Μια από τα ίδια.

Σε αντίθεση με το όσους  είχαν ελπίσει  ότι η βαθειά πολύπλευρη  κρίση που διέρχεται η χώρα θα οδηγούσε σε στοιχειώδη
ποιοτική αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτικών κομμάτων της χώρας,  η αδήριτη πραγματικότητα δικαιώνει όλους όσοι
είχαν τολμήσει να υποστηρίξουν (ζουν) ότι αντιθέτως αυτή όχι μόνο θα παραμείνει
η ίδια αλλά και θα κατρακυλήσει σε χειρότερα επίπεδα. Μάλιστα η συμπεριφορά των
πολιτικών κομμάτων οδηγεί σε οδυνηρές σκέψεις ότι τελικά «δεν υπάρχει πολιτικό
κόμμα που να μη μαίνεται κατά της πατρίδας»(Paul Valery, Πνεύμα και Πολιτική).
Δυστυχώς κανένα πολιτικό κόμμα για το ζήτημα αυτό δεν δίνει καμία
εξήγηση.  Καθένα έχει τα δικά του
σκοτεινά σημεία, τις κρυφές του εκατόμβες και τα ανομολόγητα όνειρά του. Τους
θησαυρούς του από απερίσκεπτα πράγματα και από προπέτειες. Όσα λησμόνησε στα
σχέδιά του και όσα θέλει να κάνει να ξεχάσουν οι άλλοι. Αποσύρουν, προκειμένου
να επιβιώσουν, όλα εκείνα τα οποία υπόσχονται προκειμένου να εξασφαλίσουν την
ύπαρξή τους.  Συμπεριφέρονται
«λαϊκιστικά»  όσο βρίσκονται εκτός
εξουσίας και άλλο τόσο και
περισσότερο  όταν βρίσκονται στην
εξουσία. 
Μια απλή ματιά
φθάνει, για να γίνει αντιληπτό ότι : ο Σύριζα θέλει να παραμείνει στην εξουσία,
η Νέα Δημοκρατία να επανέλθει στην εξουσία, το ΠΑΣΟΚ να ξανακερδίσει τη χαμένη
θέση του στο πολιτικό σκηνικό, το ΚΚΕ να διατηρήσει απλά την επιρροή του, η
Χρυσή Αυγή  να ξεμπλέξει με τις
δικαστικές περιπέτειες της, Το Ποτάμι πως θα επιβιώσει ως παραπόταμος πια
κάποιου μεγαλύτερου ποταμού. Όλα τα υπόλοιπα «νέα» σχήματα να εκμεταλλευτούν το
ρευστό σκηνικό μπας και μπορέσουν να «πωλήσουν» τον εαυτό τους σε όσο υψηλότερη
τιμή στο πολιτικό παζάρι. Εν τω μεταξύ «η
Ελλάδα ταξιδεύει»
(Γ. Σεφέρης).  
Η συνεχής προσπάθεια των πολιτικών κομμάτων να επιβάλλουν τη
βούλησή τους στον (εγχώριο) αντίπαλο αφενός τα κολακεύει, αφετέρου μπορεί να
καταστρέψει την χώρα. Πολλές φορές συμβαίνει να επιτυγχάνεται η επιβολή της
βούλησης επί των αντιπάλων αλλά άλλες τόσες φορές μπορεί να αποδειχθεί (ή έχει
αποδειχθεί) μοιραία. Τα συμφέροντα της χώρας δεν πρέπει να συγχέονται με τις
προσδοκίες κάθε πολιτικού κόμματος. Η εκπλήρωση των επιθυμιών τους δεν μας
απομακρύνει από τη δυστυχία ή και τον χαμό της χώρας.
Πάντοτε η πολιτική θεμελιώνεται στην αδιαφορία της
πλειονότητας των ενδιαφερομένων
σιωπηλή πλειοψηφία όπως υποστήριζε ο Ρ. Νίξον
), χωρίς την οποία δεν υπάρχει
δυνατότητα πολιτικής.  Υπ’ αυτή την
έννοια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής είναι η
τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά.
