«Η κοινή θρησκεία και η συμπάθεια ενώνουν τους λαούς μας».

«Η κοινή θρησκεία και η συμπάθεια
ενώνουν τους λαούς μας και μας βοηθούν να ξεπερνάμε τις δυσκολίες» είπε ο ρώσος
πρόεδρος Β. Πούτιν,  στην πρόσφατη
επίσκεψή του στο Άγιο Όρος.
Η άποψη αυτή αποτελεί μια κοινότυπη
έκφραση , επαναλαμβανόμενη τουλάχιστον από τους Ρώσους  ολόκληρη την περίοδο ύπαρξης του ελληνικού
κράτους. Φυσικά με την εξαίρεση της 
περιόδου ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης.
Όμως στην παρούσα φάση η παραπάνω
φράση λειτουργεί εντελώς διαφορετικά μιας και εντάσσεται στο γενικότερο
θεωρητικό-πολιτικό σχεδιασμό που επιχειρεί το Κρεμλίνο σε μια προσπάθεια να
ενδυναμώσει τη θέση του στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.
Το Κρεμλίνο επιχειρεί , εκτός της  σκληρής δύναμης που του παρέχει το πυρηνικό
οπλοστάσιο που κληρονόμησε από τη ΣΕ, να προωθήσει τη λεγόμενη ήπια δύναμη, η
οποία στην προκειμένη περίπτωση έχει ως αιχμή του δόρατός της την Ορθοδοξία,
ολοκληρώνοντας , υπό μιαν έννοια, την νέα γεωπολιτική αντίληψη της Ρωσίας.
Οι θεωρητικοί  της συγκεκριμένης αντίληψης  προάγουν την αντίληψη της επιστροφής στην
παράδοση και στη θεολογία. Η παράδοση (θρησκεία, ιεραρχία και οικογένεια) και η
αξίες της ανατράπηκαν κατά την έναρξη του Μοντερνισμού. Την συγκεκριμένη εποχή
ο άνθρωπος ήρθε να αντικαταστήσει τον Θεό, η φιλοσοφία και η επιστήμη
αντικατέστησαν τη θρησκεία και οι λογικές , ισχυρές και τεχνολογικές κατασκευές
κατέλαβαν τη θέση της Αποκάλυψης. Η 
εξάντληση του Μοντερνισμού και η κυριαρχία του Μεταμοντερνισμού οδηγεί
αναπόφευκτα στον αναστοχασμό αυτής της πορείας και στην επαναφορά σε όσα
προηγήθηκαν του Μοντερνισμού.
Ειδικά στο θέμα της θρησκείας, οι
πραγματικές εξελίξεις εντός του ιστορικού πλαισίου  του Μεταμοντερνισμού, δείχνουν ότι η θρησκεία
έχει επανακάμψει με διάφορες όψεις , έστω και αποκρουστικές (σατανισμός,
δαιμονικές αντιλήψεις, ισλαμικός φονταμενταλισμός, αυξανόμενη επιρροή των
εξαιρετικά αρχαϊζόντων προτεσταντικών λατρειών- ντισπενσεϊσοναλιστές, μορμόνοι
κτλ).
Αυτό σηματοδοτεί την επιστροφή της
Θεολογίας, και ο Μεταμοντερνισμός θα αναγνωριστεί εύκολα ως το «βασίλειο του
Αντίχριστου» . Αυτό δεν είναι μόνο μια μεταφορά που μπορεί να κινητοποιήσει τις
μάζες, αλλά ένα θρησκευτικό γεγονός: το γεγονός της Αποκάλυψης.
