«Διλήμματα και ψευδαισθήσεις της Γερμανίας στις σχέσεις της με την Ε.Ε. Η θέση της Ελλάδος».

I.
Εισαγωγική
παρατήρηση.
Α.
Ανατρέχοντας στην ιστορική διαδρομή των ευρωπαϊκών δυνάμεων από τον 17ο
αιώνα  μέχρι και το τέλος του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου αντιλαμβανόμαστε ότι η ιστορική αυτή περίοδο χαρακτηρίζεται
από ορισμένες σταθερές που για λόγους που θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε στη
συνέχεια εγκαταλείπονται (;) με την απόφαση του κτισίματος της ΕΕ.
Η πρώτη σταθερά είναι οι συνεχείς και αιματηροί πόλεμοι  καθ’ όλη την περίοδο από την  μεταμεσαιωνική και αναγεννησιακή  περίοδο , δηλαδή όλη την περίοδο που όλοι
γνωρίζουν ως  νεωτερικότητα μέχρι και
πρόσφατα ,τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις σε τακτά χρονικά
διαστήματα εμπλέκονται σε πολέμους με αποτέλεσμα ,ο πόλεμος να θεωρείται ως ο
θεμελιώδης κοινωνιογενετικός παράγων της εργαλειακής ορθολογικότητας των Νέων
Χρόνων[1]. Παρά
τα αντιθέτως θρυλούμενα , ο βασικός συντελεστής της «τάξης» ,σε διεθνή κλίμακα,
ήταν κατά τους Νέους Χρόνους  ο πόλεμος ,
η πολεμική παρουσία των αντιπάλων, η απειλή για πόλεμο  ή για κυριαρχία , εντέλει η υποταγή του
Εχθρού. Ο αστικός πολιτισμός , ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα της ανθρώπινης
δράσης μέχρι σήμερα, αρδεύτηκε από τα νερά του πολέμου  και της στρατιωτικής πολεμικής μηχανής. Το
οικονομικό  το οποίο στον καπιταλιστικό
κόσμο καταλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία στις κοινωνικές στιγμές, σε όλες τις
εκφάνσεις του ανεξαιρέτως , τράφηκε και ανδρώθηκε στη σκιά της πολεμικής
μηχανής , αντιγράφοντας κατά γράμμα όλους τους οργανωτικούς μηχανισμούς και τις
θεωρητικές της προσεγγίσεις[2] .
Η παγκόσμια ηγεμονία της Ευρώπης δημιουργήθηκε από τη μοναδική ευρωπαϊκή
συνεισφορά , δηλαδή το εθνικό κράτος (μικρό σε γεωγραφικό χώρο). Η
διαφορετικότητα των μικρών ευρωπαϊκών προκαλούσε (ει) ανταγωνισμό. Η ισορροπία
δυνάμεων υπήρξε η μοναδική διαφαινόμενη λύση, για την εξεύρεση ενός
modus vivedi   
στην Ευρώπη. Παρότι το σύστημα αυτό κυριαρχούσε στην Ευρώπη , το
παγκόσμιο σύστημα  ήταν εκείνο των
αυτοκρατοριών και του ιμπεριαλισμού.
Η νεωτεριστική τάξη η οποία
συνδέεται με τη μεγάλη μηχανή του εκσυγχρονισμού , το εθνικό κράτος, είναι η
αναγνώριση της κυριαρχίας του κράτους και συνεπώς ο διαχωρισμός μεταξύ
εσωτερικών και εξωτερικών θεμάτων όπου απαγορεύεται η έξωθεν επέμβαση στα
εσωτερικά. Αυτός είναι ένας κόσμος όπου ο τελικός εγγυητής της ασφάλειας είναι
η ισχύς , ένας κόσμος στον οποίο τουλάχιστον θεωρητικά, τα σύνορα μπορούν να
αλλάξουν δια της βίας. Αυτό σημαίνει πως στη σύγχρονη τάξη η ισχύς επιβάλλει το
δίκαιο. Στις διεθνείς σχέσεις αυτό αποτελεί ένα σύστημα υπολογισμού συμφερόντων
και δυνάμεων , όπως περιγράφηκε από τον Μακιαβέλι και τον Κλαούσεβιτς. Η
κλασική δήλωση του Πάλμεστρον πως η Βρετανία δεν έχει μόνιμους φίλους ή εχθρούς
, αλλά τα συμφέροντά της είναι αιώνια αποδίδει την ουσία των διεθνών σχέσεων.
Τα συμφέροντα» στα οποία αναφερόταν ο Πάλμεστρον ως αιώνια είναι αναγκαστικά
συμφέροντα ασφαλείας. Ορίζονται έτσι σε ένα κόσμο αρπακτικών κρατών. Αποτελεί
ουσιώδες καθήκον κάθε κράτους να προστατεύει τους πολίτες του από μια εισβολή:
ως εκ τούτου , αυτή είναι η απόλυτη αν όχι αιώνια , φύση αυτών των συμφερόντων.
Η ασφάλεια αποτελεί τελικά θέμα ζωής και θανάτου , γι’ αυτό αναφέρεται ως «ζωτικό
συμφέρον»[3].
 Η
Ευρώπη μέχρι και το 1945 λειτούργησε πολιτικά με την εχθρότητα μεταξύ των  κυρίαρχων κρατών της για τον πολύ απλό λόγο
ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήσαν και παγκόσμιες δυνάμεις. Τα συμφέροντά τους
ήταν παγκόσμια και ως εκ τούτου οι κινήσεις τους ,οι ενέργειές τους ,οι πόλεμοι
στους οποίους εμπλέκονταν είχαν επιπτώσεις σε ολόκληρη την υφήλιο. Αυτό που
συνέβαινε στον ευρωπαϊκό χώρο αφορούσε ολόκληρη την υφήλιο. Μετά το Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υποβιβάστηκαν σχεδόν σε δευτερευούσης
σημασίας δυνάμεις.
Η αδυναμία
τους να διαδραματίσουν ρόλο παγκόσμιας δύναμης και η ανάδειξη των ΗΠΑ σε
ηγεμονεύουσα δύναμη του δυτικού κόσμου τις οδήγησε να αποδεχθούν την ομπρέλα
ασφαλείας που τους προσέφεραν οι ΗΠΑ να ενταχθούν στο άρμα τους  να διαφοροποιήσουν και να μεταλλάξουν την
έννοια του Πολιτικού αποδεχόμενες τις αρχές ενός ανιστόρητου Ηθικού
Οικουμενισμού , μετατρέποντας τον Πολιτικό Εχθρό σε Πολιτικό Ανταγωνιστή  και τον Πόλεμο μεταξύ των κρατών σε Συνεργασία
και Οικονομική Αλληλεξάρτηση. Ουσιαστικά εγκατέλειψαν την Πολιτική και
στράφηκαν στη διαχείριση της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού. Το παζάρι
μεταξύ «εταίρων» προήχθη σε βασική «πολιτική» πρακτική.  Το Πολιτικόν φαινομενικά αποπυκνώνεται και προβάλει
παντοδύναμο το Οικονομικόν.
Β.
Η Δύση αποτελεί έναν ιεραρχημένο
μηχανισμό και παρά τις διακρατικές τριβές και ανταγωνισμούς που τον
χαρακτηρίζουν κυρίως στο οικονομικό επίπεδο , εξακολουθεί να αναπαράγεται και
να επεκτείνεται προς ανατολάς ενσωματώνοντας πρωταρχικά σχεδόν το σύνολο των
ευρωπαϊκών χωρών (αλλά όχι μόνον , π.χ επιχειρεί την ενσωμάτωση της Γεωργίας,
αλλά και άλλων χωρών της Κεντρικής Ασίας) της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας.
 Η ΕΕ είναι μια οικονομική ένωση η οποία βαδίζει σε μια μορφή πολιτικής
ολοκλήρωσης, αλλά συνυπάρχει από την αρχή της δημιουργίας της με το ΝΑΤΟ το
οποίο αποτελεί τον πολιτικοστρατιωτικό βραχίονα της Δύσης.
Η ΕΕ και οι ΗΠΑ
εξακολουθούν να έχουν κοινά συμφέροντα, 
Αυτό το βασικό σχήμα, με τις οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις, θα
εξακολουθήσει να υφίσταται και στο μέλλον. Η ΕΕ δεν αποτελεί πόλο πολιτικοστρατιωτικής
ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα. Αντίθετα, τέτοιου είδους πόλο αποτελούν το ΝΑΤΟ
και οι ΗΠΑ.
Ο δυναμισμός της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει
μεταφερθεί στην Ασία, και η Ενωμένη Ευρώπη εκ των πραγμάτων δεν αναμένεται να
παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις.
II.
Η θέση της
Γερμανίας στο πλαίσιο της  Δύσης.
Σημείο πρώτο.
Περίοδος  1948-1990.
Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα  στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στην
Ευρωπαϊκή Ένωση
. Η πολιτική
της επανένταξης και η διπλωματία του καρνέ των επιταγών.
«Η ΕΟΚ είναι ένας συνδυασμός
αλόγου και άμαξας : η Γερμανία είναι το άλογο και η Γαλλία ο αμαξάς». Τσαρλς
Ντε Γκωλ.
Μέρος Πρώτο.
Εισαγωγή.
Ιστορικά γεγονότα πριν τη δημιουργία της ΕΟΚ.
Στα πρώτα μεταπολεμικά
χρόνια, με τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών εξαρθρωμένες, οι ΗΠΑ βρέθηκαν
αντιμέτωπες με την ανάγκη αναχαίτισης της επέκτασης της ισχύος της Σοβιετικής
Ένωσης. Έτσι άρχισαν να πιέζουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναζητήσουν
μορφές οικονομικής και αμυντικής συνεργασίας για την ανάσχεση της εξ ανατολών
απειλής. Πρώτο μέτρο τους ήταν το γνωστό Σχέδιο
Μάρσαλ
[4] για την αξιοποίηση του οποίου οι ευρωπαϊκές χώρες
έπρεπε να επεξεργαστούν από κοινού ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης. Τον
Ιούλιο του 1947  η Συνδιάσκεψη για
την  Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία [
Conference for European Economic Cooperation (CEEC)] συγκλήθηκε στο Παρίσι για να εξετάσει τρόπους για την πραγματοποίηση
της οικονομικής συνεργασίας.
Η Συνδιάσκεψη έλαβε θεσμική
μορφή  το 1948 με τη σύσταση του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής
Συνεργασίας ο οποίος από το 1961 μετατράπηκε στον γνωστό σε όλους ΟΟΣΑ.
Δεν
πρέπει να ξεχνούμε ότι οι διαπραγματευτές του Σχεδίου Μάρσαλ στο Παρίσι τον
Ιούλιο του 1947 συμφωνούσαν ότι, η γερμανική οικονομία θα πρέπει να ενταχθεί
στην οικονομία της Ευρώπης με τέτοιον τρόπο ώστε να συμβάλει στην άνοδο του
γενικού επιπέδου διαβίωσης. Η Ομοσπονδιακή Γερμανία ακόμη και αφότου έγινε
κράτος το 1949
[5], δεν είχε οργανικούς δεσμούς με την υπόλοιπη ήπειρο,
παρά μόνο μέσα από τους μηχανισμούς του Σχεδίου Μάρσαλ και της συμμαχικής
κατοχής, που και οι δύο ήταν προσωρινοί. Οι περισσότεροι ευρωπαίοι θεωρούσαν
την Γερμανία ως απειλή.
Την ίδια περίοδο αρχίζουν
να εκδηλώνονται και οι πρώτες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Έτσι το 1947 το Βέλγιο η
Ολλανδία και το Λουξεμβούργο προχωρούν στην τελωνιακή τους ένωση (Μπενελούξ).
Η Ένωση αυτή  στην πραγματικότητα είχε δημιουργηθεί  με την Συνθήκη για την ίδρυση της Τελωνειακής
Ένωσης των Χωρών Μπενελούξ
που υπογράφηκε στις  5 Σεπτεμβρίου 1944 από τις εξόριστες στο
Λονδίνο κυβερνήσεις των τριών παραπάνω χωρών και θα τίθετο σε εφαρμογή αμέσως
μετά την απελευθέρωση των χωρών από την γερμανική κατοχή. Ακολούθησαν διερευνητικές
συνομιλίες μεταξύ των χωρών της Μπενελούξ, της Γαλλίας και της Ιταλίας που
αφορούσαν σχέδια για την επέκταση αυτής της συνεργασίας και σε άλλες χώρες.