Στις  μέρες μας , λόγω των σημαντικών
κοινωνικών διεργασιών και των  αλλαγών
που έχουν επέλθει  σε όλες τις στιγμές
του κοινωνικού γίγνεσθαι (πολιτική, οικονομική, πολιτιστική),   η ανάγκη συνεχούς αναφοράς «στην έννοια της ισότητα ως βασικού
στοιχείου της έννοιας του λαϊκισμού»
(Π.
Κονδύλης : Η παρακμή του Αστικού πολιτισμού)
 και της κυρίαρχης  σύγχρονης μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας  καθίσταται απολύτως αναγκαία , με αποτέλεσμα
το δομικό χαρακτηριστικό της πολιτικής , που αναφέραμε αμέσως παραπάνω, να
λαμβάνει την εξής  μορφή : να εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να
αποφασίζουν για πράγματα με τα οποία δεν συμφωνούν
. Με απλά λόγια καλούνται
να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία επικύρωσης ήδη προαποφασισμένων λύσεων ή
επιλεγμένων με προσεκτικά κριτήρια εναλλακτικών προτάσεων , που όμως καταλήγουν
στον ίδιο παρανομαστή.  Ο εγκλωβισμός
είναι απόλυτος   και θανατηφόρος. Το πολιτισμικό DNA του
ελληνικού πολιτικού συστήματος  είναι δεδομένο.
Βεβαίως και της ελληνικής κοινωνίας (Κ .Μελάς,
Το αφόρητο βουητό του κενού).
Οι όποιες μεταλλαγές είναι αργόσυρτες  και βασανιστικές. Υπάρχουν  και προσπάθειες βίαιων μεταλλαγών  οι οποίες λόγω ότι πρωτίστως ενδύονται τεχνικά
χαρακτηριστικά καταλήγουν σε αποτυχίες δυσκολεύοντας περαιτέρω τον «εκσυγχρονισμό»
 της χώρας.  
 Το έργο ,αυτό, στην
Ελλάδα, επαναλαμβάνεται συνεχώς από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Εμπειρικά
απολύτως επιβεβαιωμένο (Κ. Μελάς :Μικρά
Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία)
. Τα πολιτικά κόμματα εξακολουθούν να έχουν
την ίδια συμπεριφορά , που χρησιμοποιούν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους,  προκειμένου να παρουσιάσουν στο λαό είτε νίκες
και θριάμβους τους είτε δραματικές μεταξύ τους συγκρούσεις  και «καταγγελίες» κατά αντιπάλων.
 Συγχρόνως , όμως, υπήρξαν
περίοδοι στην ελληνική ιστορία , που επήλθε υπέρβαση αυτής της πάγιας
κατάστασης των πολιτικών πραγμάτων, με αποτέλεσμα  σημαντικότατη  ωφέλεια για την χώρα (χαρακτηριστικό
παράδειγμα η περίοδος 1910-1920), μάλιστα μετά από έναν οδυνηρό Διεθνή
Οικονομικό Έλεγχο και μια πολιτική κατάσταση που  αντανακλούσε ισχυρή κυβερνητική  αστάθεια (αξίζει να μελετήσουμε προσεκτικά την
περίοδο 1897-1910).   
  Όμως κανείς δεν θα πρέπει να προβλέπει με βάση
την ιστορία.  Άλλωστε η ιστορία είναι ένα
από τα πιο επικίνδυνα προϊόντα που παρήγαγε ο ανθρώπινος εγκέφαλος, αν
χρησιμοποιηθεί ιδεολογικά. Κάνει τους  ανθρώπους
να ονειρεύονται, τους δημιουργεί ψευδοαναμνήσεις , καθιστά υπερβολικά τα
ανακλαστικά τους, διατηρεί ανοικτές τις παλιές πληγές τους, τους απομακρύνει
από την πραγματικότητά τους , στερώντας τους τη δυνατότητα να πράξουν όπως οι πραγματικές
ανάγκες  επιβάλλουν.