Το υπόδειγμα του πραγματικού ανταγωνισμού

 

 
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη λειτουργία του Διεθνούς
Εμπορίου, θα πρέπει να προστρέξουμε στη θεωρία του «Κλασικού Ανταγωνιστικού Πλεονεκτήματος».
Η θεώρηση αυτή απορρίπτει ολοκληρωτικά τη θεωρία του «Καθαρού Εμπορίου»,  όπως αυτή διατυπώνεται από διάφορα θεωρητικά
υποδείγματα που έχουν κατακλείσει τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια. Σύμφωνα με το
υπόδειγμα του «Κλασικού Ανταγωνιστικού Πλεονεκτήματος» η δομή του εμπορίου
μεταξύ των χωρών κατευθύνεται κυρίως από τις διεθνείς διαφορές στις δυνατότητες
παραγωγής μεταξύ των οποίων προεξάρχοντα ρόλο κατέχει η  τεχνολογία και όχι από τις διαφορές των πόρων.
Ειδικότερα η θεωρία[1] υποστηρίζει ότι οι
σχετικές τιμές των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, και συνεπώς οι όροι εμπορίου
κάθε χώρας, καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο καθορίζονται οι
σχετικές εγχώριες τιμές σε κάθε χώρα.
Έτσι είναι η διαφοροποίηση στους πραγματικούς μισθούς και
στη τεχνολογία μεταξύ των χωρών, η οποία προσδιορίζει τη διεθνή
ανταγωνιστικότητά τους[2]. Και
στις δύο περιπτώσεις, υψηλά κόστη παραγωγής προκαλούν ελλείμματα στις περιοχές
(χώρες) στο εμπορικό τους ισοζύγιο, τα οποία επιχειρείται να καλυφθούν από
αντίστοιχες εισροές κεφαλαίων (επιδοτήσεις και δανεική). Δυστυχώς δεν υπάρχει
καμία δυνατότητα για αυτόματη εξισορρόπηση των εξωτερικών ελλειμμάτων μεταξύ
χωρών που έρχονται σε εμπορικές σχέσεις, όταν υπάρχει διαφοροποίηση τους
πραγματικούς μισθούς και στη τεχνολογία.
Η θεωρία του «κλασικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος»
βασίζεται στη κλασική θεωρία του ανταγωνισμού, η οποία διαφοροποιείται
ουσιαστικά από τον «Τέλειο Ανταγωνισμό» (
Perfect Competition) που υιοθετείται η συμβατική
θεωρία του καθαρού εμπορίου. Στη κλασσική παράδοση, ανταγωνισμός σημαίνει πραγματικός (Real) ανταγωνισμός, με την
έννοια του επιχειρηματικού ανταγωνισμού. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν διάφορες
τακτικές και στρατηγικές, ώστε να κερδίσουν και να διατηρήσουν μερίδια αγοράς.
Το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων αποτελεί τον κύριο παράγοντα για να
επιτύχουν τους στόχους τους. Ο
ανταγωνισμός σε μια χώρα (έθνος –κράτος) καθορίζεται από το νόμο του απόλυτου
κόστους, που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις με υψηλότερο μοναδιαίο κόστος
παραγωγής υποφέρουν από απόλυτο ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Επεκτείνοντας την προηγούμενη ανάλυση στην περίπτωση του
διεθνούς εμπορίου, πάλι θα πρέπει να ισχύει ο πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ
των χωρών. Από τη στιγμή που οι όροι εμπορίου μιας χώρας είναι απλά σχετικές
τιμές εκφρασμένες σε κοινό διεθνές νόμισμα, θα πρέπει να προσδιορίζονται με τον
ίδιο τρόπο όπως, κάθε σχετική τιμή: από
τα σχετικά πραγματικά κόστη.
Επομένως η προσαρμογή των όρων εμπορίου δεν
μπορεί αυτόματα να εξαφανίσει τις ανισορροπίες το εμπορικού ισοζυγίου, όσο δεν
εξισορροπούνται τα πραγματικά κόστη.  Τα
τελευταία, ως γνωστόν, εξαρτώνται από τους πραγματικούς μισθούς και την
παραγωγικότητα, και ενώ το διεθνές εμπόριο επηρεάζει τα δύο μεγέθη, ταυτόχρονα επηρεάζονται  και από πολλούς άλλους κοινωνικούς και
ιστορικούς προσδιορισμούς[3]. Ως
τέτοιου είδους προσδιορισμοί αναφέρονται: η διαφορά στο τεχνολογικό επίπεδο,
στο ημερομίσθιο, στις δομές της αγοράς (το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων, το