Όμως όλα αυτά τα ημιτελή σχέδια για μια «Μικρή Ευρώπη» ναυάγησαν στα ρηχά του
γερμανικού προβλήματος. Η Μπενελούξ έπαψε να υπάρχει το 1960, όταν
αντικαταστάθηκε από την Οικονομική Ένωση της Μπενελούξ
Το διάστημα  1948- 1954 
θα εκδηλωθούν μια σειρά από πρωτοβουλίες. Συγκεκριμένα :
Σύμφωνο των Βρυξελλών
Το 1948,
οι Αμερικανοί ήταν απρόθυμοι να εμπλακούν σε μια στρατιωτική συμμαχία στη
Γηραιά Ήπειρο, που θα τερμάτιζε και επίσημα τη «μεγάλη συμμαχία» του 1941 με
τους Σοβιετικούς. Αφενός η Ουάσιγκτον δεν θεωρούσε ότι οι Σοβιετικοί επιδίωκαν
ένοπλη αναμέτρηση, και αφετέρου η αμερικανική κοινή γνώμη ζητούσε την επιστροφή
των στρατιωτών στην πατρίδα τους . Η Ουάσιγκτον διαμήνυσε στους
Δυτικοευρωπαίους ότι σε κάθε περίπτωση, θα εξέταζε το αίτημά τους για τη
δημιουργία στρατιωτικής συμμαχίας , μόνον εάν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές χώρες
αποδείκνυαν την προθυμία τους να υπερβούν τις παλαιές εθνικιστικές διενέξεις
τους και να συνεργαστούν. Τούτο οδήγησε στη σύναψη του Συμφώνου των Βρυξελλών,
τον Μάρτιο του 1948, μεταξύ της Βρετανίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και
Λουξεμβούργου. Έτσι, οι Δυτικοευρωπαίοι ικανοποίησαν έναν όρο που έθεταν οι
Αμερικανοί για να εξετάσουν τη δική τους ανάμειξη. Ωστόσο, το Σύμφωνο των
Βρυξελλών (που αργότερα εξελίχθηκε στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση) δεν εκπροσωπούσε
επαρκή στρατιωτική ισχύ.
Ίδρυση του Βόρειο Ατλαντικού Αμυντικού Συμφώνου ΝΑΤΟ. Στις 4 Απριλίου 1949, υπογράφηκε στην
Ουάσιγκτον ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty
Organization). Επρόκειτο για τη συμμαχία των ΗΠΑ και του Καναδά με χώρες της
Δυτικής Ευρώπης (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο,
Νορβηγία, Δανία, Πορτογαλία, Ισλανδία), με σκοπό την προστασία της Γηραιάς
Ηπείρου από ενδεχόμενη στρατιωτική επίθεση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Αμερικανοί
πείστηκαν για αυτό το σχέδιο μετά τα γεγονότα του 1948 και κυρίως από τα
ονομαζόμενα γεγονότα της Πράγας.
Συμβούλιο της Ευρώπης .
Είναι διεθνής οργανισμός στον οποίο σήμερα ,συμμετέχουν 47 κράτη της Ευρώπης .
Συμμετέχουν επίσης 5 κράτη ως παρατηρητές του Συμβουλίου και 3 ως παρατηρητές
της συνέλευσης του. Ιδρύθηκε στις  5
Μαΐου  1949 στο Στρασβούργο. Είναι ο
παλαιότερος οργανισμός ο οποίος έχει ως σκοπό την ευρωπαϊκή ενοποίηση με
ιδιαίτερη έμφαση στα νομικά ζητήματα  ,
την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη δημοκρατική ανάπτυξη και τη
ρύθμιση των νομοθεσιών καθώς και την πολιτισμική συνεργασία στην Ευρώπη. Στην
ίδρυσή του συμμετείχαν 10 χώρες (Βέλγιο, Δανία, Νορβηγία, Ιρλανδία, Ιταλία,
Γαλλία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Σουηδία, ΗΒ).Ήταν ένα φόρουμ ευρωπαϊκού
διαλόγου που γεννήθηκε από το συνέδριο του Κινήματος για την Ευρωπαϊκή Ενότητα
στη Χάγη το 1948[6].
Το συγκεκριμένο Κίνημα είχε ιδρυθεί τον Ιανουάριο του 1947 με προτροπή του
Τσόρτσιλ[7].
Το Συμβούλιο δεν είχε καμία εξουσία και καμία αρμοδιότητα , κανένα νομικό,
νομοθετικό ή εκτελεστικό κύρος. Οι «αντιπρόσωποι» του δεν αντιπροσώπευαν
κανέναν. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του ήταν το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε,
παρότι το Νοέμβριο του 1950 εξέδωσε μια «Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα
Δικαιώματα» η οποία τις επόμενες δεκαετίες έμελλε να αποκτήσει μεγαλύτερη
σπουδαιότητα.
Η Ευρωπαϊκή 
Ένωση Πληρωμών (ΕΕΠ)
Η  εμπορική πολιτική  μεταξύ των χωρών της Ευρώπης , αμέσως μετά
τον Β’ΠΠ ουσιαστικά είχε χαρακτήρα διμερή. Με πρόταση και προτροπή  των ΗΠΑ δημιουργήθηκε η ΕΕΠ το 1950 , η οποία
προικοδοτήθηκε  με 350 εκατ. δολάρια του
Σχεδίου Μάρσαλ με στόχο την διευκόλυνση της επέκτασης των εμπορικών συναλλαγών
όλων  των ευρωπαϊκών χωρών μεταξύ
τους  και όχι μόνο σε διμερείς
διακρατικές σχέσεις.  Στο μηχανισμό
συμμετείχαν 18 δυτικές χώρες  (εκτός των
σκανδιναβικών) η Ελλάδα, η Ισλανδία, η Ελβετία, η Μ Βρετανία και η Τουρκία.  Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών   (
BIS) διορίσθηκε ως
σύμβουλος της ΕΕΠ.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα
ιδρύθηκε με βάση τις αποφάσεις της Συνθήκης των Παρισίων (18 Απριλίου 1951) και
ετέθη σε ισχύ στις 23 Ιουλίου 1952.Είχε διάρκεια  πενήντα χρόνων. Έληξε στις 23 Ιουλίου 2002.
Αποτελείτο από τις έξι χώρες : Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο , Ολλανδία
και  Ομοσπονδιακή Γερμανία. Σκοπός της
ήταν να θέσει την παραγωγή και εμπορία του άνθρακα και του χάλυβα, δηλαδή των
δύο κύριων πρώτων υλών της πολεμικής βιομηχανίας μέχρι και το Β’ΠΠ, υπό κοινή
διαχείριση των πρώην εμπολέμων κρατών. Ένας από τους σκοπούς της Συνθήκης
υποτίθεται ότι ήταν η παγίωση της ειρήνης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες μετά τη
λήξη του Β’ΠΠ, με πρωταρχικό στόχο τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς για τα
κύριες πρώτες ύλης της πολεμικής βιομηχανίας, τον άνθρακα και το χάλυβα. Έτσι
χώρες που κατά την διάρκεια του πολέμου ήταν αντίπαλες τώρα μοιράζονταν και
συν-διαχειρίζονταν την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα. Όμως οι βαθύτεροι λόγοι ήταν η ανάγκη των Γάλλων να ελέγξουν την
κοιλάδα του Ρουρ και άλλων πόρων ζωτικής σημασίας από τα γερμανικά χέρια. Αποτελούσε
ευρωπαϊκή λύση σε ένα γαλλικό πρόβλημα ή μάλλον στο γαλλικό πρόβλημα.
Το
πρόβλημα ήταν εντοπισμένο από το 1919 και συνίστατο στο εξής: η γαλλική
βιομηχανία χάλυβα, από τη στιγμή που διπλασιάστηκε σε μέγεθος μετά την
επιστροφή της Αλσατίας-Λωρραίνης θα εξαρτιόταν απολύτως από τον άνθρακα και το
κοκ της Γερμανίας και επομένως θα έπρεπε να βρεθεί μια βάση μακροχρόνιας
συνεργασίας. Και για τους Γερμανούς η κατάσταση ήταν εξίσου προφανής. Μάλιστα
όταν το Παρίσι εγκατέλειψε τις άκαρπες προσπάθειες του να αποσπάσει πολεμικές
αποζημιώσεις από τη Γερμανία δια της βίας, τον Σεπτέμβριο του 1926 η Γαλλία, η
Γερμανία, το Λουξεμβούργο , το Βέλγιο και η τότε αυτόνομη περιοχή του Σάαρ
υπέγραψαν ένα διεθνές Σύμφωνο Χάλυβα, το οποίο θα ρύθμιζε την παραγωγή χάλυβα και
θα παρεμπόδιζε τη δημιουργία υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας. Η ΕΚΑΧ στην
πραγματικότητα δεν αποτελούσε ιδιαιτέρως αποτελεσματικό οικονομικό μοχλό. Η
Ανώτατη Αρχή δεν ασκούσε κανένα είδος της εξουσίας που επεδίωκε ο Μονέ. Ήταν
μάλλον ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής του δυτικοευρωπαϊκού αμοιβαίου
συμφέροντος εκείνη την εποχή. Ήταν ένα πολιτικό όχημα με οικονομική μεταμφίεση,
ένα τέχνασμα για να ξεπεραστεί η γαλλο-γερμανική εχθρότητα. Οι Γερμανοί ήταν οι
πρώτοι που επικύρωσαν το Σχέδιο Σουμάν
[8]. Ακολούθησαν όλοι οι άλλοι. Αξίζει να επισημάνουμε
ένα στοιχείο : και οι έξι υπουργοί Εξωτερικών που υπέγραψαν τη Συνθήκη του
Παρισιού που ίδρυσε την ΕΚΑΧ ήταν μέλη αντίστοιχων χριστιανοδημοκρατικών
κομμάτων. Υπάρχει ένα γεγονός που αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο διότι ,
υπό μια έννοια, θα χαρακτηρίσει την όλη προσπάθεια στη συνέχεια, για την
οικοδόμηση της Ενιαίας Ευρώπη. Αυτό δεν είναι άλλο από την απουσία της ΜΒ να
δεχθεί την πρόσκληση του Μονέ και να συμμετάσχει στην ΕΚΑΧ . Δεν είναι ο χώρος
εδώ να αναφερθούμε στους λόγους που οδήγησαν την κυβέρνηση των Εργατικών να
αρνηθούν. Όμως άφησαν όλο το παιχνίδι στα χέρια των Γάλλων. Οι Γάλλοι έκαναν όλο το παιχνίδι  τα επόμενα έτη μέχρι τουλάχιστον τη Συνθήκη
του Μάαστριχτ. Η ευθύνη τους για όλα όσα συνέβησαν στη συνέχεια είναι μεγάλη
για να μην πω μοναδική. Πρώτος πρόεδρος της ΕΚΑΧ τοποθετήθηκε ο Ζαν Μονέ.
Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (ΕΑΚ)
ήταν σχέδιο που προτάθηκε το 1950 από τον Γάλλο Πρωθυπουργό Ρενέ Πλεβέν, ως
απάντηση στο αμερικανικό κάλεσμα για τον επανεξοπλισμό της Δ. Γερμανίας. Όταν
τον Σεπτέμβριο του 1950 , ο αμερικανός υπουργός των εξωτερικών Ντην  Άτσεσον , άρχισε τις συζητήσεις με τη
Βρετανία και τη Γαλλία για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας , οι Γάλλοι διαφώνησαν
σφόδρα
[9]. Πρότειναν τη δημιουργία της ΕΑΚ. Οι ΗΠΑ και η ΜΒ
δεν ήταν ευτυχείς με την πρόταση αλλά την δέχτηκαν θεωρώντας την δεύτερη
καλύτερη λύση. Επιδίωξη του σχεδίου ήταν ο σχηματισμός μίας πανευρωπαϊκής
αμυντικής δύναμης, ως εναλλακτικό σχέδιο στην πρόταση προσχώρησης της Γερμανίας
στο ΝΑΤΟ, η οποία απέβλεπε στην αξιοποίηση του όποιου στρατιωτικού δυναμικού
της Γερμανίας σε περίπτωση σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση. Η ΕΑΚ θα
περιελάμβανε τις : Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία ,Βέλγιο, Ολλανδία
,Λουξεμβούργο. Μία συνθήκη υπογράφτηκε στις 27 Μαΐου 1952. Σύμφωνα με τα
συνοδευτικά  πρωτόκολλα μετά την
επικύρωση οι ΗΠΑ και η ΜΒ θα συνεργάζονταν πλήρως με τις συμμετέχουσες χώρες
και η στρατιωτική κατοχή της Γερμανίας θα τερματιζόταν. Αλλά το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε
ποτέ. Η κατάρρευση του σχεδίου ήρθε όταν απέτυχε να επικυρωθεί από το γαλλικό
κοινοβούλιο στις 30 Αυγούστου 1954. Τα υπόλοιπα κοινοβούλια των συμμετεχουσών
χωρών το είχαν επικυρώσει. Το γαλλικό σχέδιο για τον ευρωπαϊκό στρατό
κατέρρευσε …με απόφαση των ίδιων των γάλλων. Το κύριο επιχείρημα του γάλλου
πρωθυπουργού Πιέρ Μαντές –Φρανς συνοψίζονταν σε λίγες λέξεις «Στην ΕΑΚ υπήρχε
υπερβολική ολοκλήρωση και υπερβολικά λίγη Αγγλία»
[10]. 

