Το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας, παρά τα θρυλούμενα και επιδιωκόμενα, δεν μεταβάλλεται. Ίσως και να χειροτερεύει.

 
Επανέρχομαι στο θέμα , το οποίο, κατά
την άποψή μου, θα έπρεπε να αποτελεί πεδίο κύριου προβληματισμού στην παρούσα
συγκυρία.
Το θέμα αφορά στην αλλαγή του
οικονομικού υποδείγματος και ειδικά της παραγωγικής βάσης της οικονομίας , που
αποτελούσε το βασικό στόχο των μεταρρυθμίσεων που ήταν (είναι) ενσωματωμένες
στο μνημονιακό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
  Όπως
έχω επανειλημμένα υποστηρίξει όχι μόνο οι εξελίξεις δεν δικαιώνουν τις
επιδιώξεις του προγράμματος αλλά μάλλον τα πράγματα εξελίσσονται προς το
χειρότερο.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία (Μάριος
2011-Μάρτιος 2017) του  Γενικού Εμπορικού
Μητρώου (ΓΕΜΗ), αναφορικά με το ισοζύγιο των συστάσεων και διαγραφών σε κάθε
επιμέρους νομική μορφή επιχείρησης  
Η οικονομική κρίση και η περιορισμένη
πρόσβαση στη χρηματοδότηση (μέσω του τραπεζικού δανεισμού καθώς και μέσω των
αγορών κεφαλαίων) επέδρασαν αρνητικά στο ισοζύγιο των συστάσεων και διαγραφών
σε κάθε επιμέρους νομική μορφή επιχείρησης, με εξαίρεση τις ΙΚΕ.
Αναλυτικότερα, στην κατά νομική μορφή
ανάλυση παρατηρούνται τα εξής:
 α) Στις ανώνυμες εταιρίες (Α.Ε.) το σωρευτικό
ισοζύγιο συστάσεων και διαγραφών παρουσιάζει πτωτική τάση από το τέλος του
2013, η οποία επιταχύνθηκε από το φθινόπωρο του 2015 και έπειτα, καθώς οι διαγραφές
ενισχύθηκαν σημαντικά περισσότερο έναντι των συστάσεων.
β) Το σωρευτικό ισοζύγιο συστάσεων-διαγραφών
των ετερόρρυθμων εταιριών (Ε.Ε.) καταγράφει φθίνουσα πορεία από τα τέλη του
2012 με αποτέλεσμα να γίνει αρνητικό στο τέλος του 2016, για πρώτη φορά την επισκοπούμενη
περίοδο.
 γ) Δυσμενέστερη είναι η εικόνα που
παρατηρείται στο σωρευτικό ισοζύγιο των ομόρρυθμων εταιριών (Ο.Ε.), το οποίο
ήδη από τις αρχές του 2014 λαμβάνει αρνητικές τιμές, καθώς ολοένα περισσότερες
επιχειρήσεις αυτής της νομικής μορφής διαγράφονται. Μάλιστα, στις αρχές του
τρέχοντος έτους παρατηρήθηκε ότι κατά την τελευταία 6ετία σωρευτικά διαγράφηκαν
περίπου 10.000 περισσότερες επιχειρήσεις αυτής της νομικής μορφής έναντι
εκείνων που συστάθηκαν.
δ) Το σωρευτικό ισοζύγιο των εταιριών
περιορισμένη ευθύνης (Ε.Π.Ε.) καταγράφει διαρκή πτώση από το φθινόπωρο του 2013
και, όμοια με τις Ε.Ε., από τα τέλη του 2016
και έπειτα κινείται σε αρνητικές τιμές.
ε) Εντονότερη κινητικότητα σε νέες
συστάσεις και διαγραφές παρουσιάζουν οι ατομικές επιχειρήσεις (αυτές
σχετίζονται με τη δράση των ελεύθερων επαγγελματιών και με παροχή υπηρεσιών),
των οποίων το ισοζύγιο παραμένει (με εξαίρεση μερικών μηνών) σε θετικό επίπεδο
κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου.
στ) Τέλος, έντονα θετικό και
προοδευτικά αυξανόμενο είναι το σωρευτικό ισοζύγιο των ΙΚΕ, κυρίως λόγω των διευκολύνσεων
που προβλέπει ο ν. 4072/2012 για τη σύστασή τους (έναντι άλλων νομικών μορφών
που αφορούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις).
