Η τιμή του πετρελαίου : φυσική ή χρηματιστηριακή ;


Ας εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ
πετρελαίου και συναφών χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων.
Την τελευταία δεκαετία, η
δραστηριότητα των αγορών παραγώγων με υποκείμενα στοιχεία τα εμπορεύματα
αυξήθηκε σημαντικότατα , σε παράλληλη πορεία με την αύξηση των τιμών των πρώτων
υλών. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας ιδιαίτερα στο πετρέλαιο , μπορούμε να
δούμε ότι ο αριθμός των βαρελιών [αργού πετρελαίου,
West
Texas Intermediate
(
WTI)] που «καλύπτονται» από παράγωγα μέσα ,
τριπλασιάστηκε από το 2003 μέχρι τον Μάιο του 2015, ενώ η φυσική παραγωγή
αυξήθηκε μόνο κατά 15%. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά ΣΜΕ πετρελαίου έγινε πολύ ρευστή
και ένας πολύ μεγάλος όγκος ΣΜΕ  δεν είχαν
αντίκρισμα σε φυσικό προϊόν (τα λεγόμενα
non-commercials net
long positions,
 ΣΜΕ)[1]. Δηλαδή
επρόκειτο για «επενδυτές – παίκτες – κερδοσκόποι » οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση
με το πετρέλαιο ως φυσικό αγαθό.
 Αυτή η μεγέθυνση της δραστηριότητας των αγορών
παραγώγων στα εμπορεύματα είναι ένα όπλο με διπλή λεπίδα. Από τη μια πλευρά ,
εκτείνει τις δυνατότητες κάλυψης από τους κινδύνους, αυξάνει την ρευστότητα της
αγοράς, μειώνει τη διακύμανση των τιμών και γενικά καλυτερεύει τον μηχανισμό
σχηματισμού των τιμών, τουλάχιστον σε κανονικές περιόδους. Από την άλλη πλευρά,
οι αποφάσεις των επενδυτών υπόκεινται σε ξαφνικές αλλαγές των προσδοκιών σε
σχέση με τις τάσεις των τιμών και στις μεταβολές των ροπών του κινδύνου και των
περιορισμών χρηματοδότησης, και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απόσυρση από την
αγορά σε περίπτωση ζημιών ή σε οξυμένες διακυμάνσεις.
Η αύξηση των διαστάσεων και της ρευστότητας των
αγορών των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ –
Futures) στα εμπορεύματα έχει
ως αποτέλεσμα ότι οι τιμές των τιμών των πρώτων υλών τείνουν να αντιδρούν
γρήγορα και  με δύναμη στις
μακροοικονομικές ειδήσεις.  Η διάθεση των
επενδυτών στις αγορές των πρώτων υλών συχνά φαίνεται να εξαρτώνται σε μεγάλο
βαθμό  από τις γενικές μακροοικονομικές
εξελίξεις, περισσότερο από τους ειδικούς παράγοντες των συγκεκριμένων αγορών
των πρώτων υλών. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει επίσης τη μεγαλύτερη
συν-κίνηση   που παρατηρείται τελευταία
μεταξύ τιμών των πρώτων υλών και των τιμών των αγορών. Το εύρος και η ταχύτητα
με την οποία είναι πιθανή η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων
arbitrage μεταξύ των τρεχουσών
και μελλοντικών αγορών, παίζουν βασικό ρόλο 
στο σχηματισμό των τιμών, προσδιορίζοντας με κάποιο τρόπο τη διακύμανση
των τιμών ΣΜΕ και μεταδίδονται στις τιμές που χρησιμοποιούνται (λαμβάνονται)
από τους παραγωγούς των πρώτων υλών, και, αντιστρόφως, με κάποιο τρόπο οι
μεταβολές στην κατανάλωση και στην παραγωγή μιας συγκεκριμένης   πρώτης ύλης αντανακλάται στις τιμές των ΣΜΕ.
Η μεγαλύτερη ευκολία πρόσβασης στην χρηματοδότηση
των παραγωγών του πετρελαίου αύξησε σημαντικά την δανεισμού του τομέα. Οι τιμές
ήταν συνεχώς υψηλές τα τελευταία έτη καθιστούσαν επικερδές την εκμετάλλευση
εναλλακτικών πηγών πετρελαίου, όπως το πετρέλαιο από σχιστόλιθο καθώς και
θαλάσσιες πηγές σε μεγάλα βάθη. Με προβλέψεις για υψηλά κέρδη, οι πετρελαϊκές
εταιρείες αύξησαν τις επενδύσεις , σε πολλές περιπτώσεις διαμέσου δανεισμού. Το
ύψος των χρηματοπιστωτικών εργαλείων χρέους που εξέδωσαν οι επιχειρήσεις , με
συναφείς δραστηριότητες με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, των ΗΠΑ και των
Αναπτυσσομένων χωρών, έχει περίπου τετραπλασιαστεί από το 2005 , με ρυθμό
μεγέθυνσης μεγαλύτερο των άλλων τομέων. Μετά την πρόσφατη πτώση των τιμών των
τιμών πετρελαίου, η υπερχρέωση του πετρελαϊκού τομέα αύξησε υπερβολικά το
κόστος χρηματοδότησης. Πράγματι οι αποδόσεις των εργαλείων χρέους που έχουν
εκδώσει οι επιχειρήσεις του τομέα πέταξαν στα άστρα, ακριβώς τη στιγμή που οι
τιμές του πετρελαίου κατέρρευσαν.