 

Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση[11]

 ( ΔΕΕ, Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες
και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια
ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο,
Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία από το 1954, Ισπανία και
Πορτογαλία από το 1990 και Ελλάδα από το 1995) που είναι ταυτόχρονα μέλη της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, έξι συνδεδεμένα μέλη που είναι επίσης μέλη του
ΝΑΤΟ αλλά όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον μέχρι το 2002 (Ισλανδία,
Νορβηγία, Τουρκία από το 1992 και Τσεχία, Πολωνία και Ουγγαρία από το 1999),
πέντε μέλη με ρόλο παρατηρητή που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά όχι του
ΝΑΤΟ (Ιρλανδία και Δανία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ αλλά προτίμησε καθεστώς
παρατηρητή, από το 1992, και Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία από το 1995) και επτά
συνδεδεμένους εταίρους, δηλαδή χώρες που έχουν υπογράψει συμφωνία ένταξης αλλά
δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ (Βουλγαρία, Ρουμανία, Εσθονία, Σλοβακία, Λετονία,
Λιθουανία από το 1994 και Σλοβενία από το 1996). Βεβαίως, με την τυπική
ολοκλήρωση διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα 10 νέα μέλη, ορισμένα
συνδεδεμένα μέλη και συνδεδεμένοι εταίροι ενδέχεται να γίνουν πλήρη μέλη ή
μέλη-παρατηρητές αντίστοιχα. Ο ρόλος της ΔΕΕ περιορίστηκε σημαντικά με την
ανάληψη της διαχείρισης κρίσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. H ΔΕΕ είναι προϊόν των
πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Οι ευρωπαίοι σύμμαχοι αντιμετώπιζαν τότε το ενδεχόμενο επανεμφάνισης της
γερμανικής απειλής, τον σοβιετικό επεκτατισμό, αλλά και την προοπτική
οικοδόμησης ενός θεσμικού πλαισίου που θα ευνοούσε τη συνεργασία των χωρών της
δυτικής Ευρώπης. Έτσι, τον Μάρτιο του 1947 η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία
συνήψαν μια αμυντική συμμαχία. Η συνθήκη της Δουνκέρκης της 4ης Μαρτίου 1947 αφορούσε
κυρίως την αντιμετώπιση της Γερμανίας, αλλά αποτελούσε και βάση για ευρύτερη
συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών. Το 1948 ο τότε Βρετανός υπουργός Εξωτερικών
πρότεινε τη συγκρότηση ενός νέου συμμαχικού διεθνούς φορέα και στις 17 Μαρτίου
1948 υπογράφηκε η συνθήκη των Βρυξελλών με την οποία δημιουργήθηκε ο Οργανισμός
της Συνθήκης των Βρυξελλών με τη συμμετοχή του Βελγίου, της Γαλλίας, της
Μεγάλης Βρετανίας, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας. Η θεσμική δομή του
οργανισμού ήταν σχετικά εμβρυώδης με ένα συμβουλευτικό συμβούλιο και μια μόνιμη
στρατιωτική επιτροπή. Ο Ψυχρός Πόλεμος άλλαξε τις προτεραιότητες ασφαλείας των
ευρωπαϊκών κρατών και μαζί τη στάση τους απέναντι στον στρατιωτικό
επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Όμως, οι απόψεις για
την ένταξη της Γερμανίας στη δυτικοευρωπαϊκή άμυνα δεν ήταν ταυτόσημες. Οι ΗΠΑ
υποστήριζαν την άμεση ένταξη της Γερμανίας στο NATO, ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι
ήταν επιφυλακτικοί. Ως ενδιάμεση λύση προτάθηκε η ένταξη της Ομοσπονδιακής
Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, αλλά η συνθήκη για την ίδρυση της
κοινότητας αυτής, που υπογράφηκε το 1952, τελικά δεν τέθηκε σε ισχύ γιατί την
καταψήφισε η γαλλική εθνοσυνέλευση το 1954. Αμέσως μετά η Μεγάλη Βρετανία
συγκάλεσε τον Σεπτέμβριο του 1954 στο Λονδίνο μια συνδιάσκεψη εννέα κρατών,
στην οποία μετείχαν τα έξι κράτη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα,
η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, για να εξεταστούν τα προβλήματα της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και παράλληλα η εξασφάλιση της πλήρους σύνδεσης της
Ομοσπονδιακής Γερμανίας με τις δυτικές χώρες. Η συνδιάσκεψη του Λονδίνου
αποτέλεσε το πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την αναθεώρηση της συνθήκης των
Βρυξελλών του 1947 και την είσοδο της Γερμανίας και της Ιταλίας στον οργανισμό.
Έναν μήνα μετά, στο Παρίσι, οριστικοποιήθηκαν οι τροποποιήσεις της συνθήκης των
Βρυξελλών και η μετονομασία του οργανισμού σε ΔΕΕ. Η δημιουργία της ΔΕΕ το 1954
ήταν μια λύση ανάγκης, ένας συμβιβασμός που διευκόλυνε τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη
Βρετανία να πείσουν τη Γαλλία να αποδεχθεί τον επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής
Γερμανίας και από την άλλη κάλυπτε το κενό που άφηνε η αποτυχημένη προσπάθεια
να διαμορφωθεί μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα. Η ΔΕΕ, παρά τον έντονα
ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, συνδέθηκε στενά με την Ατλαντική Συμμαχία. Η
συνεργασία ΔΕΕ και NATO δεν υπήρξε ισότιμη και ουσιαστικά εκφυλίστηκε σε
εξάρτηση της ΔΕΕ από το NATO. Κατά την περίοδο 1954-73 η ΔΕΕ συνέβαλε στην
επίλυση ορισμένων προβλημάτων. Λειτούργησε ως προθάλαμος για τη σταδιακή
ενσωμάτωση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο ατλαντικό αμυντικό σύστημα, το ΝΑΤΟ
(1955). Έπειτα συνέβαλε στη διευθέτηση του ζητήματος του Ζάαρ με δημοψήφισμα,
το οποίο οργανώθηκε από τη ΔΕΕ στις 23 Οκτωβρίου 1955 και κατέληξε στην
οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ομοσπονδιακή Γερμανία. Μετά την ίδρυση
της EOK και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας το 1958, στις οποίες
μετείχαν όλα τα κράτη της ΔΕΕ εκτός της Μεγάλης Βρετανίας, η ΔΕΕ λειτούργησε
μέχρι το 1963 ως χώρος ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των έξι της EOK και της Μεγάλης
Βρετανίας. Μετά την προσχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές
Κοινότητες, η ΔΕΕ ατόνησε ακόμη περισσότερο. Μέχρι το 1984 δεν πραγματοποιήθηκε
ούτε μία σύγκληση του συμβουλίου της ΔΕΕ και το μόνο όργανο που συνέχισε να
λειτουργεί ήταν η συνέλευση. Η αναζωπύρωση της ΔΕΕ οφείλεται στη διεθνή
συγκυρία των αρχών της δεκαετίας του 1980. Η εγκατάσταση των αμερικανικών
πυραύλων στην Ευρώπη, η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν, οι εξελίξεις στην
Πολωνία, σημάδεψαν τη νέα ένταση του Ψυχρού Πολέμου και αυτή αναθέρμανε τον
προβληματισμό για τον ρόλο των ευρωπαϊκών κρατών. Η ΔΕΕ θεωρήθηκε και πάλι ως η
καλύτερη λύση μιας ενδοευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας, δεδομένου ότι τα
ευρωπαϊκά όργανα του NATO, λόγω και της απουσίας της Γαλλίας, δεν αποτελούσαν
ικανοποιητικό πλαίσιο. Η επαναδραστηριοποίηση της ΔΕΕ ξεκίνησε με γαλλική
πρωτοβουλία τον Φεβρουάριο του 1984. Η θετική ανταπόκριση των άλλων
κρατών-μελών οδήγησε το Συμβούλιο της ΔΕΕ στην υιοθέτηση τον Οκτώβριο του 1984
της διακήρυξης της Ρώμης, όπου οι υπουργοί Εξωτερικών υπογράμμισαν τη σημασία
της τροποποιημένης συνθήκης των Βρυξελλών και «την απόφασή τους να
χρησιμοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο το πλαίσιο της ΔΕΕ ώστε να ενισχύσουν τη
συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών στον τομέα της πολιτικής της ασφάλειας και
να ενθαρρύνουν την ομοφωνία». Στη διακήρυξη επαναλαμβάνεται επίσης η δυνατότητα
του συμβουλίου της ΔΕΕ να εξετάζει τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν για
την Ευρώπη κρίσεις σε άλλες περιοχές του κόσμου, δηλαδή έξω από τη γεωγραφική
περιοχή στην οποία ασκείται η επιχειρησιακή ευθύνη της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Παρά την ώθηση που δόθηκε μετά τη διακήρυξη της Ρώμης, οι προσπάθειες για
ουσιαστική αναβάθμιση δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα λόγω των
ανασταλτικών παραγόντων, όπως ήταν οι φόβοι των ΗΠΑ για ανταγωνιστικό οργανισμό
απέναντι στο NATO, η επιφυλακτική στάση της Μεγάλης Βρετανίας και της Ολλανδίας
και η αναβάθμιση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας μετά την Ενιαία Ευρωπαϊκή
Πράξη. Αντίστοιχα όμως η εξέλιξη των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων, ως δύο
υπερδυνάμεων, αύξησε το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών κρατών για μια αυτόνομη
ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην υιοθέτηση από το
συμβούλιο της ΔΕΕ, στις 26 Οκτωβρίου 1987, ενός σημαντικού πολιτικού κειμένου.