 Ένα ξεχωριστό κοσμοϊστορικό,
οιονεί μεσσιανικό, ρόλο  η Ρωσία οφείλει  να αναλάβει στη διεθνή σκηνή αντλώντας έμπνευση
και δύναμη προς τούτο από την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Επανέρχονται αντιλήψεις , που είχαν δει το φως της
δημοσιότητας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σύμφωνα με τις οποίες η
Ρωσία που δεν ανήκει ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ασία , αλλά αποτελεί
tertium quid, έχει κληθεί να καταστήσει παγκόσμιο τον εβαπτισμένο στις ορθόδοξες παραδόσεις πολιτισμό
της
σε μια περίοδο κατά την οποία η κρίση του δυτικού, κατά βάση
ορθολογιστικού, μηχανιστικού και απρόσωπου υποδείγματος, πιστοποιούσε την μη
ανασχέσιμη παρακμή της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τους ρώσους θεωρητικούς συμβούλους του
προέδρου Πούτιν, η θρησκεία είναι ο χώρος στον οποίο ένας λαός παρέχει στον εαυτό
του τον ορισμό του τι θεωρεί αληθές. Η παράσταση του Θεού συνιστά το γενικό θεμέλιο
ενός λαού. Από αυτή την πλευρά, η θρησκεία βρίσκεται σε στενότατη συνάφεια με την
αρχή του κράτους. Ελευθερία μπορεί να υπάρχει μόνο όπου η ατομικότητα αναγνωρίζεται
ως θετικό στοιχείο της θεϊκής ουσίας. Το κράτος στηρίζεται στη Θρησκεία, με την
έννοια ότι έχει τις ρίζες του σε αυτήν, δηλαδή ότι προήλθε από αυτήν.   
Κύριος εκφραστής αυτών των αντιλήψεων ήταν ο
Κονσταντίν Λεόντιεφ ο οποίος βασίστηκε  εν μέρει στις απόψεις του μέντορά του
Νικολάι Γ. Ντανιλέφσκι,  ο οποίος με το δημοσιευθέν το 1869 βιβλίο του
Ρωσία
και Ευρώπη
πρόβαλε ως οπαδός ενός ακραίου σοβινιστικού
Πανσλαβισμού που θεμελιωνόταν στην βάση της πρώτης ίσως στην ιστορία της
δυτικής σκέψης θεωρίας περί ταξινομικών πολιτιστικών τύπων, δυνάμει των οποίων
η ανθρωπότητα διαιρείται σε πολιτισμικές συσσωματώσεις ανάλογες με αυτές των
γενών και των ειδών στο βιολογικό κόσμο. Σύγχρονοι Ρώσοι ιστορικοί των ιδεών
φρονούν ότι ο Ντανιλέφσκι επέδρασε στην διαμόρφωση των σχετικών θεωριών που αναπτύχθηκαν
αργότερα στην δυτική Ευρώπη (π. χ.
Oswald Spengler Η παρακμή του δυτικού πολιτισμού
Τυπωθήτω 2003 και  επίσης  
Arnold.J. Toynbee A Study of
History
,
Oxford University Press1934-1961).
Ο
Κ. Λεόντιεφ είναι ο βασικός υποστηριχτής της άποψης ότι  οι δεσμοί της Ρωσίας με τους  Έλληνες είναι εξάπαντος στενότεροι και
πολιτισμικά σημαντικότεροι από ό, τι με τους Βουλγάρους.   Αυτοί
οι τελευταίοι μόλις τώρα ξεκινούν την ιστορική τους πορεία ως χειραφετημένο
έθνος και μάλιστα εξ αρχής σε μολυσματική επαφή με τη δυτική δημοκρατία. Την
άποψη αυτή εκφράζει συμμετέχοντας στη συζήτηση σχετικά  με 
το  πρόβλημα του πανισλαβισμού και
του ρόλου της Ρωσίας στη δημιουργία του 
και αναφορικά με τις αντιδράσεις και τις ενστάσεις που προέβαλλε  η τότε ελληνική πολιτική ελίτ και διανόηση
εκλαμβάνοντας αυτές τις ενέργειες ως εχθρικές για τον ελληνισμό και το νέο
ελληνικό κράτος. Βεβαίως γίνεται κατανοητό  ότι το ίδιο ισχύει και για το  Βασίλειο της Ελλάδος, αλλά ο Λεόντιεφ, όταν μιλά
για την πολιτισμική βαρύτητα του Ελληνισμού και φτάνει στο σημείο να δηλώσει
ότι «οι δύο κύριοι στύλοι της Ορθοδοξίας είναι το ρωσικό κράτος και το ελληνικό
έθνος», έχει πρωτίστως κατά νου τους Φαναριώτες, που τόσο θαυμάζει για το
συντηρητικό ρόλο τους στην Ιστορία, και όχι το κράτος των Αθηνών, του οποίου το
«γενετικό ελάττωμα», δηλ. το γεγονός ότι ιδρύθηκε ως αποτέλεσμα μιας εθνικής
κίνησης στενά συνυφασμένης με την ιδέα της δημοκρατίας και του εξισωτισμού, δεν
θα παραλείψει να στιγματίσει με άλλη ευκαιρία.
