Περί λαϊκισμού και άλλων τινών

 
Μια από τις βασικές έννοιες, μέσω της οποίας επιχειρείται να επε­ξηγηθούν οι σημερινές πολιτικές εξελίξεις, είναι αναμφισβήτητα αυ­τή του λαϊκισμού. Γνωστή ως έννοια, φορτισμένη κυρίως με
αρνητι­κές συνδηλώσεις, πολυχρησιμοποιημένη κυρίως από τις πολιτικές ελίτ, οι οποίες, αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση της χώρας, τη χρη­
σιμοποιούν κατά κόρον ενάντια στις προτάσεις και
στις απόψεις των αντιπολιτευόμενων πολιτικών ελίτ, οι οποίες αγωνίζονται να αποτε­λέσουν την ερχόμενη κυβέρνηση. Οι τελευταίες, όταν κερδίσουν την εκλογική διαδικασία και γίνουν κυβέρνηση, χρησιμοποιούν την έννοια του λαϊκισμού εναντίων των πολιτικών τους αντιπάλων ακριβώς όπως και οι προηγούμενες
κυβερνήσεις. Στο πλαίσιο του πολιτικού αντα­γωνισμού, μεταξύ αντιπάλων αρχηγεσιών, κάθε συνάρθρωση «λαϊ­κών» αιτημάτων θα καταγγέλλεται, από τους κατέχοντας συγκυριακά την κυβέρνηση, ως «λαϊκίστικη». Ό,τι είναι για τον έναν «λαϊκό», εί­ναι για τον άλλον «λαϊκίστικο», και αντίστροφα. Πάντοτε ο λαϊκισμός
είναι ο λαϊκισμός του άλλου.
Έτσι, ο λαϊκισμός είναι μια έννοια αρ­νητικά φορτισμένη. Δεν υπάρχει κανένας –είτε είναι πολιτικός είναι διανοούμενος– που να έχει αποδεχτεί τον τίτλο του λαϊκιστή. Όλοι δηλώνουν αντ-λαϊκιστές. Δηλαδή τι ακριβώς δηλώνουν ότι είναι; Ο αρνητικός προσδιορισμός, όπως γίνεται κατανοητό, δεν είναι ικανός να προσδιορίσει τη θέση τους για τον απλό λόγο ότι εννοιολογικά δεν προσδιορίζουν το λαϊκισμό.  Ενώ πυροβολούν ακατάπαυστα το λαϊκισμό περιπτωσιολογικά, αρνούνται πεισματικά να τον ορίσουν.  
Η
έννοια του λαϊκισμού είναι συνυφασμένη,
in senso lato, με την έν­νοια της ισότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια του λαϊκισμού χωρίς άμεση αναφορά στην έννοια της ισότητας. Ισότητα που σαφέ­στατα δε δύναται ποτέ να πραγματωθεί, αλλά, ως έννοια, έχει τρομε­ρή δύναμη στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο. «Λαϊκισμός είναι ο τρόπος με τον οποίο γεφυρώνονται (προσωρινά) η
αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής»
(Π.Κονδύλης). Ενώ οι πολιτικές αρχηγεσίες θα ήθελαν να διατηρήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποδε­χτούν ορισμένες διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που
κολακεύ­ουν τις μάζες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την αποδοχή στην πρά­ξη των διαφόρων αιτημάτων που συνδέονται με τις παραπάνω από­ψεις και αξιώνονται από διάφορες επαγγελματικές ή συντεχνιακές ομάδες.
«Ο εγγενής λαϊκισμός της μαζικής δημοκρατίας κάνει πρωταρχικό καθήκον των μελών των ελίτ να εκδηλώνουν επιδεικτικά, σε κάθε δεδομένη ευκαιρία, πό­σο κοντά βρίσκονται στον απλό άνθρωπο. Μια στάση διαφορετική ερμηνεύεται ως περιφρόνηση των
συνανθρώπων και της ισχύουσας αρχής της ισότητας και τι­μωρείται ανάλογα»
(Π.Κονδύλης)
Ως ιδεολογική έννοια ο λαϊκισμός περιγράφει μια ήδη εμφανι­σθείσα αλλαγή της κοινωνικής βάσης. Στη συνέχεια, βεβαίως «σπρώ­χνει» στη διαμόρφωση της κοινωνικής βάσης σύμφωνα με τη δική του οπτική. Η ιδεολογία δεν περιορίζεται απλώς στην ερμηνεία της κοινωνι­κής πραγματικότητας, αλλά αποβλέπει και στη διαμόρφωσή της με τρόπο συστηματικό.