Πρόκειται για την «Πλατφόρμα για τα Ευρωπαϊκά Συμφέροντα Ασφαλείας», γνωστή ως
Πλατφόρμα της Χάγης, όπου προσδιορίζονταν οι όροι και τα κριτήρια για την
ευρωπαϊκή ασφάλεια και οι ευθύνες των εταίρων της ΔΕΕ σε σχέση με τη δυτική
άμυνα, τον έλεγχο των εξοπλισμών, τη διαδικασία αφοπλισμού και τις σχέσεις
Ανατολής-Δύσης. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ και ο Πόλεμος στον Κόλπο έδωσαν στη ΔΕΕ την
ευκαιρία να αναπτύξει συντονιστική δραστηριότητα και να παρέμβει πολιτικά σε
διεθνή ζητήματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ΔΕΕ προσέφερε πάλι λύσεις
σχετικά με την ευρωπαϊκή άμυνα. Οι δυσκολίες που εμφανίστηκαν στη θέσπιση
κοινής αμυντικής πολιτικής στο πλαίσιο της διαμορφούμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης
οδήγησαν και πάλι στη λύση της ΔΕΕ, που διευρύνθηκε το 1990 με την είσοδο της
Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Αντί λοιπόν να συμφωνηθεί η ενιαία αμυντική
πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφωνήθηκε η λειτουργία της ΔΕΕ ως αμυντικής
συνιστώσας της Ένωσης. Σε αυτή την προοπτική υπήρξε η πρώτη δήλωση του
Μάαστριχτ για τον ρόλο της ΔΕΕ και τις σχέσεις της με την Ατλαντική Συμμαχία,
που υιοθετήθηκε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών-μελών της
ΔΕΕ που είχαν συνέλθει ως Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Έτσι η ΔΕΕ τείνει να αναπτυχθεί
ως η αμυντική συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως μέσο για την ενίσχυση του
ευρωπαϊκού σκέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το ζήτημα της διεύρυνσης της ΔΕΕ
διευκρινίστηκε με τη σύνοδο του συμβουλίου της ΔΕΕ στη Χάγη, τον Οκτώβριο του
1987. Οι γενικές αρχές που διέπουν την ενδεχόμενη διεύρυνση αναφέρουν ότι α) τα
υποψήφια κράτη πρέπει να αποδεχθούν τη συνθήκη της ΔΕΕ, β) τα υποψήφια κράτη
πρέπει να αποδεχθούν την Πλατφόρμα της Χάγης και γ) τα υποψήφια κράτη οφείλουν
να επιλύσουν τα εκκρεμή προβλήματά τους σχετικά με αμυντικά θέματα μέσα στο
NATO. O τρίτος αυτός όρος αναφέρεται μάλλον στην Ελλάδα και στην Τουρκία και
φαίνεται ότι θέτει έναν πρόσθετο όρο για την ένταξη στη ΔΕΕ: τη συμμετοχή στο
ΝΑΤΟ. Η πρώτη ανεπίσημη βολιδοσκόπηση για την ένταξη της Ελλάδας στη ΔΕΕ
φαίνεται ότι έγινε κατά το 1975-76, ίσως για να καλυφθεί το κενό από την
αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του NATO. H ενέργεια εκείνη δεν
απέδωσε επειδή τα κράτη-μέλη της ΔΕΕ δεν ήθελαν τότε να δημιουργηθεί η εντύπωση
ότι η ΔΕΕ αποτελεί εναλλακτική λύση του NATO. Το ελληνικό ενδιαφέρον για τη ΔΕΕ
εκδηλώθηκε ξανά τον Απρίλιο του 1987, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας
Παπανδρέου δήλωσε ότι είχε γίνει σε διπλωματικό επίπεδο διαβούλευση για την
είσοδο της Ελλάδας στη ΔΕΕ. Η διαδικασία ένταξης της Ελλάδας άρχισε τυπικά τον
Δεκέμβριο του 1988, όταν η ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο κυκλοφόρησε ένα
υπόμνημα μεταξύ των μελών του συμβουλίου της ΔΕΕ και της γενικής γραμματείας,
διατυπώνοντας την ελληνική επιθυμία για προσχώρηση. Το διάβημα θεωρήθηκε
επίσημο και αποφασίστηκε να δοθεί επίσημη απάντηση τον Απρίλιο του 1989. Η
Τουρκία είχε διατυπώσει το αίτημα ένταξης με επιστολή του υπουργού Εξωτερικών
το καλοκαίρι του 1988. Και στις δύο περιπτώσεις η αναβλητικότητα της ΔΕΕ
θεμελιώθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπιστεί η αναδιάρθρωση του οργανισμού, όπως
προβλέφθηκε από το πρωτόκολλο προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Η
διαδικασία που ακολούθησε η ΔΕΕ τελικά για την ελληνική ένταξη δεν ήταν
ταυτόσημη με εκείνη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Σύμφωνα με τη Δεύτερη
Δήλωση του Μάαστριχτ «τα κράτη που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται
να προσχωρήσουν στη ΔΕΕ με τους όρους που θα συμφωνηθούν με βάση το άρθρο XI
της Τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών ή να καταστούν παρατηρητές εφόσον το
επιθυμούν». Βέβαια κατά τον χρόνο της διατύπωσης της δήλωσης (10 Δεκεμβρίου
1991) δεν υπήρχε ακόμη η Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα είναι προφανές ότι η δήλωση
αναφερόταν στα μελλοντικά μέλη της Ένωσης ή στα ήδη μέλη των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων. Στην ίδια δήλωση υπήρχε και μια δεύτερη πρόσκληση. Σύμφωνα με το
κείμενο «τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του NATO καλούνται να γίνουν συνδεδεμένα
μέλη της ΔΕΕ κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να συμμετέχουν πλήρως στις
δραστηριότητές της». Με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις συμφωνίες
για τη διεύρυνσή της, αλλά και την επέκταση του ΝΑΤΟ προς την ανατολή,
προστέθηκαν νέα μέλη με το καθεστώς συνδεδεμένου μέλους, παρατηρητή ή
συνδεδεμένου εταίρου. Στη δεκαετία του 1990 η ΔΕΕ ανέλαβε ρόλο στον Πόλεμο του
Κόλπου, στη γιουγκοσλαβική κρίση και στην Αλβανία (αστυνομική εκπαίδευση).
Τέλος στο θεσμό της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έδωσε την 1η
Απριλίου 2010  κοινή διακήρυξη των 10
κρατών μελών της. Έπειτα από 62 χρόνια λειτουργίας του θεσμού αποφάσισαν
ομόφωνα ότι δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης, καθώς μετά τη Συνθήκης της Λισαβόνας
που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Δεκεμβρίου του 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση
αναλαμβάνει πλέον τις λειτουργίες της.
Ίδρυση Της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Τα ισχνά αποτελέσματα των
παραπάνω ενεργειών οδήγησαν τις προσπάθειες 
στην οικονομική συνεργασία. Δύο Διασκέψεις των έξι υπουργών Εξωτερικών
της ΕΚΑΧ τον Ιούνιο του 1955 στη Μεσσήνη
[12] και το Μάιο του 1956 στη Βενετία έθεσαν τις βάσεις
για την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας και τη συγκρότηση μιας κοινής
αγοράς, χωρίς εσωτερικούς και με κοινούς εξωτερικούς δασμούς, προετοιμάζοντας
έτσι την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης.
Στις 25 Μαρτίου 1957  υπεγράφη στη Ρώμη από τις αντιπροσωπείες των
κρατών μελών της ΕΚΑΧ (Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο , Ολλανδία και  Ομοσπονδιακή Γερμανία), η συνθήκη με την
οποία ιδρυόταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Με αυτήν τον υπερεθνικό
οργανισμό που θα εγκαθίδρυε και θα συντόνιζε την Κοινή Αγορά η οποία θα
επέτρεπε την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών
και κεφαλαίων, σύμφωνα με το περιεχόμενο των εκφράσεων  laissez faire, laissez aller, laissez
passer
. Με την ίδρυσή της, τα κράτη
μέλη εκχώρησαν το κυριαρχικό δικαίωμα της δασμολογικής πολιτικής, το οποίο
περιήλθε στη δικαιοδοσία των οργάνων της ΕΟΚ.
Επίσης συμπεριλήφθηκε και
η  ΕΚΑΧ.
Συγχρόνως υπογράφτηκε   και η συνθήκη  ίδρυσης Της Ευρωπαϊκής  Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ).
Οι παραπάνω είναι οι δύο διεθνείς συνθήκες με τις οποίες από τις οποίες προήλθε
η Ευρωπαϊκή Ένωση
.
Στόχοι
και επιδιώξεις
Σε αντίθεση με τη συνθήκη
των Παρισίων, η συνθήκη δημιουργίας της ΕΟΚ ήταν απλώς ένα γενικό πλαίσιο
δράσης. Με εξαίρεση την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και την Τελωνειακή Ένωση,
απλώς απαριθμούσε στόχους, αφήνοντας στα θεσμικά όργανα την ελευθερία δράσης
για την εκπλήρωσή τους. Έτσι οι κοινοτικοί θεσμοί αποκτούσαν έναν αποφασιστικό
ρόλο στην προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αν και οι εξουσίες τους
περιορίζονταν σε σχέση με τις αντίστοιχες της συνθήκης των Παρισίων στον
οικονομικό τομέα.
Αν και απώτερος σκοπός της
ΕΟΚ ήταν η προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σε πρώτη φάση δόθηκε
προτεραιότητα στην οικονομική συνεργασία, στην υποβοήθηση της ανάπτυξης και
στην εξάλειψη των οικονομικών ανισοτήτων.
 Η οικονομική ολοκλήρωση επελέγη ως μέσο για
επίτευξη της βελτίωσης της οικονομικής αλλά και της κοινωνικής ευημερίας και εν
τέλει για την προώθηση και της πολιτικής ολοκλήρωσης.
Για την ΕΟΚ ετέθη ο στόχος
της ισόρροπης και σταθερής οικονομικής ανάπτυξης μέσω
[13]:
Για την επίτευξη των
παραπάνω στόχων προωθήθηκαν μια σειρά από δραστηριότητες που περιελάμβαναν:
  1. Τη σταδιακή κατάργηση όλων των δασμών, των
    ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων προστατευτισμού μεταξύ των κρατών
    μελών.
  2. Κοινή εμπορική πολιτική προς τις τρίτες
    χώρες.
  3. Κοινή πολιτική σχετικά με την είσοδο και τη
    μετακίνηση προσώπων στην κοινή αγορά, είτε από τα κράτη μέλη, είτε από
    τρίτα κράτη.
  4. Κοινή πολιτική στον τομέα της γεωργίας, της
    αλιείας (ΚΑΠ), της ενέργειας και σταδιακά σε όλους τους τομείς οικονομικής
    δραστηριότητας.
  5. Σταδιακή εφαρμογή κοινών κανόνων προστασίας
    της αγοράς και κρατικού παρεμβατισμού σ’ αυτήν.
  6. Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της
    βιομηχανίας.
  7. Την ενίσχυση της οικονομικής συνοχής, μέσω
    διαφόρων κοινοτικών προγραμμάτων.
  8. Την προώθηση της έρευνας και της
    τεχνολογίας, καθώς και την ενίσχυση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης.
Παρά τη σημαντική πρόοδο οι
περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες άρχισαν να δίνουν καρπούς μόλις στα
μέσα της δεκαετίας του ’90 και ακόμη και τώρα αποτελούν σε μεγάλο βαθμό
ζητούμενο. Από αυτής της απόψεως, κύρια συμβολή της ΕΟΚ, μέχρι την ίδρυση της ΕΕ
ήταν η προεργασία, μέσω της σύνταξης των νομικών κειμένων, των συμβάσεων και
βέβαια της προετοιμασίας των συνειδήσεων των πολιτών των χωρών μελών.
Η εγκαθίδρυση της
Κοινής Αγοράς (μετέπειτα Ενιαίας Αγοράς) έλαβε χώρα κυρίως την περίοδο
1985-1992 με την υιοθέτηση διαφόρων νομικών προτάσεων των κοινοτικών οργάνων
που οδήγησαν στην κατάργηση των φυσικών, τεχνικών και φορολογικών εμποδίων. Η
φορολογική εναρμόνιση (με την εφαρμογή κοινής έμμεσης φορολογίας) αποτελούσε
ένα από τα κυριότερα ζητήματα στην επιδίωξη της εξάλειψης των διαφόρων
ανισοτήτων, η οποία παρόλη την προεργασία παραμένει ένα ζητούμενο.
Θεμέλιο της ΕΟΚ ήταν η
αδυναμία της Ευρώπης και όχι η δύναμή της. Έτσι η άποψη ότι η ΕΟΚ ήταν μέρος
μιας μελετημένης στρατηγικής με στόχο να αμφισβητήσει την αυξανόμενη δύναμη των
ΗΠΑ, άποψη η οποία σε μεταγενέστερες δεκαετίες θα είχε κάποια πέραση σε
διάφορους πολιτικούς κύκλους, είναι τελείως παράλογη. Η νεότευκτη ΕΟΚ
εξαρτιόταν απολύτως από τις αμερικανικές εγγυήσεις, χωρίς τις οποίες τα μέλη
της δεν θα μπορούσαν να επιχειρήσουν την οικονομική τους ολοκλήρωση δίχως να
ανησυχούν καθόλου για την κοινή τους άμυνα.
[14]. Η υποδοχή της από τις χώρες μέλη έγινε  χωρίς ενθουσιασμό.  Παράδειγμα : στην Γερμανία ο Υπουργός
Οικονομικών Λ.Έρχαρτ την χαρακτήρισε μια «μακροοικονομική ανοησία»
υποστηρίζοντας ότι θα ζημίωνε τους δεσμούς με την ΜΒ.  
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική αποτελεί την
ενοποιημένη Αγροτική Πολιτική των κρατών-μελών της ΕΕ. Περιγράφει ένα σύνολο
νόμων σχετικών με την γεωργία και την διακίνηση αγροτικών προϊόντων και όλες
τις εκβάσεις που προκύπτουν, όπως η σταθερότητα των τιμών, η ποιότητα των
προϊόντων, η επιλογή προϊόντων, η χρήση του εδάφους και η απασχόληση στον
αγροτικό κλάδο. Άρχισε να ισχύει το 1962, στο πλαίσιο της ΕΟΚ, προδρόμου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), με στόχο τη διάθεση τροφίμων στους Ευρωπαίους
καταναλωτές σε ανεκτές τιμές αλλά και τη δίκαιη αμοιβή των παραγωγών και την,
κατ’ επέκταση, εξασφάλιση λογικού βιοτικού επιπέδου για τους γεωργούς.
Σε όλη τη διάρκεια της σαραντάχρονης πορείας της,
αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
καθορίζοντας το σύνολο των κανόνων και μηχανισμών, που ρυθμίζουν την παραγωγή,
το εμπόριο και την επεξεργασία των γεωργικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γενικότερα, βασίστηκε πάνω στις αρχές της αρχής της ενότητας των γεωργικών
προϊόντων, της κοινοτικής προτίμησης και της χρηματοδοτικής αλληλεγγύης. Η ΚΑΠ
στη πορεία της υπέστη αρκετές μεταρρυθμίσεις –κατά περιπτώσεις ριζικές-
εξελισσόμενη ώστε να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας.
Με τη μείωση του αριθμού των απασχολούμενων στον τομέα της γεωργίας άρχισε και
η σταδιακή μείωση του ποσοστού χρηματοδότησης που αναλογεί στην Κ.Α.Π., από
τους πόρους της Ε.Ε..Τώρα πλέον, μετά και τη νέα διεύρυνση της Ε.Ε., κύριος στόχος
της πολιτικής αυτής είναι ο ρόλος της γεωργίας στη διαφύλαξη και τη διαχείριση
των φυσικών πόρων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, των γεω-περιβαλλοντικών
μέτρων, κ.ά.