Επειδή η σκέψη του Κ. Λεόντιεφ αποτελεί πηγή έμπνευσης
των σημερινών θεωρητικών συμβούλων του προέδρου Πούτιν, θα ήταν ορθό να
επιχειρήσουμε μια
in senso lato  ερμηνευτική προσέγγιση πως
εντάσσεται  αυτή η άποψη του Κ.
Λεόντιεφ  στη σημερινή γεωπολιτική
αντίληψη της Ρωσίας.
Η Ελλάδα αποτελεί τον γεωγραφικό χώρο
του, κατά τους Ρώσους, προπυργίου της Ορθοδοξίας δηλαδή του Αγίου Όρους. Η
απόκτηση κύρους της Ορθοδοξίας και η μετεξέλιξή της σε βασικό γεωπολιτικό
παράγοντα στις σημερινές πλανητικές εξελίξεις, 
προϋποθέτει τη δημιουργία ενός μοναδικού κέντρου της Ορθοδοξίας, το
οποίο όχι μόνο θα αποτελέσει το συνεκτικό ιστό της και θα συνενώσει τις
Ορθόδοξες Εκκλησίες σύμφωνα  το θεολογικό
πνεύμα που επικρατεί εκεί, αλλά θα μπορέσει να αποτελέσει τον ισχυρό πόλο της
Ορθοδοξίας, ως γεωπολιτικής ισχύος χαμηλής έντασης   έναντι των δογμάτων του Καθολικισμού όσο και
των κατακερματισμένων αλλά ισχυρών δογμάτων του Προτεσταντισμού.
Στο μυαλό της ρωσικής αντίληψης το
Άγιο Όρος θα πρέπει να μετατραπεί ακριβώς σε αυτό: σε πραγματικό Θεολογικό και
συνεπώς γεωπολιτικό προπύργιο της Ορθοδοξίας.
Οι αναλύσεις πάνω στις οποίες
εδράζονται τα επιχειρήματά τους (όχι εμφανώς) ξεκινούν από το ότι το
Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι ισχυρό , λόγω ότι βρίσκεται σε ξένο (εχθρικό)
έδαφος και καταλήγουν στην ανάγκη (έμμεσης) ισχυρής κρατικής υποστήριξης  του προπυργίου της Ορθοδοξίας. Βεβαίως όλα
αυτά σήμερα φαντάζουν δύσκολα και μακρινά ως προς την επίτευξή τους. Τα
προβλήματα που χρειάζονται να ξεπερασθούν φαντάζουν σχεδόν ανυπέρβλητα. Όμως
αυτό δεν στερεί τη δυνατότητα από τους Ρώσους να επιχειρούν να σχεδιάσουν
μακροπρόθεσμα την γεωστρατηγική τους 
αντίληψη.
Βεβαίως δεν είναι μόνο η επαναφορά της
Θρησκείας ως βασικού πυλώνα της νέας σχεδιαζόμενης στρατηγικής χαμηλής έντασης της
Ρωσίας του Πούτιν. Υπάρχει επίσης ο δεύτερο βασικός πυλώνας που αφορά στη δριμεία
κριτική της κατάληξης του υποδείγματος του μοντερνισμού με όλες τις ιστορικές εκφάνσεις
του : το φιλελευθερισμό, το σοσιαλισμό και τον φασισμό. Η όλη τους προσπάθεια είναι
να ξανακτίσουν μια «νέα» αντίληψη για τον Συντηρητισμό. Πιθανότατα  το εγχείρημα αυτό αποτελεί μεγάλη πρόκληση για
τη ρωσική διανόηση περί τον Πούτιν και μέχρι τώρα τα αποτελέσματά της θεωρητικής
διερεύνησης του είναι έωλα.