Συνέντευξη Κ.ΜΕΛΑ στην Εφημερίδα «Η ΕΠΟΧΗ».


Συνήθως η συζήτηση για την οικονομία περιορίζεται
στο δημοσιονομικό πεδίο. Ωστόσο, τα στοιχεία που αφορούν την πραγματική
οικονομία παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Διότι αν δεν είχαν καταγραφεί αυξήσεις, έστω
και μικρές, σε αυτό τον τομέα, ίσως δεν θα είχαμε και αυτή την υπεραπόδοση.
Είναι έτσι;
Πράγματι, η οικονομική ανάλυση της κυβέρνησης,
αλλά και γενικότερα η δημόσια συζήτηση, περιστρέφεται γύρω από τα δημοσιονομικά
στοιχεία, με στόχο το ένα κόμμα να «εξοντώσει» λεκτικά και επικοινωνιακά το
άλλο. Όμως, έτσι δεν αποτυπώνεται η πραγματικότητα, την οποία θα έπρεπε να
υπερασπίζεται η κυβέρνηση, ώστε να μην διαστρέφεται από την αντιπολίτευση. Τα
μακροοικονομικά μεγέθη, λοιπόν, για το 2016 είναι σχετικά καλύτερα από ότι
αναμέναμε. Δηλαδή, προβλέπεται ότι πιθανότατα θα φτάσουμε στο 0 ή στο +0,1%
μεγέθυνση του ΑΕΠ, σε σχέση με το -0,3% που περιμένουμε. Αυτό σημαίνει ότι οι
προσδιοριστικοί παράγοντες μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα πάνε καλύτερα. Βέβαια, η
λιτότητα εξακολουθεί να υπάρχει και το διαθέσιμο εισόδημα συνεχίζει να
μειώνεται. Αλλά δεν πρέπει να παραβλέπονται και οι υπόλοιποι παράγοντες, οι
οποίοι συμβάλλουν στη μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των λιανικών
πωλήσεων.
Ποιοι είναι αυτοί; Να τους δούμε αναλυτικά;
Πρώτον είναι η -έστω
και μικρή- μείωση της ανεργίας, παρά τις εργασιακές σχέσεις που όλοι γνωρίζουμε
πως έχουν διαμορφωθεί. Αυτό σημαίνει ότι μπαίνουν νέοι εργαζόμενοι στην αγορά
εργασίας και επομένως δημιουργούνται νέα εισοδήματα, τα οποία καταναλώνονται. Δεύτερον,
άνθρωποι που έχουν ακόμα καταθέσεις στις τράπεζες, προκειμένου να διατηρήσουν
ένα επίπεδο εισοδήματος, παίρνουν από τις αποταμιεύσεις τους. Όμως, ο
σημαντικότερος παράγοντας είναι ο πρώτος. Μια μείωση της ανεργίας, έστω και με
αυτή τη μορφή της τάξης του 1-1,5%, σημαίνει ότι μπαίνουν πολλά νέα εισοδήματα
στην αγορά. Αυτή καταγράφεται, λοιπόν, ως αύξηση του όγκου των μισθών για το
2016, η οποία άγγιξε το 0,8-1%. Τρίτον, καταγράφηκε αύξηση του
ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (8-8,5%), που διαψεύδει το επιχείρημα
πως δεν γίνονται επενδύσεις. Το στοιχείο αυτό προκύπτει από την αύξηση των
κατασκευών, παρότι δεν παρατηρείται αύξηση της ιδιωτικής οικοδομικής
δραστηριότητας, η οποία υπολογίζεται βάσει των οικοδομικών αδειών. Για
παράδειγμα, το τρίτο τρίμηνο του 2016, ο όγκος της παραγωγής της κατασκευής (ο
γενικός δείκτης) παρουσιάζει αύξηση 77% (55% στα κτίρια και 93,9% στις
υποδομές). Αυτά τα στοιχεία, βέβαια, δεν έχουν άμεση συνέπεια στην τσέπη των
ανθρώπων, αλλά μακροοικονομικά έχουν τη σημασία τους, αλλιώς δεν θα μπορούσαμε
να έχουμε τη μεγέθυνση του ΑΕΠ που καταγράφεται. Τέταρτος παράγοντας
είναι η βελτίωση των εξαγωγών, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, κατά 1%.