Δεν θα
είμαστε μακριά από την αλήθεια υποστηρίζοντας ότι η ΚΑΠ ήταν στην κυριολεξία
δημιούργημα της Γαλλίας , την περίοδο που είχε το πάνω χέρι στην ΕΟΚ, και
αποσκοπούσε κυριολεκτικά στην εξυπηρέτηση των εθνικών της συμφερόντων. Το κύριο
οικονομικό ενδιαφέρον της Γαλλίας για μια ευρωπαϊκή κοινή αγορά ήταν η
προνομιακή πρόσβαση την οποία θα παρείχε στη δική της παραγωγή κρέατος,
γαλακτοκομικών προϊόντων και σιτηρών σε ξένες αγορές,, κυρίως τη γερμανική ή
βρετανική. Αυτό το πλεονέκτημα , η υπόσχεση ότι θα συνεχιζόταν η στήριξη των
τιμών των αγροτικών προϊόντων και η δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων ότι θα
αγόραζαν την πλεονάζουσα γαλλική αγροτική παραγωγή έπεισαν τη γαλλική Βουλή να
ψηφίσει υπέρ της συνθήκης της Ρώμης. Με αντάλλαγμα το άνοιγμα της εγχώριας
αγοράς τους στις γερμανικές μη αγροτικές εξαγωγές ,(υπήρξε μια συμφωνία μεταξύ
Γερμανίας και Γαλλίας η οποία βεβαίως δεν εφαρμόστηκε ποτέ) οι Γάλλοι
μεταβίβασαν στους εταίρους τους τη χρηματοδότηση για τη στήριξη των τιμών των
δικών τους αγροτικών προϊόντων , απαλλάσσοντας έτσι το Παρίσι από ένα αβάσταχτο
δαπανηρό(και πολιτικά εκρηκτικό) μακροχρόνιο φορτίο.  Αυτό είναι το υπόβαθρο της ΚΑΠ της ΕΟΚ , που
εγκαινιάσθηκε το 1962 και μορφοποιήθηκε το 1970 ύστερα από διαπραγματεύσεις
μιας δεκαετίας.
Ιστορική
εξέλιξη της ΕΟΚ.
Οι  συνθήκες της Ρώμης επικυρώθηκε  χωρίς προβλήματα. Παράλληλα οι δύο συνθήκες
συμπληρώθηκαν από μια σειρά πρωτοκόλλων που υπογράφτηκαν στις Βρυξέλλες στις 17
Απριλίου 1957.
Με τα πρωτόκολλα αυτά καθοριζόταν το
καθεστώς λειτουργίας του Δικαστηρίου των 
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (νυν Ευρωπαϊκής Ένωσης) και εξειδικεύονταν τα
προνόμια και οι ασυλίες της Κοινότητας στα εδάφη των κρατών μελών της.
 Την 1η Ιανουαρίου 1958  άρχισε η λειτουργία των οργάνων της ΕΟΚ.[15]
 Παράλληλα όμως είχαν αρχίσει να προχωρούν οι
εργασίες για τη συγκρότηση μιας κοινής αγοράς. Έτσι την 1η Ιανουαρίου 1959  πραγματοποιείται η κατάργηση των πρώτων
τελωνειακών δασμών, ενώ από το 1961 άρχισε η επεξεργασία της ΚΑΠ, η οποία
συμφωνήθηκε τον Ιανουάριο του 1962, βασιζόμενη στην αρχή της προστασίας του
αγροτικού εισοδήματος. Μέχρι την 1η Ιουλίου 1968  θα καταργούνταν όλοι οι εσωτερικοί δασμοί
μεταξύ των έξι.
Από το 1958 όμως, η άνοδος
του στρατηγού ντε Γκωλ στο προεδρικό αξίωμα δυσχέρανε την πρόοδο των εργασιών
. Η πρώτη κρίση ήρθε το 1963, με την άσκηση veto στην
αίτηση ένταξης του ΗΒ στις Κοινότητες, πράξη που επαναλήφθηκε το 1967. Η κρίση
θα γίνει εντονότερη μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την ΚΑΠ. Οι
αντιθέσεις θα επιχειρηθεί να συμβιβαστούν το Σεπτέμβριο του 1965 με την εισαγωγή
της αρχής της ομοφωνίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τελικά μετά την
παραίτηση του ντε Γκωλ , τον θάνατό του και την άνοδο του Πομπιντού στη
προεδρεία θα επαναληφθούν οι συζητήσεις.
Το 1965 με τη Συνθήκη
Συγχώνευσης τα όργανα των ΕΚΑΧ, ΕΟΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ θα συγχωνευθούν
. Το Δεκέμβριο του 1969 θα συγκληθεί διάσκεψη κορυφής
στη Χάγη, με την οποία θα αρχίσει η εφαρμογή της τελικής φάσης των προβλέψεων
της συνθήκης της Ρώμης. Στη συνάντηση αυτή θα καθοριστούν οι οικονομικοί πόροι
της Κοινότητας, οι όροι χρηματοδότησης της ΚΑΠ, το εύρος των εξουσιών των
κοινοτικών οργάνων και οι όροι διεύρυνσης της Κοινότητας.
Από τη δεκαετία του ’60 η
ΕΟΚ θα αρχίσει να αναπτύσσει σχέσεις τρίτες χώρες. Το 1959 η Ελλάδα και το 1961
η Τουρκία υποβάλλουν αίτηση συνδέσεως. Το 1963 υπογράφει με δεκαοκτώ
αφρικανικές χώρες τη Σύμβαση της Γιαουντέ με την οποία εξασφαλιζόταν η
πενταετής συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Το 1975 υπογράφεται η
σύμβαση της Λομέ για την οικονομική συνεργασία μεταξύ της ΕΟΚ με 45
αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού. Σταδιακά
μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 θα υπογραφούν πάνω από 250 διμερείς
συμφωνίες μεταξύ Κοινότητας και τρίτων χωρών.
Στη διάσκεψη των Παρισίων
το 1974 συμφωνήθηκε η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης.
Λίγο αργότερα 1976 ιδρύεται και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Τον Ιούνιο
του 1985 υπογράφεται η Συνθήκη Σένγκεν μεταξύ Γαλλίας , Γερμανίας και χωρών της
Μπενελούξ. Με βάση τους όρους αυτής της ρύθμισης οι παραπάνω χώρες συμφώνησαν
να καταργήσουν τα μεταξύ τους σύνορα και να εγκαινιάσουν ένα κοινό καθεστώς
ελέγχου διαβατηρίων. Στη συνέχεια την συνθήκη υπέγραψαν και άλλες χώρες της ΕΕ
. Η ΜΒ παρέμεινε εκτός.
 Από το 1985 εγκαινιάζεται η εις βάθος
τροποποίηση των ιδρυτικών συνθηκών με σκοπό την εμβάθυνση της ενοποίησης. Το
1986 υιοθετείται από την επιτροπή η ευρωπαϊκή σημαία. Το Φεβρουάριο του 1986
υπογράφεται η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και τίθεται σε ισχύ τον Ιούλιο του
1987,  με την οποία θεσμοθετούνται οι
αναγκαίες ρυθμίσεις για την εγκαθίδρυση της ενιαίας αγοράς. Παράλληλα
παραχωρούνται περισσότερες εξουσίες στα κοινοτικά όργανα για τη διαμόρφωση
πολιτικής. Παράλληλα κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η ΕΟΚ σταδιακά
επεκτείνεται με την ένταξη σ’ αυτήν του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και
της Δανίας το 1973, της Ελλάδας το 1981 και της Ισπανίας και της Πορτογαλίας το
1986.
Ας αφιερώσουμε ορισμένα
σχόλια για όλα αυτά τα γεγονότα.
Το  Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης
Η αρχική Συνθήκη της Ρώμης
περιλάμβανε μόνο έναν οργανισμό ειδικά επιφορτισμένο να εντοπίζει περιφέρειες
εντός των κρατών μελών που χρειάζονταν βοήθεια και κατόπιν να διανέμει σε αυτές
χρήματα της Κοινότητας : την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) η οποία
δημιουργήθηκε με επιμονή της Ιταλίας. Όμως μια γενιά αργότερα οι δαπάνες για
τις περιφέρειες, με τη μορφή χρηματικών επιχορηγήσεων, άμεσης βοήθειας
κεφαλαίων για νέες επιχειρήσεις και άλλων επενδυτικών κινήτρων, ήταν η κύρια
αιτία διεύρυνσης του προϋπολογισμού στις Βρυξέλλες . Το  Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης
(ΕΤΠΑ) και άλλα «διαρθρωτικά ταμεία» είχαν δύο σκοπούς. Ο πρώτος ήταν να
αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της οικονομικής καθυστέρησης και της ανισότητας
εντός της Κοινότητας, της οποίας κατευθυντήρια γραμμή παρέμενε σε πολύ μεγάλο
βαθμό η μεταπολεμική κουλτούρα της «ανάπτυξης», όπως καθιστούσε σαφές η Ενιαία
Ευρωπαϊκή Πράξη. Το δεύτερο κίνητρο για τα εξαιρετικά δαπανηρά σχέδια
περιφερειακής χρηματοδότησης της ΕΕ –στο τέλος του 20ου αιώνα , μόνο
οι δαπάνες των «διαρθρωτικών ταμείων» και των «ταμείων συνοχής» θα
αντιστοιχούσαν στο 35,0% των δαπανών της ΕΕ- ήταν να αποκτήσει η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή τη δυνατότητα να παρακάμπτει τις μη συνεργάσιμες κεντρικές κυβερνήσεις
και να συνεργάζεται απευθείας με περιφερειακά συμφέροντα εντός των κρατών μελών
Οι νομισματικές εξελίξεις
στο δρόμο προς το ευρώ.
Οι πρώτες προσπάθειες.
Η Συμφωνία της Ρώμης
για την ίδρυση της ΕΟΚ δεν περιείχε ιδιαίτερες διατάξεις για την άσκηση μιας
κοινής μακροοικονομικής πολιτικής. Η σύσταση όμως της “Νομισματικής
Επιτροπής” αναγνώριζε την ανάγκη για ένα χαλαρό συντονισμό της
νομισματικής πολιτικής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
είχε ταχθεί ήδη από το 1965 υπέρ του μικρού εύρους διακύμανσης των νομισμάτων.
Αυτό αναφέρεται στην έκθεση Μπαρ του 1968 και στην απόφαση της Συνόδου Κορυφής
της Χάγης το Δεκέμβριο του 1969.
Για το σκοπό αυτό
συστήνεται μια ομάδα εργασίας για να μελετήσει το θέμα υπό την προεδρία του
Πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Πιερ Βερνέρ. Η έκθεση Βερνέρ, που υποβλήθηκε τον
Οκτώβριο του 1970, πρότεινε μια διαδικασία σε τρία στάδια, ώστε μέχρι το 1980
να επιτευχθεί ο στόχος για μια οικονομική και νομισματική ένωση. Συνιστούσε το
συντονισμό της
οικονομικής πολιτικής και παράλληλα τη διακύμανση των νομισμάτων σε στενά
περιθώρια. Τόνιζε την ανάγκη για ένα πλαίσιο κανόνων δημοσιονομικής πολιτικής,
χρηματοδότησης των ελλειμμάτων και πρότεινε, έστω με ασάφεια, τη δημιουργία
ενός κέντρου λήψης απόφασης για την οικονομική πολιτική και ενός κοινοτικού
συστήματος
κεντρικών τραπεζών.
Η σμιθώνια συμφωνία (Smithsonian
Agreement
)
Η κρίση του δολαρίου
οδήγησε στη Smithsonian Agreement τον Δεκέμβρη του 1971. Η συμφωνία αυτή
υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον από τις 10 ισχυρότερες βιομηχανικά χώρες. Όριζε ότι
κάθε νόμισμα μπορεί να κυμαίνεται σε σχέση με το δολάριο ΗΠΑ ±2,25%. Το μέγιστο
εύρος κάθε νομίσματος προς το δολάριο έφθανε το 4,50%. Αυτό σήμαινε ότι
δύο νομίσματα
κοινοτικών κρατών μπορούσαν να φτάσουν σε διακύμανση μεταξύ τους μέχρι και 9%.
Στην πορεία κρίθηκε από την ΕOΚ ότι ο ανωτέρω βαθμός διακύμανσης (9%) προωθούσε
τη χρήση του δολαρίου σαν νόμισμα διεθνών συναλλαγών και δεν ευνοούσε τα
συμφέροντα των κρατών μελών ούτε τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το φίδι στο τούνελ (the snake in the tunnel).
