως η Ρωσία μπορούσε να δώσει απαντήσεις σε κάποια από τα
προβλήματα της Γερμανίας. Μπορούσε να παράσχει σχετικά φθηνή ενέργεια με τρόπο
αξιόπιστο, και ήταν μια δυνητική αγορά για τους Γερμανούς εξαγωγείς που
αναζητούν εναλλακτικές λύσεις στις στάσιμες αγορές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Σχέση μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας υφίσταται μεν, αλλά είναι, στην
καλύτερη περίπτωση, ατελής και δύσκολη όπως δήλωσε και ο νέος υπουργός
εξωτερικών της Γερμανίας
Χάικο Μάας. Υπό την ηγεσία του Προέδρου Vladimir
Putin, η Μόσχα ξεκίνησε πολιτική και οικονομική διείσδυση  σε
χώρες των Βαλκανίων αλλά και τις Κεντρικής Ευρώπης, στις οποίες η ρωσική  επιρροή υπάρχει παραδοσιακά. Επίσης βελτιώνει
συνεχώς την αμυντική της ισχύ και παρεμβαίνει όλο και περισσότερο σε
περιφερειακά προβλήματα.
Αυτό αντιτίθεται στους στρατηγικούς στόχους της Γερμανίας. Η βασική
επιτακτική ανάγκη του Βερολίνου είναι η διατήρηση την οικονομικής του ισχύος,  η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές,
και η οποία χρειάζεται να μεταφρασθεί  σε
γεωπολιτική ισχύ.
Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι μερίδα του κατεστημένου της
Γερμανίας αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να βελτιωθούν οι σχέσεις της με τη Ρωσία.
Η
χειροτέρευση των σχέσεων Ανατολής – Δύσης πρέπει να διορθωθεί διαμέσου ενός
ειλικρινούς διαλόγου και συνεχών διπλωματικών επαφών δήλωσε ο πρόεδρος της
Γερμανίας 
Steinmeier, στην πρόσφατη επίσκεψή του στη Μόσχα (Φθινόπωρο του 2017). Ως
σοσιαλδημοκράτης φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται με επάρκεια το αμοιβαίο συμφέρον
που θα προέλθει από τη βελτίωση των γερμανορωσικών σχέσεων. Άλλωστε η ιστορία
αυτό δείχνει τουλάχιστον μετά το 1970.
Ως
γνωστόν ,υπάρχουν οι κυρώσεις στο διμερές εμπόριο Γερμανίας – Ρωσίας από το
2014 για το θέμα της Ουκρανίας. Φαίνεται ότι στη Γερμανία αυξάνεται η
συνειδητοποίηση ότι ο νέος ψυχρός πόλεμος καθοδηγούμενος από τις ΗΠΑ εναντίον
της Ρωσίας, δημιουργεί προβλήματα στα γερμανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα
περισσότερο από τα αντίστοιχα αμερικανικά. Χαρακτηριστική είναι η παρέμβαση του
πρώην Γερμανού καγκελάριου
Schroeder (Forum Economico Euroasiatico, Verona, Οκτώβριος 2017) στην οποία αναλύει την
απόκλιση των οικονομικών συμφερόντων της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Η ουσία των
δηλώσεων του πρώην καγκελάριου συνίσταται στο εξής: « Έχουμε ανάγκη μιας αγοράς για τις εξαγωγές μας και παράλληλα έχουμε
ανάγκη εισαγωγής πόρων για την ανάπτυξη της βιομηχανίας μας».
Η θέση αυτή
στηρίζεται στη γενικότερη αντίληψή του ότι «
οι ΗΠΑ επιθυμούν μια Ρωσία εξασθενημένη, αλλά το συμφέρον της Ευρώπης και της
Γερμανίας είναι μια Ρωσία πιο δυνατή».
Σε
αυτό το πλαίσιο φαίνεται ότι εντάσσεται και η συνάντηση αντιπροσωπείας των
επικεφαλής των γερμανικών βιομηχανιών με τον πρόεδρο Πούτιν για τις μελλοντικές
εξελίξεις των δύο χωρών, στο
Sochi τον
Οκτώβριο 2017. Διαπιστώνεται , και από αυτές τις συναντήσεις, ότι οι Γερμανοί
βιομήχανοι  είναι αναφανδόν υπέρ της
συνέχισης και της αναβάθμισης των εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία. Μάλιστα η
συνέχιση των εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία οι Γερμανοί βιομήχανοι την εντάσσουν
στο πλαίσιο αναπροσανατολισμού των
διεθνών εμπορικών σχέσεων της Γερμανίας
με κατεύθυνση την Κίνα και τον γενικότερο  Ευρωασιατικό
χώρο. 
 Η Καγκελάριος Μέρκελ έχει μια επιθετική
συμπεριφορά έναντι της Ρωσίας και διάκειται ευνοϊκά στη διατήρηση των κυρώσεων
εναντίων της. Για το λόγο αυτό έχει δεχθεί ,πρόσφατα πιέσεις από τους Γερμανούς
επιχειρηματίες για αλλαγή στάσης και επανακαθορισμού των σχέσεων Βερολίνου –
Μόσχας.
Εξάλλου,
μεγαλώνει η συνειδητοποίηση πρωτίστως στην Γερμανία, αλλά και στην ΕΕ, γενικότερα,
ότι η πολιτική του προέδρου Τραμπ “
America
First”, προκαλεί μεγάλο κόστος στους
Γερμανούς και στους Ευρωπαίους, στο βωμό των αμερικανικών στρατηγικών
συμφερόντων. Ο νέος γύρος των κυρώσεων που επέβαλε ο πρόεδρος Τραμπ στις αρχές
του 2018, συμπεριέλαβε όλες τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που συνεργάζονται με τη
ρωσική ενεργειακή εταιρεία
Gazprom και τον
αγωγό 
Nord Stream 2, κάτι
που προκάλεσε την οργή του Βερολίνου και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών πρωτευουσών.
Στη συνέχεια ήλθαν οι δασμοί στον χάλυβα και στο αλουμίνιο να χειροτερεύσουν
περαιτέρω την κατάσταση. Και , ως γνωστόν, οι προειδοποιήσεις για επέκταση των
δασμών σε σειρά από ευρωπαϊκά προϊόντα βρίσκονται σε πρώτη διάταξη.
Όλο
και περισσότερο φαίνεται να ενδυναμώνει η αντίληψη στις Γερμανικές αρχηγεσίες
ότι η μόνη δυνατή πορεία δράσης της Γερμανίας είναι
κατ’ αρχάς  η διατήρηση της Ενωμένης
Ευρώπης κάτω από την δική τους ηγεσία,  και παράλληλα
η αναζωογόνηση των οικονομικών συναλλαγών με τη Ρωσία αλλά και με τις
χώρες του ευρωασιατικού χώρου, με πρώτη την Κίνα. Όμως η Γερμανία έχει
αντιληφθεί ότι χρειάζεται να επανα- ενσωματώσει και την γεωπολιτική διάσταση  στην πολιτική της.
3