Η υψηλή υπερχρέωση θα μπορούσε ακόμη να έχει
επαυξήσει την πτώση των τιμών του πετρελαίου. Με την πτώση των τιμών του
πετρελαίου , το κόστος αναχρηματοδότησης των πετρελαϊκών εταιριών αυξήθηκε και
η χρηματοοικονομική τους κατάσταση αδυνάτησε. Αντί να μειωθεί η παραγωγή ,
ορισμένες επιχειρήσεις επεδίωξαν να διατηρήσουν τις ταμειακές τους ροές
αυξάνοντας την παραγωγή και πουλώντας ΣΜΕ σε μια προσπάθεια να «μπλοκάρουν» τις
τιμές. Σε πλήρη ταύτιση με τα παραπάνω η παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ παρέμεινε
σταθερή (αν όχι ανοδική, βοηθούντος και του σχιστολιθικού πετρελαίου)
προσδιορίζοντας γρήγορη αύξηση των αμερικανικών αποθεμάτων.   
Την τελευταία δεκαπενταετία με
την μεγάλη αύξηση των χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων  στην αγορά πετρελαίου και όχι μόνο, οι πρώτες
ύλες και τα εμπορεύματα , θεωρήθηκαν σαν «πραγματικές» χρηματιστηριακές
δραστηριότητες.  Πράγματι οι τιμές
του  πετρελαίου  [τύπου
Brent  ή  West Texas
Intermediate (WTI)]
είναι στην πραγματικότητα τιμές Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης) και
εξαρτώνται ολοκληρωτικά από τις αποφάσεις των δρώντων στη συγκεκριμένη αγορά.
Όμως το πετρέλαιο είναι ένα φυσικό αγαθό 
πάνω στο οποίο στηρίζονται τα ΣΜΕ.
Γι’ αυτό οι μελλοντικές τιμές και
οι τρέχουσες τιμές των φυσικών αγαθών είναι αναγκαστικά συνδεδεμένες: εάν
παραχθεί αποσύνδεση μεταξύ συνθηκών της τρέχουσας αγοράς και εκείνης της αγοράς
ΣΜΕ , οι δρώντες διαχειριστές θα μπορούσαν να αποθηκεύσουν πετρέλαιο και να το
πωλήσουν προθεσμιακά (και αντίστροφα) μέχρι να εξισορροπηθούν οι τιμές[2].  Συνεπώς , οι τιμές του φυσικού αγαθού αν και
κανονικά παρουσιάζουν μικρότερη διακύμανση, ακολουθούν «από κοντά» τις τιμές
ΣΜΕ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να
ειπωθούν τα παρακάτω : η μεγάλη σημασία του πετρελαίου για την παραγωγή και την
κατανάλωση , οδηγεί να θεωρείται ως πλεονέκτημα 
η διατήρηση αποθεμάτων του αγαθού [η λεγόμενη συμφέρουσα απόδοση (
convenience
yield)]. Η συμφέρουσα απόδοση   δεν είναι ένα παρατηρήσιμο  μέγεθος και μεταβάλλεται στη διάρκεια του
χρόνου σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς του υποκείμενου αγαθού: σε περιόδους
σχετικής έλλειψης του αγαθού η συμφέρουσα απόδοση θα είναι υψηλή, γιατί η διακράτηση
ενός αγαθού σε έλλειψη προκαλεί αύξηση αξιών στους διαχειριστές.
Αντιστρόφως, η συμφέρουσα απόδοση
μπορεί να μετατραπεί σε αρνητική όταν η προσφορά του φυσικού αγαθού είναι
υπερβάλλουσα και τα αποθέματα είναι υψηλά: σε μια κατάσταση αυτού του τύπου, το
να υπάρχουν φυσικά αποθέματα δεν αποτελεί πλεονέκτημα , γιατί η ευρεία
διαθεσιμότητα του φυσικού αγαθού εγγυάται εύκολη πρόσβαση στα αποθέματα σε
περίπτωση ανάγκης.
Για το λόγο αυτό, εάν η καμπύλη
των ΣΜΕ στο πετρέλαιο κανονικά έχει κλίση αρνητική λόγω της θετικής συμφέρουσας
απόδοσης, μπορεί να μετατραπεί θετική σε παρουσία υπερβαλλόντων αποθεμάτων.
Αυτό
παρατηρείται σήμερα στην καμπύλη των ΣΜΕ.  
Μια σημαντική συνέπεια της
παρουσίας της συμφέρουσας απόδοσης είναι ότι θα είναι λανθασμένο να ερμηνεύεται
η καμπύλη προσφοράς με θετική κλίση (ή αρνητική) σαν σήμα θετικών (αρνητικών)
προσδοκιών.
Βεβαίως σε οποιαδήποτε ΣΜΕ
περιέχεται μια συνιστώσα που αντανακλά τις προσδοκίες , αλλά αυτή η συνιστώσα
καλύπτεται από τις μεταβολές της συμφέρουσας απόδοσης. Στην περίπτωση ,μιας
ευρείας διαθεσιμότητας του φυσικού αγαθού θα παραχθεί μια καμπύλη προσφοράς με
θετική κλίση, κάτι που δεν δείχνει θετικές προσδοκίες , αλλά απλά μια κατάσταση
υπερβάλλουσας προσφοράς του φυσικού αγαθού.
Ακόμη , οι τιμές αντανακλούν τις
εκτιμήσεις κινδύνου που εξαρτώνται κυρίως από τις συνθήκες χρηματοδότησης.
Συνεπώς η ασκούμενη νομισματική πολιτική[3]
αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα της τιμής του πετρελαίου. Η επεκτατική
νομισματική πολιτική μπορεί να αυξήσει την τιμή του πετρελαίου λόγω της
δημιουργίας θετικών προσδοκιών για αύξηση της μεγέθυνσης και του πληθωρισμού .
Επίσης συνθήκες εύκολης χρηματοδότησης καθιστούν πιο εύκολη την αποθεματοποίηση
του πετρελαίου και άρα των δυνατοτήτων κερδοσκοπίας.
Οι τιμές του πετρελαίου άρχισαν
να πέφτουν τον Ιούνιο του  2014 , αλλά η
πτώση επιταχύνθηκε στα μέσα Νοεμβρίου 2014, όταν οι χώρες του ΟΠΕΚ ανακοίνωσαν
ότι δεν θα μειώσουν την παραγωγή. Επρόκειτο για μια διαφορετική στάση από  εκείνη που ακολουθούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή
ο οργανισμός. Εγκαταλείφθηκε η στρατηγική των σταθερών τιμών , που
επιτυγχάνονταν με τη διαφοροποίηση της προσφοράς. Επομένως η πρώτη και βασική
αιτία της πτώσης της τιμής του πετρελαίου θα πρέπει να θεωρείται  η  συγκεκριμένη
αλλαγή της στάσης των χωρών του ΟΠΕΚ.
 Παράλληλα η άνοδος της τιμής του δολαρίου ,
συνέβαλε στη μείωση της τιμής του πετρελαίου μέσω της εγκατάλειψης (κλείσιμο)
θέσεων ΣΜΕ επί του πετρελαίου, και τοποθέτησής τους σε δολαριακά χρηματοπιστωτικά
προϊόντα, επηρεάζοντας τις τιμές του πετρελαίου επιπροσθέτως από των επηρεασμό που
προέρχεται από τα θεμελιώδη. Η ποσοτικοποίηση της επίδρασης που προέρχεται από χρηματιστηριακούς
αιτίες είναι δύσκολο να υπολογισθεί κατά τη διάρκεια μιας κρίσης αποσταθεροποιητικού
χαρακτήρα εν εξελίξει. Οι μετρήσεις που έχουν γίνει αφορούν σε κανονικές περιόδους
και σύμφωνα με αυτές οι επιδράσεις στις τιμές φθάνουν και το 15%[4]. Επειδή
σε περιόδους κρίσης οι επιδράσεις δεν μεταβάλλονται γραμμικά αλλά εκθεσιακά θα μπορούσαμε
, χρησιμοποιώντας τη θέση «σώζειν τα φαινόμενα», να υποθέσουμε ότι αυτές ανέρχονται
σε αρκετά υψηλότερο ποσοστό.

[1] BIS, 85 Annual Report, Basilea, 28 June 2015.
[2] Στην πραγματικότητα
δεν παρατηρείται ποτέ άμεσο arbitrage.
Πρόκειται για μη επιβεβαιωμένη θεωρητική πρόταση. Γενικά διατυπώνονται δύο αντίθετες
θεωρητικές θέσεις : α) ότι τα παράγωγα προϊόντα  λειτουργούν σταθεροποιητικά ως προϊόντα αντιστάθμισης
κινδύνου και β) ακριβώς η αντίθετη ότι λειτουργούν αποσταθεροποιητικά   ως προϊόντα
κερδοσκοπίας.
[3] M. Lombardi e P. Pagano, “The impact of monetary policy shocks on commodity
prices”,
International
Journal of Central Banking
, vol. 9, September  2013.
[4] M. Lombardi e I. van Robays, “Do financial investors destabilize the oil
price?”,
ECB Working
Papers
, n. 1346, June 2011.