Η ΕOΚ αποφάσισε τον
Απρίλιο του 1972 να δημιουργήσει το φίδι στο τούνελ. Το όριο των
ενδοκοινοτικών συναλλαγματικών
διακυμάνσεων ορίσθηκε στο 2,25% (το φίδι) και το εύρος των διακυμάνσεων των
κοινοτικών νομισμάτων σε σχέση με το δολάριο των ΗΠΑ στο 4,50% (το τούνελ).
Το νέο σύστημα
λειτούργησε αρχικά με μέλη τη Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο Λουξεμβούργο,
Κάτω Χώρες, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Δανία και με τη συμμετοχή της Νορβηγίας
και Σουηδίας.
Oι κρίσεις του
πετρελαίου, οι οικονομικές αποκλίσεις και η εξασθένηση του δολαρίου υπονόμευσαν
και αυτή την προσπάθεια. Τον Ιούνιο του 1972 το Ηνωμένο Βασίλειο εγκατέλειψε το
σύστημα λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων του. Τον Φεβρουάριο του 1973
απεχώρησε η Ιταλία. Στις 19/3/73 το φίδι βγήκε από το τούνελ και
άρχισε την
ανεξάρτητη διακύμανση του σε σχέση με το δολάριο. Τον Ιανουάριο του 1974 έφυγε
η Γαλλία για να επανέλθει μετά από 18 μήνες και να ξαναφύγει οριστικά τον
Μάρτιο του 1976. Το 1977 αποχώρησε η Σουηδία και το 1978 η Νορβηγία. Τελικά το
φίδι κατέληξε σε μια ζώνη Γερμανικού μάρκου στην οποία μετείχαν η Γερμανία, η
Δανία και οι χώρες της Μπενελούξ. Με τις ΗΠΑ να έχουν πληγωθεί ως προς την
νομισματική τους ηγεμονία η Δ. Ευρώπη είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Στο
πρώτο ανήκε η ομάδα των χωρών γύρω από τη Γερμανία και το φίδι. Στη δεύτερη η
Γαλλία, Ιταλία, ΜΒ . Από τη σκοπιά της τότε γερμανικής κυβέρνησης, ο ρόλος του
φιδιού ήταν να προστατεύει τη γερμανική ανταγωνιστικότητα όταν το δολάριο ήταν
αδύναμο, όπως είχε συμβεί κατά το πρώτο ήμισυ της προεδρίας Κάρτερ. Το φίδι
εμπόδιζε επίσης έναν αριθμό άλλων νομισμάτων σημαντικών για το γερμανικό
εμπόριο να παρασυρθούν  απ’ την πτώση του
δολαρίου. Ο ρόλος αυτός όμως ήταν περιορισμένος, επειδή οι τρεις μεγαλύτερες
οικονομίες    της Ευρώπης, εκτός της
Γερμανίας, δεν συμμετείχαν σε αυτή τη συμφωνία. Η ΜΒ, Γαλλία και Ιταλία
αποσύρθηκαν καθώς οι υποχρεώσεις τους έναντι του συστήματος συναλλαγματικών
ισοτιμιών άρχιζαν να απειλούν την αυτονομία τους στη χάραξη της εθνικής
πολιτικής. Ο τότε πρωθυπουργός της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ θεωρούσε ιδιαίτερα μη
ικανοποιητική αυτή τη νομισματική διαίρεση της Ευρώπης. Πρώτο, άφηνε τη
Γερμανία περισσότερο απ’ όσο έπρεπε εκτεθειμένη στις αδυναμίες του δολαρίου, το
οποίο έτσι θα μπορούσε να παρασύρει στις πτώσεις του το φράγκο, τη στερλίνα και
τη λιρέτα. Δεύτερο, οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών δημιουργούσαν
τεράστιες περιπλοκές στην ΚΑΠ. Ο Σμιτ ήθελε την ΕΕ κι έβλεπε κάποια επιστροφή
στο μονοπάτι της νομισματικής ένωσης σαν μια ουσιαστική πολιτική προϋπόθεση.
Ένας από τους λόγους , ο κυριότερος ίσως, που επιθυμούσε την ΕΕ ήταν ότι η
Γερμανία ήταν σε πλήρη αδυναμία, εξαιτίας του γουλιελμικού και ναζιστικού της
παρελθόντος , να υποστηρίξει τα διπλωματικά της συμφέροντα στον κόσμο και
ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Σμιτ είχε αρχίσει να αναπτύσσει μια
αποφασιστική
Ostpolitik σε σχετική
ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ. Πολιτικά όμως η Γερμανία δεν είχε ακόμη τη δύναμη να
επιβάλει το ειδικό οικονομικό της βάρος. Μια από τις βασικές προτεραιότητες του
Σμιτ για να μπορέσει να επαναφέρει αυτή την ισορροπία ήταν η εξασφάλιση της
συνεργασίας του Γάλλου προέδρου Ζισκάρ ντ’ Εστέν.  Τα διπλωματικά προβλήματα της Γαλλίας ήταν,
υπό μια έννοια , αντανάκλαση των αντίστοιχων γερμανικών προβλημάτων. Οι υψηλού
προφίλ πολιτικές της δραστηριότητες , η μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του
ΟΗΕ και η ανεξάρτητη πυρηνική της δύναμη κρούσης φαίνεται πως δεν αρκούσαν για
να δώσουν ένα διεθνές νομισματικό κύρος. Η διάλυση του συστήματος του Μπρέτον
Γουντς θα μπορούσαν να είχαν δώσει στη Γαλλία την ευκαιρία να διαδραματίσει ένα
μεγαλύτερο ρόλο στην παγκόσμια οικονομική σκηνή. Μάλιστα με την πείρα της
αποτυχίας της Γαλλίας ως κεντρική δύναμη του «
bloc or» το μακρινό 1932 είχε ήδη μεταβάλει τον τρόπο προσέγγισης
των διεθνών νομισματικών ζητημάτων. Τη δεκαετία του 1970 η Γαλλία ακολούθησε
διαφορετική πορεία συγκεντρώνοντας την προσοχή της στη διεθνή νομισματική
διπλωματία για να επιτύχει το στόχο της, που δεν ήταν άλλος από το μεγαλείο..
Το ΕΝΣ που πρότεινε ο Σμιτ ήταν μια αρκετά ελκυστική ευκαιρία, εφόσον η
λειτουργία του θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί από εκείνη του φιδιού. Η αύξηση
του βάρους της Γαλλίας στο χώρο της διεθνούς νομισματικής διπλωματίας που είχε
την ελπίδα ότι θα αποκτούσε μετά από μια νομισματική συμμαχία με τη Γερμανία
δεν θα έπρεπε να υπονομευτεί λόγω ενός νομισματικού καθεστώτος αυστηρότερου απ’
όσο θα μπορούσε να αντέξει η γαλλική οικονομία. Εάν μπορούσε να το διασφαλίσει
αυτό το ΕΝΣ και αν , επιπροσθέτως , είχε τη δυνατότητα να φανεί ότι θα οδηγούσε
στην ενίσχυση των διεργασιών για την ΕΕ, διεργασίες που η  Γαλλία περισσότερο από ένστικτο ένιωθε ότι θα
μπορούσε να ελέγξει και να διαπλάσει προς όφελός της , τότε θα μπορούσε να το
υποστηρίξει με ενθουσιασμό.  
Εκείνο που χρειαζόταν ο Ζισκάρ, και είχε όλη τη διάθεση να προσφέρει ο
Σμιτ , ήταν ένας νομισματικός διακανονισμός που θα μπορούσε να περιέλθει στον
τομέα δικαιοδοσίας των θεσμών της Κοινότητας. Ένας θεσμοθετημένος διακανονισμός
θα έκανε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αυτούσιο τμήμα του εμπορικού παιχνιδιού
της Κοινότητας , με αποτέλεσμα την αξιοποίηση του πολιτικού βάρους της Γαλλίας.
Με τον ίδιο τρόπο που η Γερμανία ήθελε την ευρωπαϊκή συνεργασία και,
μελλοντικά, ένωση, για να μπορέσει να αντιστοιχήσει το διπλωματικό με το οικονομικό
της βάρος, έτσι και η Γαλλία ήθελε να αποκτήσουν οικονομικούς μυς οι δικές της
διπλωματικές φιλοδοξίες. Έτσι το ΕΝΣ είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός ιδανικού
συνοικεσίου. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το κίνητρο δεν ήταν μια άδολη
αμοιβαία αγάπη αλλά ένας ψυχρός υπολογισμός ιδιοτελών συμφερόντων. Ο Σμιτ και ο
Ζισκάρ δεν είχαν προλάβει καλά- καλά να ανακοινώσουν τους αρραβώνες τους και
άρχισαν οι καβγάδες για τις λεπτομέρειες του γαμήλιου συμβολαίου τους. Όμως
μεταξύ τους υπήρχε και ένα ς τρίτος …η Μπούντεσμπανκ η οποία φοβόταν πως ο Σμιτ
σκόπευε να την προσφέρει σαν προίκα. Τότε άρχισε …το παιχνίδι.
Η
Μπούντεσμπανκ .
Η Μπούντεσμπανκ
γεννήθηκε το 1958 και κληρονόμησε όλες τις αρμοδιότητες και λειτουργίες της
Bank Deutscher Lander , η οποία είχε δημιουργηθεί το 1948 όχι, τυπικά
τουλάχιστον, από την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, δεν υπήρχε εκείνο
τον καιρό, αλλά από τη Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου. Η περιφερειακή της δομή και
η αυτοτέλεια της, το ότι δεν υπόκειτο  σε
κυβερνητικό έλεγχο, είχαν σκόπιμα σχεδιαστεί ως τμήμα ενός εμβρυϊκού πολιτικού
πλαισίου, μέσα στο οποίο η εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης θα ήταν προσεχτικά
περιορισμένη. Σκοπός ήταν η μείωση των πιθανοτήτων ενός Τέταρτου Ράιχ. Το 1958,
το δυτικογερμανικό κράτος τροποποίησε κάπως τη δομή της κεντρικής τράπεζας  αυξάνοντας το βάρος της κεντρικής διοίκησης ,
η οποία διοριζόταν από την κυβέρνηση της Βόνης, έναντι των προέδρων των
κεντρικών τραπεζών των  
Lander (οργανισμών με ελάχιστη οικονομική σπουδαιότητα, σχεδόν ανύπαρκτη), τον
οποίο διόριζαν οι κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων.
Ο νόμος του
1957, βάσει του οποίου ιδρύθηκε η Μπούντεσμπανκ, διατήρησε το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό της ανεξαρτησίας της από την κυβέρνηση στον βασικό τομέα των
αποφάσεων για τα επιτόκια. Η κυβέρνηση όμως διατήρησε το δικαίωμα να παίρνει
αποφάσεις για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε όλους τους επίσημους διεθνείς
διακανονισμούς. Πέρα από αυτό, η Μπούντεσμπανκ έλαβε την εντολή να «διαφυλάσσει
την αξία του νομίσματος» και να υποστηρίζει «τη γενική οικονομική πολιτική της
κυβερνήσεως». Το 1958, όταν και η Γερμανία ήταν μέλος του ηγεμονικού συστήματος
σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που συμφωνήθηκε στο Μπρέτον  Γουντς, οι όροι αυτοί φάνηκαν να μην αφήνουν
πολλά περιθώρια ελιγμών στην κεντρική τράπεζα. 
Η «διαφύλαξη της αξίας του νομίσματος», όταν η κυβέρνηση αποφάσιζε
ανατιμήσεις ή υποτιμήσεις του μάρκου, εφόσον θα τις ενέκρινε το ΔΝΤ, έδειχνε να
υπονοεί ότι τα επιτόκια και άλλα νομισματικά μέσα θα χρησιμοποιούνταν
αποκλειστικά για να ικανοποιούν τις επιθυμίες της κυβέρνησης. Όσο προχωρούσε
όμως η δεκαετία του 1960, η τράπεζα άρχισε να γυμνάζει τους μυώνες της
ερμηνεύοντας ολοένα και κατηγορηματικότερα την «αξία του νομίσματος» με βάση
την εσωτερική και όχι την εξωτερική του αξία. 
Αυτό της έδινε τη δυνατότητα να λησμονεί την υποστήριξη «την γενική
οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως». Με την κατάρρευση του συστήματος του
Μπρέτον  Γουντς , η σχετική δύναμη της
Μπούντεσμπανκ έναντι της κυβέρνησης αυξήθηκε δραματικά.  Οι αποφάσεις για τις μεταβολές των
συναλλαγματικών ισοτιμιών μέσα στο «φίδι» εξακολουθούσε να ανήκουν στην
κυβέρνηση, αλλά καθώς το φίδι εξελισσόταν σε ένα σύστημα μονομερών δεσμεύσεων
έναντι του γερμανικού μάρκου, οι περιορισμοί στη δράση της Μπούντεσμπανκ
χαλάρωναν ολοένα και πιο πολύ.  Η δική
της νομισματική πολιτική καθόριζε τη νομισματική πολιτική του φιδιού. Η
Μπούντεσμπανκ κυριαρχούσε σε ένα «συμμετρικό» σύστημα το οποίο στην ουσία ήταν
απολύτως ασύμμετρο. Αυτό συνέβαινε επειδή όλες οι πιέσεις στο σύστημα
κατευθύνονταν στα πιο αδύνατα νομίσματα και όχι στο ισχυρό νόμισμα που ήταν το
μάρκο.
