Η σώφρονα πολιτική αναγνωρίζει τις νέες διαμορφούμενες συνθήκες

 


Όταν η κυβέρνηση άρχισε να ομιλεί περί «καθαρής εξόδου», μετά το
τέλος της Γ’ αξιολόγησης, αποφεύγοντας ουσιαστικά να αναφερθεί σε τι ακριβώς
εννοούσε, ήταν εμφανές  ότι το  αφήγημα αυτό εμπεριείχε μια πολύ μεγάλη δόση
επικοινωνιακού χειρισμού της κοινής γνώμης.
Συγχρόνως όμως, κατά την άποψή μου, εμπεριείχε και μια βαθιά
άγνοια του οικονομικού επιτελείου για το τι ακριβώς σημαίνει , θεωρητικά και
πρακτικά,  η ύπαρξη της αβεβαιότητας ως
καθοριστικής διάστασης στη λειτουργία των οικονομιών στην παρούσα φάση.
Απορροφημένη πλήρως στην εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, και  του κλεισίματος των αλλεπάλληλων αξιολογήσεων
και στηριζόμενη σε μια δική της θεώρηση για τη ρύθμιση του ελληνικού δημοσίου
χρέους (η οποία όπως φαίνεται απέχει της πραγματικότητας) , υπέθεσε ότι το
κλίμα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον θα συνέχιζε να ήταν ευνοϊκό στο
διηνεκές , αγνοώντας εμφανώς την παράμετρο της πιθανότητας  αλλαγής του κλίματος με την «πρώτη σταγόνα της
βροχής».  
Μάλιστα, φαίνεται να αγνόησε και βασικές παραμέτρους που θα
συμβάλλουν στον καθορισμό των μελλοντικών εξελίξεων κατά τρόπο σχεδόν
αντικειμενικό. Συγκεκριμένα:

Η νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας
των ΗΠΑ γίνεται όλο και περισσότερο «στενή» με αποτέλεσμα να δημιουργείται
περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων.

Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ , και αυτή
αρχίζει να γίνεται περισσότερο περιοριστική με το αναγγελθέν τέλος της ποσοτικής
χαλάρωσης το Δεκέμβριο του 2018.

Οι κρίσεις που χτυπούν πολλές από τις αναδυόμενες
οικονομίες (μη ξεχνάμε ότι η Ελλάδα σε αυτή την ομάδα βρίσκεται
χρηματιστηριακά) με την απόσυρση κεφαλαίων και την δραστική μείωση της αξίας
των νομισμάτων τους σε σχέση με το αμερικανικό νόμισμα.

Οι γεωπολιτικές αναταραχές που έχουν άμεση
επίδραση στα οικονομικά μεγέθη και πρώτα από όλα στην τιμή του πετρελαίου.

Οι ρωγμές στην παγκοσμιοποίηση που βαθαίνουν
με τις παρεμβάσεις του Προέδρου Τραμπ στο τρόπο λειτουργίας του παγκόσμιου
εμπορίου (δασμοί και άλλες συναφείς πρακτικές) και με τις συνέπειες που αυτές
έχουν στο άμεσο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον της ΕΕ.

Η μη ένταξη της Ελλάδος στην νομισματική πολιτική
της πιστωτικής χαλάρωσης

Η μη αγορά των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ
μετά τη λήξη του προγράμματος λόγο του χαμηλού βαθμού πιστοληπτικής ικανότητας
και οι επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα που αδυνατεί να βρει την κανονικότητά
του.
Εκτός όλων των παραπάνω η μη
ενσωμάτωση στις προσδοκίες των περίπου αναμενόμενων εξελίξεων στην Ιταλία οι
οποίες δρουν καταλυτικά στην αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων των χωρών του Ευρωπαϊκού
Νότου.
Θεωρώ επιβεβλημένη την επανεξέταση της κατάστασης της σημερινής
συγκυρίας με βάση τις πρόσφατες εξελίξεις και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις μειωμένες
προσδοκίες σχετικά με τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων του ελληνικού δημοσίου
χρέους.  Μόνο α
ν γίνει μια μεγάλη
εμπροσθοβαρής ελάφρυνση του χρέους –όπως η εξαγορά του δανείου προς το ΔΝΤ
(10,441 δις ευρώ) και την ΕΚΤ (12,853 δις ευρώ) από τα υπολειπόμενα χρήματα που
υπάρχουν στον ελληνικό πρόγραμμα– τότε η Ελλάδα δεν θα έχει καμία μεγάλη
πληρωμή μέχρι το 2023 και έτσι ο κίνδυνος μη πρόσβασης στις αγορές εξαιτίας
εξωτερικών λόγων (Ιταλία κ.λπ.) θα είναι σχεδόν μηδαμινός.
Διαφορετικά μέχρι το 2023 η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει λήξεις χρέους ως
εξής:
2018 : 39,717 δις ευρώ (εκ των οποίων 22,054 δις ευρώ Συμφωνίες Επαναγοράς –
Repo ).
2019: 12,763 δις ευρώ (χωρίς τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό Έντοκα Γραμμάτια ή
Συμφωνίες Επαναγοράς )
2020: 5,018 δις ευρώ (χωρίς τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό Έντοκα Γραμμάτια ή
Συμφωνίες Επαναγοράς )
2021: 5,092 δις ευρώ (χωρίς τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό Έντοκα Γραμμάτια ή
Συμφωνίες Επαναγοράς )
2022 : 9,848 δις ευρώ (χωρίς τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό Έντοκα Γραμμάτια ή
Συμφωνίες Επαναγοράς )
2023 : 12,215 δις ευρώ  (χωρίς τον
βραχυπρόθεσμο δανεισμό Έντοκα Γραμμάτια ή Συμφωνίες Επαναγοράς )
Θεωρώ ότι η αβεβαιότητα θα συνεχίσει να υφίσταται στην ευρωζώνη , για όλους
τους λόγους που έχω αναφέρει , αλλά και λόγο των όποιων εξελίξεων στην Ιταλία ,
η επίδραση των οποίων θα είναι εμφανής σε όλο το 2018.
Η σώφρονα πολιτική αναγνωρίζει τις νέες συνθήκες , τις μελετά προσεκτικά
και ανασκευάζει το σχεδιασμό της ώστε να έχει το μικρότερο δυνατό κόστος στην
οικονομία.