ΙΚΕ (Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές  Εταιρίες), οι οποίες, σύμφωνα με τον ν.
4072/2012, είναι δυνατόν να συσταθούν με χαμηλό ή και μηδενικό κόστος, στοιχείο
που διευκολύνει σημαντικά την ίδρυσή τους.
Ο προβληματισμός που γεννάται από τη
φθίνουσα πορεία του σωρευτικού ισοζυγίου συστάσεων- διαγραφών και την
αυξανόμενη συμβολή νομικών μορφών που αφορούν κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις
μικρού μεγέθους (ΙΚΕ και ατομικές επιχειρήσεις) εντείνεται αν στην ανάλυση
συμπεριληφθούν ορισμένες ποιοτικές παράμετροι.
 Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα
πρόσφατης μελέτης της Endeavor Greece,
Ελληνική επιχειρηματικότητα σε αριθμούς, 1 Φεβρουαρίου 2017, Endeavor Greece.
http://endeavor.org.gr/meletes/),  το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων που
συστάθηκαν το 2016 εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται σε κλάδους με
προσανατολισμό την εγχώρια κατανάλωση (κατά κύριο λόγο αφορούν την εστίαση και
τη διασκέδαση) και όχι σε κλάδους μεταποίησης ή υψηλού τεχνολογικού
περιεχομένου. Εξαίρεση συνιστά η θετική συμβολή των τουριστικών επιχειρήσεων οι
οποίες έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό.
Επιπρόσθετα, σε πρόσφατη μελέτη του
Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (. Εθνικό
Κέντρο Τεκμηρίωσης (2016), Η δημογραφία των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας
στην Ελλάδα: Σύσταση και διαγραφή επιχειρήσεων την περίοδο 2011-2015, καθώς και
τις μελέτες στις οποίες γίνονται παραπομπές),
που αφορά την περίοδο
2011-2015, επισημαίνεται ότι το ισοζύγιο μεταξύ συστάσεων και διαγραφών
επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας στη μεταποίηση και υψηλής τεχνολογίας έντασης
γνώσης στις υπηρεσίες διευρύνεται αρνητικά υπέρ των διαγραφών από το 2013 και
έπειτα. Η εξέλιξη αυτή, δεδομένων των
χρονικών υστερήσεων με τις οποίες επιδρά, περιορίζει το τεχνολογικό περιεχόμενο
και την ένταση γνώσης των παραγόμενων και εξαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών,
υπονομεύει τη διάχυση των νέων τεχνολογιών και την απασχόληση του υψηλά
καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και εν τέλει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές
τις ελληνικής οικονομίας.
 Οι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας στην ελληνική  μεταποίηση είναι οι ακόλουθοι (σε παρένθεση οι
διψήφιοι κωδικοί NACE Rev.2): παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων και
φαρμακευτικών σκευασμάτων (21), κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών,
ηλεκτρονικών και οπτικών προϊόντων (26). Οι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας έντασης
γνώσης στις υπηρεσίες είναι οι ακόλουθοι: παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών,
βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων, ηχογραφήσεις και μουσικές εκδόσεις (59),
δραστηριότητες προγραμματισμού και ραδιοτηλεοπτικών εικόνων (60),
τηλεπικοινωνίες (61), δραστηριότητες προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών,
παροχής συμβουλών και συναφείς δραστηριότητες (62), δραστηριότητες υπηρεσιών
πληροφορίας (63), επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη (72).(Τράπεζα της Ελλάδος, Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, Ιούνιος
2017).
Συνεπώς, το τελευταίο διάστημα
παρατηρείται αυξανόμενη συμβολή νομικών μορφών που αφορούν κατά κύριο λόγο
επιχειρήσεις μικρού μεγέθους (όπως ΙΚΕ και ατομικές επιχειρήσεις) και
αντίστοιχη υποχώρηση της θετικής συμβολής των Α.Ε. (που συνήθως είναι
μεγαλύτερου μεγέθους εταιρίες) στο σωρευτικό ισοζύγιο συστάσεων-διαγραφών. Αυτό
ενδέχεται να έχει ως συνέπεια την αύξηση του μεριδίου των μικρών επιχειρήσεων
στην ελληνική οικονομία, εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει αρνητικές προεκτάσεις
στο βαθμό που η πλειοψηφία των νέων επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται ακόμη από
χαμηλή ένταση τεχνολογίας και γνώσης.