 Η θέση της θα μπορούσε να απειληθεί σοβαρά
μόνο από ένα πολύπλευρο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών  με διαχειριστές πολιτικούς – και φοβόταν πως
ακριβώς αυτό θα έκανε το προτεινόμενο ΕΝΣ. Στην Γερμανία ο φόβος του
πληθωρισμού  έδινε ένα ισχυρό όπλο στη
Μπούντεσμπανκ (Ότμαρ Έμινγκερ). 
Όπως  θα δούμε στη συνέχεια δεν
μπόρεσε να αποτρέψει τη δημιουργία του ΜΣΙ αλλά απέτρεψε στην πράξη τη
δημιουργία του ΕΝΤ. Ουσιαστικά η Μπούντεσμπανκ 
πολέμησε επί δεκαπέντε συναπτά έτη το ΕΝΣ μέχρι να μπορέσει να το
καταστρέψει με ένα ευφυές τέχνασμα : να δημιουργήσει ένα άλλο το οποίο να είναι
«κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της» και αυτό προέκυψε από τη Συνθήκη του
Μάαστριχτ.   Όμως μέχρι να φθάσουμε στο
1992 μεσολάβησαν σειρά σημαντικών γεγονότων που ενδυνάμωσαν περαιτέρω τη θέση
της Μπούντεσμπανκ η οποία εκμεταλλεύτηκε όλες τις γαλλικές ψευδαισθήσεις ότι
μπορούσαν να την ελέγξουν.
Το πρώτο
γεγονός  ήταν η αδυναμία που παρουσίασε
το δολάριο. Τον Φεβρουάριο του 1987, οι υπουργοί Οικονομικών των εφτά μεγάλων
βιομηχανικών χωρών, συναντήθηκαν στο Λούβρο και συμφώνησαν να «σταθεροποιήσουν’
το αδύνατο δολάριο , το οποίο με την συμφωνία της Πλάζα  (Σεπτέμβριος 
1985), οι πέντε εξ αυτών (Γαλλία, ΟΔ. Γερμανίας, Ιαπωνία, ΜΒ, ΗΠΑ)
είχαν  προσπαθήσει  να υποτιμήσουν. Η συμφωνία δεν άρεσε στην
Μπούντεσμπανκ, η οποία τα τελευταία οχτώ χρόνια είχε καταφέρει να λειτουργήσει
ο ΜΣΙ προς όφελός της.  Η δημιουργία μιας
ζώνης του μάρκου ευρύτερης από το παλιό φίδι σήμαινε πως η Μπούντεσμπανκ δεν
χρειαζόταν να ανησυχεί τόσο για όσα συνέβαιναν στον υπόλοιπο νομισματικό κόσμο,
κυρίως για τις αλλαγές της αξίας του δολαρίου, και ότι μπορούσε να συγκεντρώνει
την προσοχή της  σε εσωτερικούς νομισματικούς
στόχους , ανεξάρτητη από εμφανείς πολιτικούς ελέγχους. Οι συμφωνίες του Λούβρου
θα της απέφεραν ίσως ορισμένα οφέλη με τη σταθεροποίηση του δολαρίου . Είχαν
όμως το μεγάλο μειονέκτημα ότι στον καθορισμό ζωνών στόχων για τις
συναλλαγματικές ισοτιμίες των ισχυρότερων νομισμάτων του κόσμου, συμμετείχαν οι
πολιτικοί και ιδιαίτερα οι Γάλλοι και οι Ιταλοί οι οποίοι θα μπορούσαν να
υπονομεύσουν την ηγεσία της Μπούντεσμπανκ. Το θεσμικό πλαίσιο για την
Μπούντεσμπανκ έδινε το δικαίωμα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να λαμβάνει εκείνη
τις αποφάσεις για διεθνείς συμφωνίες αυτού του είδους. Οι φόβοι της
Μπούντεσμπανκ (Καρλ Ότο Πελ) γρήγορα επιβεβαιώθηκαν όταν οι Γάλλοι πίεσαν για
την αύξηση των μέσων που θα έπρεπε να έχουν οι κεντρικές κυβερνήσεις στην
αντιμετώπιση των συνεχώς αυξανόμενων κινήσεων κερδοσκοπικών κεφαλαίων και
μάλιστα στο πλαίσιο του συντονισμού της νομισματικής πολιτικής.
Όλες αυτές οι
τεχνικές μεταβολές έγιναν δεκτές και έμμειναν γνωστές ως «εργαλεία Βασιλείας
και Νίμποργκ» το Σεπτέμβριο του 1987.
Η πρώτη
σύγκρουση προήλθε από τη Συμφωνία του Λούβρου. Ενώ οι ΗΠΑ συμμορφώνονταν με τις
απαιτήσεις της Συμφωνίας η Μπούντεσμπανκ 
δεν ήταν διατεθειμένη να πράξει 
το ίδιο επικαλούμενη τη δικαιολογία ότι οι «ζώνες –στόχοι» που εδραίωσε
η Συμφωνία δεν είχε ηγέτη και επομένως δεν υπήρχε «άγκυρα νομισματικής
πολιτικής «. Έτσι αποφάσισε να διατηρήσει τη δική της άγκυρα στην εγχώρια
προσφορά χρήματος  που , κατ’ αυτήν,
αντανακλούσε τις ανάγκες της γερμανικής οικονομίας. Οι ΗΠΑ αντέδρασαν άμεσα  λέγοντας (Τζ. Μπέικερ) ότι η Γερμανία θέτει
σε κίνδυνο την παγκόσμια ανάπτυξη . Η Μπούντεσμπανκ απάντησε (Χ.Σλέζινγκερ) ότι
την ενδιέφερε περισσότερο η σταθερότητα των γερμανικών τιμών.  Η αύξηση των μακροπροθέσμων επιτοκίων και η
εκτίμηση ότι δεν θα υποχωρήσουν στο προβλεπτό μέλλον, ήταν ένας από τους λόγους
που οδήγησαν στο Κραχ της 19 Οκτωβρίου 1987 στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης .
Άμεσο αποτέλεσμα ήταν η διοχέτευση τεραστίων ποσοτήτων χρήματος από την
Fed στην αγορά με στόχο τη διάσωση του αμερικάνικου χρηματοπιστωτικού
συστήματος , κάτι όμως που έστειλε στον κάλαθο των αχρήστων τις συμφωνίες του
Λούβρου προς ικανοποίηση της Μπούντεσμπανκ.
Τον Ιανουάριο
του 1988 ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών , Έντουαρτ  Μπαλαντίρ, πρότεινε την ίδρυση μιας ΕΚΤ για
τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη την κοινότητα. Σε αυτό
συμφωνούσε και ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Χανς Ντίτριχ Γκένσερ . Η
Μπούντεσμπανκ δεν αντέδρασε διότι πίστευε ότι αυτές ήταν απλές φαντασιώσεις
κυρίως των γάλλων  πολιτικών. Η θέση της
ότι μια νομισματική ένωση προϋποθέτει την πολιτική ένωση (ομοσπονδία) την έκανε
να πιστεύει ότι ποτέ οι Γάλλοι εθνικιστές θα συμφωνούσαν σε κάτι παρόμοιο.
Το Ευρωπαϊκό
Νομισματικό Σύστημα.
Η αποτυχία της OΝΕ,
όπως προωθήθηκε από την έκθεση Βερνέρ και το φίδι στο τούνελ, δεν απογοήτευσε
τους κοινοτικούς εταίρους. Περιγράψαμε προηγουμένως τους λόγους.
 Θεωρώντας ότι η
Κοινότητα χρειαζόταν μια νομισματική οργάνωση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τον
Ιούλιο του 1978, προετοίμασε το έδαφος για τη θέσπιση ενός βελτιωμένου
νομισματικού συστήματος.
 Στις 13/3/1979
τέθηκε σε εφαρμογή το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (European Monetary System,
EMS) . Οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας είχαν παρουσιάσει το σχέδιό τους
για το ΕΝΣ στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης τον Απρίλιο του 1978. Ο γαλλογερμανικός
άξονας είναι η Κοινότητα και ο ρόλος των άλλων μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
δεν είναι άλλος από το να ευλογούν τελετουργικά αυτά που θέλουν να επιτύχουν οι
ηγέτες της Γαλλίας  και της Γερμανίας.
Αυτό συνέβη και στη Κοπεγχάγη, όπου έγιναν αποδεκτές οι αρχές του ΕΝΣ.
 
Στην αρχική του φάση το ENΣ ήταν, στην πραγματικότητα,
ένα βελτιωμένο «νομισματικό φίδι», πιο ευέλικτο. H μέγιστη ανεκτή
απόσταση μεταξύ δύο νομισμάτων του συστήματος ήταν πάντα 2,25%, όπως ήταν και
στο φίδι (6% για ορισμένα ασθενή νομίσματα), αλλά οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις
ενός νομίσματος δεν υπολογίζονταν πλέον, όπως μέσα στο φίδι, σχετικά με τα άλλα
νομίσματα του συστήματος, αλλά σχετικά με την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (
ECU).  Η αλλαγή στις
ισοτιμίες γινόταν μετά από κοινή συμφωνία.
Όταν ένα νόμισμα
έφθανε στο πρόθυρο απόκλισης, δηλαδή στο 75% της μεγίστης δυνατής απόκλισης, το
κράτος μέλος όφειλε να παρέμβει στις αγορές συναλλάγματος και να λάβει
νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα για τη
Αυτή βαπτίστηκε ECU, από τα αρχικά του
European  Currency  Unit, τα οποία θύμιζαν το γαλλικό χρυσό
νόμισμα που κυκλοφορούσε επί πολλούς αιώνες. Το ECU αποτελείτο από ένα
συνδυασμό ή «καλάθι» των διαφόρων νομισμάτων που το συνιστούσαν, του οποίου η
αρχική σύνθεση είχε καθοριστεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σχετικών με την
οικονομική βαρύτητα κάθε κράτους μέλους, ιδίως του ακαθάριστου εθνικού
προϊόντος, του ενδοκοινοτικού εμπορίου και των μερίδων συμμετοχής στον
μηχανισμό βραχυπρόθεσμης νομισματικής συνδρομής. Έτσι χρησιμοποιείτο σαν:
κοινός παρονομαστής για τον υπολογισμό των συναλλαγματικών τιμών των κοινοτικών
νομισμάτων  βάση για τον υπολογισμό του δείκτη απόκλισης μεταξύ των
κοινοτικών νομισμάτων παρονομαστής για τις πράξεις παρέμβασης και μέσο
διακανονισμού των πιστωτικών ή χρεωστικών υπολοίπων μεταξύ των κεντρικών τραπεζών.
Στον ιδιωτικό τομέα
χρησιμοποιείτο στην έκδοση δανείων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και περιορισμένα
στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, ενώ ελάχιστα σαν αποθεματικό νόμισμα. Σαν
μέσο πληρωμής η λειτουργία του περιορίζεται στις μεταβιβάσεις των Διαρθρωτικών
Ταμείων και σε μικρό βαθμό στις ιδιωτικές συναλλαγές. Από τη φύση του δεν ήταν
αυτοτελές νόμισμα αλλά αποτελούσε σύνθεση των νομισμάτων των κρατών μελών.
Τα κράτη μέλη έχουν μεταβιβάσει στο Ευρωπαϊκό
Ταμείο Νομισματοπολιτικής Συνεργασίας (ΕΤΝΣ) 20% των αποθεμάτων τους σε χρυσό
και συνάλλαγμα. Αυτοί οι χρηματικοί πόροι συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των
συναλλαγματικών παρεμβάσεων. Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διαφοροποίηση ανάμεσα
σε 3 μορφές, που παίρνει η στήριξη των νομισμάτων.
1. Την βραχυπρόθεσμη χρηματικά απεριόριστη στήριξη
ενός νομίσματος, που λήγει εντός 45 ημερών και που χρησιμοποιείται για την
χρηματοδότηση των υποχρεωτικών παρεμβάσεων.
2. Την βραχυπρόθεσμη στήριξη ενός νομίσματος, που
λήγει εντός 3 μηνών (εδώ μπορεί να γίνει διπλή παράταση διάρκειας 3 μηνών), και
που χρησιμοποιείται για την κάλυψη χρηματικών αναγκών ενός κράτους μέλους, που
απορρέουν από παροδικά ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο
Νομισματικής Συνεργασίας διαθέτει γι’ αυτό το σκοπό ένα πιστωτικό όγκο ύψους 14
δις.