ποσοστό συγκέντρωσης, ο ρόλος των ολιγοπωλίων). Συνεπώς, χώρες με ανταγωνιστικό
μειονέκτημα στην παγκόσμια αγορά εμφανίζουν εμπορικό έλλειμμα, τουλάχιστον
μέχρις ότου μειώσουν τα σχετικά τους κόστη.
Τα συμπεράσματα αυτής της εργασία είναι εντελώς αντίθετα
από αυτά της ορθόδοξης θεωρίας. Ο διεθνής
ανταγωνισμός δεν είναι ο μεγάλος εξισορροπιστής.
Ακριβώς όπως ο
ανταγωνισμός εντός ενός έθνους, ανταμείβει τους παραγωγούς χαμηλού κόστους και
τιμωρεί τους αντίστοιχους παραγωγούς με σταθερούς τους άλλους παράγοντες. Ως συμπέρασμα προκύπτει, ότι η πραγματική
συναλλαγματική ισοτιμία δεν μεταβάλλεται αυτομάτως έτσι ώστε να επέλθει
ισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο των διαφόρων χωρών.
Αντιθέτως, η ύπαρξη ανισορροπιών στο εμπορικό ισοζύγιο
αποτελεί μια κανονική κατάσταση, μιας και αυτές αποτελούν τις εμμένουσες
διαφορές στα μοναδιαία πραγματικά κόστη μεταξύ των χωρών. Το άνοιγμα του
εμπορίου μεταξύ χωρών με διαφορετικά μοναδιαία πραγματικά κόστη είναι βέβαιον
ότι δεν θα οδηγήσει στην εξισορρόπηση των εμπορικών ισοζυγίων, ούτε στη
βελτίωση της απασχόλησης. Το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγήσει σε όξυνση των
υφιστάμενων ανισορροπιών.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι το εμπόριο μεταξύ χωρών με
περίπου ίδια μοναδιαία πραγματικά κόστη είναι πιθανότερο να μη δημιουργήσει
ούτε αύξηση των ανισορροπιών, ούτε να δημιουργήσει ουσιαστικές μεταβολές. Τα
χαμηλότερα μοναδιαία κόστη, ιδιαιτέρως το χαμηλότερο μοναδιαίο κόστος εργασίας,
είναι το κλειδί για το απόλυτο πλεονέκτημα κόστους. Αυτό σημαίνει ότι σε
μη-ρυθμισμένο καθεστώς εμπορίου, οι χώρες που ευρίσκονται σε συγκριτικό
μειονέκτημα στην παγκόσμια αγορά θα υποφέρουν από εμπορικό έλλειμμα.
Υπέρ των απόψεων της νεοκλασικής σχολής χρησιμοποιείται,
συχνά,  το γνωστό επιχείρημα ότι :
«πραγματικές συνθήκες ανταγωνισμού δεν έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα, επομένως δεν
μπορούν να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με την αξιολόγηση της
θεωρητικής κατασκευής».
Το επιχείρημα είναι αποδεδειγμένα λανθασμένο, διότι στηρίζεται σε μία
λογικο-θεωρητική κατασκευή απαγωγικής υφής[4],
αποστειρωμένης από εκείνους τους παράγοντες που συνιστούν την ιστορική
πραγματικότητα, στοιχείο απαραίτητο για την ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων.
Αυτό το οποίο παρατηρούμε στην οικονομική ζωή, σε διεθνές επίπεδο, είναι ο
καπιταλιστικός ανταγωνισμός. Δεν υπάρχουν «άλλες» συνθήκες ανταγωνισμού πέρα
από αυτές που ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται κατά τη διάρκεια του βίου του. 

 


[1] Η
κλασική θεωρία του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβάνει τον Smith και τον Ricardo. Αλλά, ενώ ο πρώτος διαμορφωτής
επεκτείνει αυτή τη θεωρία, στην περίπτωση του Διεθνούς Εμπορίου, ο τελευταίος
την υποκαθιστά με μια εντελώς διαφορετική αρχή, όταν συζητά το εμπόριο μεταξύ
εθνών – την αρχή των συγκριτικών κοστών. Η λογική των δύο θεμάτων,
περιλαμβάνοντας τις αντίστοιχες επεξεργασίες τη συναλλαγματικής ισοτιμία, του
Εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου πληρωμών αναπτύσσεται με λεπτομέρειες στο
Shaikh
A. (1999,. 1998, 1996, 1980)
[2] Εντός της κλασικής θεωρίας του «Ανταγωνιστικού Πλεονεκτήματος»
[3] Shaikh Anwar, Globalization and the
Myth of Free Trade, Paper for the Conference on Globalization and the Myths of
Free Trade, April 5, 2003,
New School University, New York.
[4] Δες: Κ. Μελάς, Η
Ατελέσφορη Επιστήμη, Ευρασία 2013.