Οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Οι  φθινοπωρινές προβλέψεις  για την εξέλιξη των βασικών μακροοικονομικών
μεγεθών της ΕΕ που είδαν πρόσφατα (8.11.2017)  το φως της δημοσιότητας  δείχνουν μια περισσότερο συγκρατημένη εικόνα
για τα μεγέθη το έτος 2017 σε σχέση με τις αντίστοιχες εαρινές προβλέψεις της ΕΕ
αλλά και με τον προϋπολογισμό του 2017.Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν ο
ρυθμός μεγέθυνσης για το 2017 θα είναι 1,6%. Αυτό το αποδίδει στο ότι,
τουλάχιστον έως και το πρώτο εξάμηνο που υπάρχουν στοιχεία, έχουμε μικρότερη
επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης και μια καθυστέρηση, ειδικά το δεύτερο
τρίμηνο, των επενδύσεων. Η προηγούμενη πρόβλεψή της, τον Μάρτιο του 2017, ήταν
2,1%. Δεδομένου ότι και η Κομισιόν στηρίζεται στις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, θεωρώ
ότι αν κρίνουμε τις εξελίξεις με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που κατέθεσε η
κυβέρνηση έως το 2020 είναι πιο κοντά οι προβλέψεις τους. Το μεσοπρόθεσμο
προβλέπει 1,8% το 2017, μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης 1,3% και αύξηση των
επενδύσεων κατά 5,9%. Και είμαστε πολύ πιο μακριά από τον Προϋπολογισμό για το
2017, που κατέθεσε η κυβέρνηση πριν έναν, περίπου, χρόνο όπου εκεί, ο ρυθμός
μεγέθυνσης ήταν 2,7% για το 2017, αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8%
και αύξηση των επενδύσεων κατά 9,1%.
Αν κάναμε,
λοιπόν, μια εκτίμηση αυτή τη στιγμή θα λέγαμε ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ
το 2017 θα έχει κέντρο το 1,5% με μικρές θετικές ή αρνητικές αποκλίσεις, αρκετά
μακριά από τις αρχικές εκτιμήσεις του 2,7% και 2,8% (ΔΝΤ).
Αν επιχειρήσουμε
να διερευνήσουμε τη σταδιακή μείωση των προβλέψεων (προσοχή των προβλέψεων οι
οποίες πάντοτε υπόκεινται σε υπολογιστικά λάθη) δύο  τουλάχιστον ζητήματα νομίζω ότι έπαιξαν ρόλο
στην αλλαγή των εκτιμήσεων :
  1. Η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της
    Β’ αξιολόγησης.
Πρόκειται ,όπως γίνεται
εύκολα κατανοητό, για μια γενική απόφανση η οποία δεν μπορεί εύκολα να λάβει
συγκεκριμένα ποσοτικά χαρακτηριστικά. Περισσότερο αντανακλά ένα κλίμα που κυρίως
αφορά στην εξέλιξη της επενδυτικής και καταναλωτικής συμπεριφοράς των αντιστοίχων
φορέων στην ελληνική οικονομία. Όμως τίποτε περισσότερο.
  1. Η σημαντική αύξηση του
    πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με τον  στόχο που είχε τεθεί.
Στο σημείο αυτό
τα πράγματα μπορούν να γίνουν περισσότερο συγκεκριμένο. Τούτο διότι είναι δυνατόν
να θεμελιωθεί η θέση ότι το μεγαλύτερο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που
αναμένεται να επιτευχθεί (2,8% έναντι στόχου 1,75%) έχει αρνητικές συνέπειες
στο διαθέσιμο εισόδημα κάτι που λειτουργεί ανασταλτικά στη ζήτηση της οικονομίας
και ως εκ τούτου σε μεγαλύτερο ρυθμό μεγέθυνσής της, στη μείωση της ανεργίας
κτλ.  Μην ξεχνάμε ότι η ιδιωτική
κατανάλωση αποτελεί το 70% στον προσδιορισμό του ΑΕΠ. Από τα στοιχεία της
ΕΛΣΤΑΤ είδαμε ότι το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε το 2016 όπως και τα δυο πρώτα
τρίμηνα του 2017 για τα οποία υπάρχουν στοιχεία. Και το 2018  θα συνεχιστεί η μείωση διότι δεν πρέπει να
ξεχνάμε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε δημοσιονομική προσαρμογή. Και
το 2018 και το 2019 και το 2020
έχουμε συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να παρθούν. Δηλαδή υπάρχει ακόμη η
διαδικασία της δημοσιονομικής προσαρμογής.