Αυτό σημαίνει ότι στο πλαίσιο της ιδεολογίας συνυπάρχουν η θεωρητική επεξεργασία και η κοινωνική δραστηρι­οποίηση, η αντίληψη και η κοινωνική παρέμβαση, η ερμηνεία και η πολιτική κινητοποίηση. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι η ιδεολογία, αν θέλει να είναι αποτελεσματική, οφείλει όχι μόνο να ερμηνεύσει, αλ­λά και να
πείσει, όχι μόνο να αντιληφθεί, αλλά και να παρακινήσει, όχι μόνο να
προπαγανδίσει, αλλά και να κινητοποιήσει. Οι διαπιστώ­σεις αυτές μας οδηγούν στο εσωτερικό της ιδεολογίας και καταδει­κνύουν τη σημασία της εσωτερικής λογικής από την οποία διέπεται η ιδεολογία.
Η πολιτική λειτουργία της έννοιας δεν έχει ανάγκη ορισμού σα­φών κριτηρίων, με βάση τα οποία θα καθοριστεί το
ακριβές περιε­χόμενό της. Ως παραγόμενη έννοια, λαμβάνει υπόσταση από τις όποιες συνδηλώσεις προέρχονται από την καθορίζουσα και πρωταρ­χική έννοια της ισότητας.
Η τελευταία, είναι επίσης μια έννοια με ασαφές περιεχόμενο, εκτός αν επιλεγούν,διά συμβάσεως, ορισμένα καθορισμένα κριτή­ρια, τα οποία να μην απαιτούν αναγωγή σε άλλα κ.τ.λ. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, η πολιτική λειτουργία της έννοιας της ισότητας δεν έχει ανάγκη επιστημολογικών θεμελιώσεων. Αρκεί μια ασαφής-νεφελώδης προσέγγιση υποστηριζόμενη καθημερινά από τα ΜΜΕ κάθε τύπου, για να αποκτήσει η λέξη «ισότητα» ένα σαφέστατο συμ­βολικό περιεχόμενο, το οποίο καθίσταται κυρίαρχο στον καθορισμό
της συμπεριφοράς των ατόμων.
Στο σημείο αυτό μια επισήμανση υπό τύπου συμπεράσματος κρί­νεται αναγκαία. Αυτό που συνάγεται από τα προηγουμένως λεχθέ­ντα καθιστά εμφανές ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε μόνο
προϊόν χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων ούτε αυτόνομο λαογενές προϊόν
. Οι αναλυτές οι οποίοι επιχειρούν ερμηνείες στη βάση της μιας ή της άλλης μερικής αλήθειας οδηγούνται σε αναλυτικά και πο­λιτικά αδιέξοδα. Συγκεκριμένα, είναι
αναλυτικά ατελέσφορη και πο­λιτικά επικίνδυνη η αντίληψη που θεωρεί ως υπεύθυνους (του λαϊκι­σμού) άλλοτε τα λαϊκά στρώματα και άλλοτε τις αρχηγεσίες που τα εξαπατούν. Κανένας δεν μπορεί να εξαπατήσει κανέναν αν η κοινω­νική πραγματικότητα δεν εμπεριέχει το προβαλλόμενο αίτημα ως δυ­νατότητα που μπορεί
να πραγματωθεί και η οποία βρίσκεται εν μέ­ρει στα χέρια (ή στο κεφάλι) του αιτούντος. Πρέπει να υπάρχει το ευ­ήκοον ους, όχι μόνο ως απλώς υπάρχον, αλλά και ως ευρισκόμενο σε υπερδιέγερση, έτοιμο να ακούσει κάτι που το ίδιο έχει προκαλέσει και αισθάνεται ότι πρέπει να ειπωθεί. Αυτό δε σημαίνει ότι και η δη­μαγωγία 
δεν μπορεί να είναι μέρος του λαϊκιστικού λόγου. Όμως, δεν είναι δυνατό να αναχθεί η έννοια της δημαγωγίας ως βασική ανα­λυτική
κατηγορία του λαϊκισμού, διότι τότε η ιστορικά διαπιστωμέ­νη
διαχρονικότητα της έννοιας της δημαγωγίας στερεί οποιαδήποτε ερμηνευτική δυνατότητα στην έννοια του λαϊκισμού ως ειδική κατη­γορία της ιστορικής περιόδου της μαζικής δημοκρατίας.
Παράλληλα, κανείς δεν είναι σε θέση να καταστεί αυθεντικός διερ­μηνευτής των όποιων λαϊκών αιτημάτων και στόχων ώστε να
αποδείξει τη λαογένειά τους. Η όποια προσπάθεια καταβληθεί χρειάζεται την κα­ταρχάς πρόταξη κριτηρίων με βάση τα οποία θα πραγματοποιηθεί η επιλογή. Η καταφανής αδυναμία ύπαρξης παρόμοιων κριτηρίων καθι­στά την όποια προσπάθεια μάταιη ή τις
περισσότερες φορές οδηγεί στην αποδοχή, ως ορθού, κάθε λαϊκού αιτήματος.