Επομένως, η τελική καταναλωτική δαπάνη έχει αυξηθεί το πρώτο 9μηνο του έτους,
τα νοικοκυριά έχουν αυξήσει την καταναλωτική τους δαπάνη και η ελληνική
κυβέρνηση έχει μειώσει λίγο τις δαπάνες της. Η παραπάνω τάση επιβεβαιώνεται και
στα προσωρινά στοιχεία του Οκτωβρίου- Νοεμβρίου 2016.  Αυτοί οι παράγοντες είναι που γεννούν ένα
κλίμα σταθεροποίησης στα μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας. Και πρόκειται
για ένα σημαντικό βήμα μπροστά σε μια κατάσταση, η οποία ήταν διαφορετική τόσα
χρόνια, το οποίο δεν πρέπει να υποτιμάται.
Μιλώντας για την υπεραπόδοση εσόδων υπάρχει και το
μέτωπο της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Όπως δήλωσε, ωστόσο, ο υπουργός
Οικονομικών στη βουλή, ο αγώνας αυτός αποδείχθηκε πιο δύσκολος, από ότι
αναμενόταν. Είναι όντως τόσο δύσκολο εγχείρημα;
Είμαι από τους λίγους Έλληνες που υποστηρίζω ότι η
μάχη κατά της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς είναι πάρα πολύ δύσκολη στην
Ελλάδα. Όποιος βάζει μεγάλους στόχους όχι μόνο πέφτει έξω, αλλά δίνει άλλοθι
και επιχειρήματα στους ξένους. Διότι ένα βασικό επιχείρημα των ξένων ενάντια
στην ελληνική οικονομία, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, είναι ότι υπάρχει μεγάλη
φοροδιαφυγή και διαφθορά, με αποτέλεσμα να ζητούν όλο και περισσότερα μέτρα
στηριζόμενοι στην άμεση απαίτηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Μάλιστα,
υπολογίζεται ότι φοροδιαφυγή στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 26-27%. Φυσικά
πρέπει να συνυπολογίσουμε τη δομή της ελληνικής κοινωνίας, όπου υπάρχει ένα
35-37% αυτοαπασχολούμενων, κάτι που δεν υπάρχει στις άλλες χώρες όπου η μισθωτή
εργασία ξεπερνά το 90-95%. Και ας μην ξεχνάμε ότι η φοροδιαφυγή στη Γερμανία
είναι στο 17%. Καθόλου μικρό ποσοστό. Η φοροδιαφυγή είναι ένα δομικό πρόβλημα
της χώρας και φυσικά πρέπει να καταπολεμηθεί. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει με πολύ
προσεκτικά βήματα και χωρίς μεγάλες κορώνες.
Επομένως, ξεκινάμε από μια καλή αφετηρία για το
2017;
Μακροοικονομικά σίγουρα. Εδώ υπάρχει και το εξής
μεγάλο θέμα: ξεκινάς από μια καλή βάση στο δημοσιονομικό πλεόνασμα, που
υπολογίζεται ότι θα φτάσει το 0,7% του ΑΕΠ, μετά τη χορήγηση των 617 εκατ. προς
τους συνταξιούχους. Και όπως είπαμε, έχουμε καλύτερο κλίμα στην αγορά ως προς
τα μακροοικονομικά μεγέθη. Επομένως, συνεχίζοντας η Ελλάδα αυτό το πρόγραμμα,
ανεξαρτήτως της ορθότητάς του ή μη, το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης θα
συμβάλει στη μεγέθυνση της οικονομίας. Αν δεν κλείσει αυτή, όσο περνά ο χρόνος
πιθανότατα θα χάσουμε το καλό μομέντουμ που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Όμως,
εκτιμώ πως θα κλείσει, αφού επέλθει ένας συμβιβασμός σε αυτά που ζητάει το ΔΝΤ,
το οποίο μάλλον θα αποκτήσει πια το ρόλο του συμβούλου, όπως έγινε με το
μνημόνιο του 2015.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα μπορέσει η Ελλάδα να
βγει στις αγορές εντός του 2017;
Όπως προβλέπεται από το πρόγραμμα, στο δεύτερο
εξάμηνο του 2017, θα αναγνωριστεί στην Ελλάδα η δυνατότητα -αν πληροί τις
προϋποθέσεις- να κάνει μια δοκιμαστική έξοδο στις αγορές, για να καλύψει έτσι
ορισμένες ανάγκες από το τέλος του προγράμματος. Αυτή η στιγμή θα είναι πολύ
κρίσιμη. Για αυτό πρέπει η χώρα να μπορεί να αποδείξει ότι έχει πετύχει έως
τότε αυτά που απαιτούνται, ώστε η εμπιστοσύνη και οι προσδοκίες να συνεχίσουν
να είναι θετικές.