Σύμφωνα με τη Eurostat, μικρομεσαίες
(ΜΜΕ) θεωρούνται οι επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους
και ταξινομούνται στις ακόλουθες κατηγορίες: πολύ μικρές επιχειρήσεις
(λιγότεροι από 10 εργαζόμενοι), μικρές επιχειρήσεις (10-49) και μεσαίες επιχειρήσεις
(50-249). Στην Ελλάδα, κατά το 2012, οι ΜΜΕ αντιπροσώπευαν το 86,5% της
απασχόλησης και το 72,8% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) των μη
χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Τα αντίστοιχα μερίδια για τις πολύ μικρές
επιχειρήσεις ήταν 58,6% της απασχόλησης και 35,9% της ΑΠΑ, για τις μικρές και
μεσαίες 17,0% και 10,9% της απασχόλησης και 20,1% και 16,8% της ΑΠΑ αντίστοιχα
(οι μεγάλες επιχειρήσεις, με προσωπικό πάνω από 250 άτομα, αντιπροσώπευαν το
13,5% της απασχόλησης και το 27,2% της ΑΠΑ). Η συμβολή των ΜΜΕ στην ΑΠΑ ήταν
13,5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη από τη συμβολή τους στην απασχόληση (για
τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ήταν 22,7 ποσ. μον. μικρότερη), γεγονός που
αποκαλύπτει και το χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας για αυτές τις
επιχειρήσεις. Στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-28), οι ΜΜΕ
αντιπροσώπευαν το 67,1% του εργατικού δυναμικού στο μη χρηματοπιστωτικό τομέα
και το 57,3% της ΑΠΑ το 2012, ενώ οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το
29,1% του εργατικού δυναμικού στο μη χρηματοπιστωτικό τομέα και το 21,0% της
ΑΠΑ. ).(Τράπεζα της Ελλάδος, Έκθεση για
τη Νομισματική Πολιτική, Ιούνιος 2017).
 Ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να έχει ως
αποτέλεσμα λιγότερες ευκαιρίες για δημιουργία οικονομιών κλίμακας, μικρότερη
δυνατότητα πραγματοποίησης και χρηματοδότησης έρευνας και καινοτομίας στο
εσωτερικό των επιχειρήσεων, αυξανόμενα κόστη και υψηλότερους φραγμούς στην
πρόσβαση σε νέες εξαγωγικές αγορές και μικρότερες δυνατότητες διασύνδεσης με
διεθνή δίκτυα διανομής και παραγωγής και συνεπώς χαμηλότερη παραγωγικότητα.
Ταυτόχρονα,
τα τελευταία έτη καταγράφεται αρνητικό ισοζύγιο μεταξύ συστάσεων και διαγραφών
επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης, εξέλιξη που έχει ως αποτέλεσμα
την υποβάθμιση του τεχνολογικού περιεχομένου των νέων επιχειρήσεων και την
εξειδίκευση σε κλάδους εντάσεως εργασίας, ενώ παράλληλα δεν φαίνεται να
ενισχύεται ο εξαγωγικός προσανατολισμός των επιχειρήσεων (με εξαίρεση τη θετική
συμβολή του τουρισμού). Όλα τα ανωτέρω υποδηλώνουν την ύπαρξη σημαντικών δυσχερειών
στην αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας προς ένα εξωστρεφές υπόδειγμα
οικονομικής ανάπτυξης που θα βασίζεται σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής
προστιθέμενης αξίας.
Κλείνοντας
αυτή μας την παρέμβαση θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η επερχόμενη «αναδιάρθρωση»
των επιχειρηματικών μη αποτελεσματικών δανείων που κατέχει το τραπεζικό σύστημα
σίγουρα θα συμβάλλει, μεσοπρόθεσμα, στην επιδείνωση της εικόνας που παρουσιάζει
το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας.