Πάλι για το κινέζικο πρόβλημα.

Τα τελευταία επτά χρόνια έχει παρατηρηθεί μια σημαντική επέκταση χρέους στις
αναδυόμενες οικονομίες. Σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες την περίοδο αυτή
άρχισε να εμφανίζεται, σιγά- σιγά, αυτό που ονομάζεται «πιστωτική φούσκα».

Η Κίνα αποτελεί μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση. Τέσσερεις κινέζικες
τράπεζες βρίσκονται μεταξύ των πέντε μεγαλυτέρων του κόσμου , με βάση τα
στοιχεία των ισολογισμών (τέλος 2014). Συγκεκριμένα,  Industrial
& Commercial Bank of China, China Construction Bank, Agricultural Bank of
China and Bank of China 
κατέχουν στοιχεία ενεργητικού 87.59 TN yuan, or $13.7 TN. Ο ρυθμός μεγέθυνσης των
στοιχείων του ενεργητικού έφθασε το 64% τα τελευταία τέσσερα έτη ενώ ο ρυθμός
αύξησης των δανείων αντίστοιχα στο 80,0%.

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις τα στοιχεία του ενεργητικού του
συνολικού κινέζικου τραπεζικού συστήματος, στο τέλος του 2014, ανέρχονται σε  $172 TN yuan ή περίπου σε  $27 TN (με σημερινές τιμές  συναλλαγματικών ισοτιμιών).  Από το 2008, τα στοιχεία ενεργητικού του
κινεζικού τραπεζικού συστήματος, έχει αυξηθεί κατά 175,0%. Επίσης , εκτιμήσεις
δείχνουν ότι τα στοιχεία του ενεργητικού του κινέζικου “shadow banking” πλησιάζουν τα $5.0 TN.

Παρότι δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας 
στοιχεία για την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού
συστήματος  των αναδυομένων χωρών, όλες
οι ενδείξεις συγκλίνουν στην ύπαρξη μεγάλου ποσοστού στοιχείων «χαμηλής
διαβάθμισης» , γεγονός που επιβαρύνει σημαντικά την κατάστασή τους.

Παράλληλα υπάρχει και το δημόσιο χρέος της Κίνας , το
οποίο σύμφωνα με τις πιο προσεκτικές εκτιμήσεις ανέρχεται περίπου σε 28 τρις
δολάρια ή στο 282% του ΑΕΠ. Βεβαίως η Κίνα έχει συσσωρεύσει υψηλά
συναλλαγματικά αποθέματα τα οποία της παρέχουν σχετική εξασφάλιση, αλλά παρόλα
αυτά κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τις μελλοντικές εξελίξεις.
Παρόλα αυτά στην παρούσα συγκυρία, η μόνη δυνατή βραχυχρόνια
παρέμβαση  ανήκει στη νομισματική πολιτική.
Έτσι ,πολύ σωστά , η ΚΤ της Κίνας, προχώρησε σε συνδυασμό μέτρων : αύξησε σημαντικά
τη ρευστότητα προς το τραπεζικό σύστημα, μείωσε το κόστος δανεισμού, μείωσε τις
υποχρεωτικές δεσμεύσεις του τραπεζικού συστήματος και προχώρησε σε νέα υποτίμηση
του γουάν.
Όμως χωρίς προσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής και
των επενδύσεων προς μη κορεσμένους οικονομικούς τομείς (δηλαδή πρώτα και κύρια μακριά
από το
real
estate)
με στόχο την αύξηση της εγχώριας ζήτησης αλλά με εντελώς διαφορετικό μίγμα από αυτό
που έχει ακολουθηθεί μέχρι σήμερα δεν θεωρώ ότι μεσομακροπρόθεσμα θα μπορέσει η
οικονομία της Κίνας να βρεθεί σε αναπτυξιακή ισορροπία.