Ένας αυτόνομος παράγοντας που πρέπει να δούμε
είναι οι τράπεζες. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι για πρώτη φορά το 2016 θα
έχουν μικρά κέρδη. Ο τραπεζικός τομέας θα μπορέσει να συνεισφέρει το 2017 στην
θετική πορεία της οικονομίας;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή δεν είναι η
έλλειψη ρευστότητας, η οποία θα συνεχίσει να υπάρχει και το 2017, αλλά η
επίλυση του θέματος των διοικήσεων των τραπεζών. Οι τράπεζες ακόμα δεν έχουν
καταφέρει να ορθοποδήσουν όσον αφορά τις διοικήσεις τους και επομένως το
σχεδιασμό τους για το τι θα κάνουν. Για παράδειγμα, δεν είμαστε σίγουροι τι θα
γίνει στην Εθνική ή στην Τράπεζα Πειραιώς. Το πιο σημαντικό, κατά την άποψή
μου, διακύβευμα είναι ο ρόλος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ο
μόνιμος εποπτικός μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (
SSM) επιζητεί -κατά τις πληροφορίες που υπάρχουν- να σταματήσει ο θεσμικός
ρόλος παρέμβασης του ΤΧΣ προς τις τράπεζες. Να παραμείνει, δηλαδή, το κράτος ως
απλός μέτοχος και ως τέτοιος να λειτουργεί, ώστε την εποπτεία του τραπεζικού
συστήματος να την έχει ο
SSM και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Αυτό είναι κρίσιμη διαφωνία…
Βεβαίως και φοβάμαι ότι ακόμα και αν λυθεί το θέμα
των διοικήσεων, επειδή τα διοικητικά συμβούλια θα γεμίσουν σιγά σιγά από
ξένους, ότι ο τρόπος λειτουργίας των τραπεζών θα αρχίσει να διαφοροποιείται από
αυτό που έχουμε συνηθίσει. Δηλαδή, τα κριτήρια χορηγήσεων θα γίνουν πιο σκληρά,
οι αναλύσεις θα γίνουν πιο αυστηρές και δεν ξέρω αν αυτό είναι χρήσιμο σε μια
περίοδο όπου η οικονομία χρειάζεται ρευστότητα.
Τα ρεπορτάζ αποδίδουν σταθεροποίηση στις τράπεζες
για το 2016. Είναι όντως βελτιωμένη η κατάσταση, ώστε να βελτιωθεί και η
δυνατότητα ρευστότητας;
Πράγματι θα παρουσιάσουν κέρδη, αλλά επιμένω πως
το κύριο πρόβλημα είναι αυτό των διοικήσεων. Θεωρώ, ωστόσο, πως το 2017 θα
είναι δύσκολη η χορήγηση ρευστότητας, εκτός αν η Ελλάδα ενταχθεί στην ποσοτική
χαλάρωση. Και ας μην θεωρούμε πως αυτά τα 3 δισ. της ποσοτικής χαλάρωσης θα
πάνε στο ελληνικό κράτος, οι τράπεζες θα τα εισπράξουν. Από εκεί και πέρα, η
τράπεζα, ως μεσολαβούσα αρχή, θα τα διοχετεύσει, με δικά της κριτήρια, στην
πραγματική οικονομία. Και εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα που συναντάμε στην
Ευρώπη, γιατί εκεί δεν πάνε στην οικονομία. Παρόλα αυτά είναι καλύτερο να έχουν
μια ρευστότητα, έστω και αν την αποθηκεύουν στην κεντρική τράπεζα παρά να μην
έχουν καθόλου.
Κάνει εντύπωση που όλες οι τράπεζες πωλούν τις
θυγατρικές τους στο εξωτερικό. Που αποβλέπουν;
Αυτό γίνεται στο πλαίσιο του μνημονίου. Και δεν
περιορίζονται μόνο στις θυγατρικές που εδρεύουν στο εξωτερικό, αλλά σε σειρά
περιουσιακών στοιχείων στο εσωτερικό της χώρας, όπως ξενοδοχεία. Δεν θα με
εκπλήξει αν το επόμενο διάστημα πωλήσουν και τις ασφαλιστικές τους εταιρείες.
Με αυτές τις κινήσεις αποβλέπουν στη μείωση του ενεργητικού τους και στην
απόκτηση μεγαλύτερης ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας. Με άλλα λόγια,
πουλάνε για να καλύψουν τα κενά τους. Η Εθνική πρόλαβε και πούλησε τη
Finansbank, διότι τώρα έχω την εντύπωση ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει. Έτσι,
βέβαια, σκοτώνουν επενδύσεις, συρρικνώνεται το τραπεζικό σύστημα.
Πολύ συζήτηση γίνεται για τη λύση που βρήκε το
ιταλικό κράτος για τη διάσωση της Monte dei Paschi di Siena. Μας εξηγείς τι
αποφασίστηκε σχετικά;
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τα stress test που είχε κάνει τον Ιούνιο
είχε πει ότι η Monte dei Paschi di Siena χρειάζεται 5 δισ. για την ανακεφαλαιοποίησή
της. Τώρα, με την πάροδο αυτών των πέντε μηνών, τα νέα τεστ -που έγιναν σύμφωνα
με το κακό σενάριο, όπως έκαναν και στην ελληνική περίπτωση- απαιτούν 8,8 δισ.
Το ιταλικό κοινοβούλιο ψήφισε ένα νόμο την περασμένη βδομάδα, που δίνει κρατική
στήριξη 20 δισ. στις τράπεζες της χώρας. Όπως ξέρεις, όμως, σύμφωνα με το
bail in, που ισχύει από 1.1.2016, για να μπορέσει το
δημόσιο να μπει σε βοήθεια, χρειάζεται να αναλάβουν το κόστος και οι μέτοχοι,
τα τραπεζικά ομόλογα και αν δεν επαρκούν αυτοί να προστεθούν και οι καταθέτες
πάνω από 100.000 ευρώ. Αυτό που όρισε ο ιταλικός νόμος είναι να βάλει 4,5 δισ.
το ιταλικό δημόσιο και 4,3 δισ. να προέλθουν από τη μετατροπή τραπεζικών
ομολόγων σε μετοχές. Από αυτά τα 4,3 δισ., τα 2 δισ. αφορούν φυσικά πρόσωπα,
τους μικροομολογιούχους. Αυτά τα ομόλογα θα μετατρέψει σε μετοχές στην
ονομαστική τους αξία, δηλαδή στο 100% της αξίας τους όχι στη μειωμένη τρέχουσα
-ονομαστική, άρα δεν θα χάσουν. Τα υπόλοιπα 2,3 δισ., θα αγοραστούν στο 70% της
ονομαστικής τους αξίας και αφορούν θεσμικούς επενδυτές. Αυτοί θα χάσουν. Στην
Ιταλία, λοιπόν, θα γίνει αυτό που πρέπει κάθε ευνομούμενο κράτος να κάνει και
δεν συνέβη στην Ελλάδα με το
PSI. Και αυτό δεν το κάνει μόνο για οικονομικούς
λόγους, αλλά και για κοινωνικούς και πολιτικούς, διότι δεν νοείται να κόβονται
και να κουρεύονται οι αποταμιεύσεις των μικρομολογιούχων που εμπιστεύτηκαν το
δημόσιο.
Αυτό, όμως, δεν είναι παράκαμψη του bail in; Η Γερμανία
ήδη δήλωσε τη δυσανασχέτησή της.
Σύμφωνα με τους Ιταλούς όχι. Εκπρόσωπος του υπουργείου
Οικονομικών της Γερμανίας, βέβαια, κάλεσε την Κομισιόν και την ΕΚΤ να ασκήσει
τον εποπτικό της ρόλο. Νομίζω ότι η μοναδική σύγκρουση, αν θα υπάρξει, είναι αν
θα δεχθούν το 100% της αξίας των μικροομολογιούχων. Αλλά η Ιταλία , πιστεύω ότι
 δεν θα υποχωρήσει σε αυτό, διότι αν το
κάνει το κόμμα του Γκρίλο, το Κίνημα των 5 Αστέρων, θα πάει στο 50%.