ECU.
3. Τη μεσοπρόθεσμη στήριξη ενός νομίσματος, που
λήγει το νωρίτερο σε 2, και το αργότερο σε 5 χρόνια και που συμβάλλει στη
γεφύρωση μονιμότερων ανισοτήτων του ισοζυγίου πληρωμών. Αυτή η νομισματική
στήριξη, για την οποία διατίθενται 11 δις.
ECU, συνδέεται, σε αντίθεση με
την βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, με οικονομικές και νομισματοπολιτικές
προϋποθέσεις, που θέτει η Κοινότητα.
Στη δεύτερη φάση του ΕΝΣ, που έπρεπε να τεθεί σε
εφαρμογή το Μάρτη του 1981, προβλεπόταν η αντικατάσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου
για την Νομισματοπολιτική Συνεργασία από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ).
Το ΕΝΤ έπρεπε να αποκτήσει ιδιαίτερη νομική υπόσταση, να ιδιοποιηθεί τα
χρηματικά μέσα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Νομισματικής Συνεργασίας που ανήκαν μέχρι
τότε σε κάθε χώρα μέλος και να αναλάβει τις αρμοδιότητες των πιστωτικών
μηχανισμών του ΕΝΣ
[16]. Η αντικατάσταση του ΕΝΣ από το ΕΝΤ δεν έγινε
ποτέ. Την υπέσκαψαν διάφορες πολιτικές παρεμβάσεις των κομμάτων της γερμανικής
αντιπολίτευσης κυρίως της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (
CSU) υπό
τον Φραντς-Γιόζεφ Στράους , αλλά και του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος  (
CDU) υπό τον Χέλμουτ Κολ. Συγχρόνως Γερμανοί δικηγόροι
και κυβερνητικοί παράγοντες υποστήριζαν ότι ένας τέτοιος θεσμός θα απαιτούσε
αναθεώρηση της Συνθήκης της Ρώμης , με όλα τα συνεπακόλουθα μιας
κοινοβουλευτικής επικύρωσης. Όμως ο καταλύτης της μη δημιουργίας του ΕΝΤ ήταν η
Μπούντεσμπανκ η οποία δήλωσε ξερά τη θέση της με τέσσερις λέξεις : “
Wir wollen das nich” ( Δεν το θέλουμε).
Την περίοδο λειτουργίας
του   υπήρξαν πολλές  (πάνω από 12) επανευθυγραμμίσεις νομισμάτων
μέσα στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα (ΕΝΣ). Στους πρώτους δεκαοχτώ μήνες  της ανάληψης της προεδρίας από τον
Μιτεράν  το φράγκο υποτιμήθηκε κατά 30,0%
(Υπουργός Οικονομικών Ζακ Ντελόρ). Οι πιέσεις πάνω σο φράγκο, το 1983,
υποδαύλιζαν μια τιτάνια πολιτική μάχη στο Παρίσι. Από τη μια πλευρά στεκόταν η
αριστερή πτέρυγα των σοσιαλιστών, που ήθελε να επιστρέψουν στην πολιτική
του  1981, να εγκαταλείψουν το ΕΝΣ και να
λάβουν προστατευτικά μέτρα έναντι του εξωτερικού ανταγωνισμού, εν ανάγκη να
«αναστείλουν» την ισχύ των εμπορικών κανονισμών της ΕΚ. Ο υπουργός Βιομηχανίας
, Ζαν-Πιέρ Σεβενεμάν και ο αρχηγός του επιτελείου του Μιτεράν, Πιέρ
Μπερεγκοβουά (ο οποίος , δέκα χρόνια αργότερα, θα υπερασπιζόταν κυριολεκτικά
μέχρι θανάτου , μια εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική) ήταν οι σημαιοφόροι της
Αριστεράς. Εναντίον τους ήταν παραταγμένοι οι «εκσυγχρονιστές», με αρχηγό τους
τον Ντελόρ, οι οποίοι ήθελαν να παραμείνουν στο ΕΝΣ και να επιβάλουν
περισσότερα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής (λιτότητας). Ο καγκελάριος Κολ
ήταν αποφασισμένος ότι ο Ντελόρ έπρεπε να κερδίσει τη μάχη στο Παρίσι. Μια νίκη
του αντιπάλου στρατοπέδου θα μπορούσε να έχει βλαβερές συνέπειες για το
γερμανικό εμπόριο. Η κατάληξη ήταν να βοηθηθεί ο Ντελόρ εμφανίζοντας την
υποτίμηση του φράγκου ως κατά τα ¾ ανατίμηση του μάρκου. Έτσι διατηρήθηκε, προς
στιγμή,  η τιμή της Γαλλίας. Βεβαίως
είχαμε νέες υποτιμήσεις του γαλλικού νομίσματος
Αλλά μέχρι την ώρα των
διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1990-91, είχε αποδείξει τη
σημασία του πλαισίου συλλογικής δημοσιονομικής  πειθαρχίας στο νομισματικό πεδίο.
Αναγκάζοντας τα κράτη που ήταν μέλη του να σέβονται μια σαφή πειθαρχία ως προς
τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, συνέβαλε στην καταπολέμηση του πληθωρισμού.  Όμως, κατά τα τελευταία χρόνια, το ENΣ είχε
μετατραπεί σε πραγματική ζώνη μάρκου, μέσα στην οποίαν η πειθαρχία επιβαλλόταν
από τη γερμανική κεντρική τράπεζα, την περίφημη Bundesbank.  Αυτή η πειθαρχία έδινε καλά αποτελέσματα
μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 . Η σταθερότητα τιμών της Γερμανίας
εξάγονταν και σε άλλα μέλη του συστήματος 
συνοδευόμενη όμως με την οικονομική αποτελμάτωση και την ανεργία. Σε
όλες τις χώρες συμπεριλαμβανόμενης της Γερμανίας η ανεργία σημείωνε σταθερή
αύξηση.
 Από το 1990, όμως, δύο σημαντικά φαινόμενα
άρχισαν να κλονίζουν την πειθαρχία μέσα στο ENΣ: η πλήρης απελευθέρωση των
κινήσεων κεφαλαίων μέσα στην Κοινότητα, η οποία ενίσχυσε τις κερδοσκοπικές
δυνατότητες των χρηματοδοτικών ενδιαμέσων και η χρηματοδότηση της γερμανικής
ενοποίησης, η οποία επιβάρυνε τον γερμανικό προϋπολογισμό. Αλλά όμως, κανένα
σύστημα νομισματικής συνεργασίας δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά, όταν το
κράτος που εκδίδει το νόμισμα αναφοράς, δεν μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητά
του.
Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
ήταν η πρώτη σημαντική αναθεώρηση της αρχικής συνθήκης της Ρώμης. Το άρθρο 1
δήλωνε αρκετά καθαρά: «οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες και η ευρωπαϊκή πολιτική
συνεργασία θα έχουν ως στόχο τους να συμβάλουν από κοινού στο να επιτευχθεί
συγκεκριμένη πρόοδος προς την ευρωπαϊκή ενότητα». Αντικαθιστώντας απλά τη λέξη
«Κοινότητα» με τη λέξη «Ένωση» οι ηγέτες των δώδεκα κρατών μελών έκαναν ένα
αποφασιστικό βήμα προς τα εμπρός από θέση αρχών. Όμως απέφυγαν ή ανέβαλαν κάθε
πραγματικά επίμαχο ζήτημα. Παρέκαμψαν προσεκτικά την ενοχλητική απουσία
οποιασδήποτε κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για την άμυνα και τις εξωτερικές
υποθέσεις. Τα κράτη μέλη έμειναν αυστηρά προσηλωμένα στις εσωτερικές
λειτουργίες μιας οντότητας η οποία ήταν κυρίως μια κοινή αγορά. Ωστόσο
συμφώνησαν να προχωρήσουν σχεδιασμένα προς μια πραγματική ενιαία εσωτερική
αγορά εμπορευμάτων και εργασίας (από το 1992) και να υιοθετήσουν ένα σύστημα
«ενισχυμένης πλειοψηφίας» στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, «ενισχυμένης» με την
έννοια ότι, λόγω της επιμονής τους, τα μεγαλύτερα κράτη (κυρίως η ΜΒ και η
Γαλλία) διατήρησαν το δικαίωμα να μπλοκάρουν προτάσεις τις οποίες θα έκριναν
επιζήμιες για το εθνικό συμφέρον τους. Η εγκατάλειψη του συστήματος του βέτο των
κρατών μελών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήταν αναπόφευκτη, διαφορετικά δεν θα
μπορούσαν να λαμβάνονται αποφάσεις από μια όλο και πιο δυσκίνητη κοινότητα
κρατών. Η  Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
επέκτεινε τις εξουσίες της Κοινότητας σε πολλά πεδία- στο περιβάλλον, στις
πρακτικές απασχόλησης, στις τοπικές πρωτοβουλίες για την έρευνα –ανάπτυξη, στα
οποία η Κοινότητα δεν εμπλεκόταν προηγουμένως .
Ιστορική εξέλιξη της ΕΕ.
Το Φεβρουάριο του 1992 στο
Μάαστριχτ της Ολλανδίας υπογράφεται από τις αντιπροσωπείες των 12 κρατών μελών
η ομώνυμη συνθήκη με την οποία ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την ίδια συνθήκη
αφαιρείται από τον τίτλο της Κοινότητας ο προσδιορισμός Οικονομική,
σηματοδοτώντας τη μετεξέλιξή της στο σπουδαιότερο τμήμα του πρώτου από τους
τρεις πυλώνες της ΕΕ.
Ο επίσημος μηχανισμός προς
την πλήρη Ευρωπαϊκή Ένωση τέθηκε σε κίνηση με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του
1987, αλλά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσε ώθηση στη διαδικασία. Η Ενιαία
Ευρωπαϊκή Πράξη δέσμευε τα δώδεκα μέλη της Κοινότητας να εξασφαλίσουν μέχρι το 1992
την πλήρη απελευθέρωση της κίνησης των προϊόντων, των υπηρεσιών, του κεφαλαίου
και των ανθρώπων, κάτι που δύσκολα μπορούσε να θεωρηθεί καινοτομία, αφού οι
ίδιοι στόχοι είχαν διατυπωθεί κατ’ αρχήν δεκαετίες νωρίτερα. Όμως η Συνθήκη του
Μάαστριχτ  του 1992 και η διάδοχος
Συνθήκη του Άμστερνταμ πέντε χρόνια αργότερα ώθησαν τα μέλη της Ένωσης σε ένα
πραγματικά καινοτόμο σύνολο θεσμικών και χρηματοοικονομικών διευθετήσεων, και
αυτές οι διευθετήσεις ήταν άμεσο αποτέλεσμα των ριζικά αλλαγμένων εξωτερικών συνθηκών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύθηκε επίσημα με τη θέση σε
ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ την 1η Νοεμβρίου 1993. Την 1η Ιανουαρίου 1995 η
Αυστρία, η Φιλανδία και η Σουηδία προσχώρησαν στην πρόσφατα ιδρυθείσα Ένωση. Η
επόμενη τροποποιητική συνθήκη υπογράφηκε στο Άμστερνταμ το 1997 και τέθηκε σε
ισχύ την 1η Μαΐου 1999. Η συγκεκριμένη συνθήκη πρόσθεσε μια σειρά σημαντικές
τεχνικές τροπολογίες στην αρχική Συνθήκη της Ρώμης, οι οποίες συμπλήρωναν τους
στόχους του Μάαστριχτ και καθιστούσαν αποτελεσματική τη δεδηλωμένη πρόθεση της
ΕΕ να καθιερώσει το καθεστώς του Ευρωπαίου πολίτη και να αναπτύξει ευρωπαϊκούς
θεσμούς για τα ζητήματα της απασχόλησης, της υγείας, του περιβάλλοντος και της
καταφανούς έλλειψης κοινής εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτό το σημείο, με
χρονοδιάγραμμα να τεθεί σε ισχύ το κοινό νόμισμα το 1999, η Ένωση είχε
συμπληρώσει μια δεκαετία εσωτερικής ολοκλήρωσης, η οποία είχε απορροφήσει κάθε
γραφειοκρατική ενεργητικότητα της.
Την ίδια χρονιά το ευρώ αντικατέστησε σε λογιστική
μορφή τα εθνικά νομίσματα σε έντεκα κράτη μέλη, τη λεγόμενη ευρωζώνη. Το 2001
προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά το ενιαίο ευρωπαϊκό
νόμισμα κυκλοφόρησε και σε φυσική μορφή.
Εν όψει και της επικείμενης μεγαλύτερης διεύρυνσης
στην ιστορία της ΕΕ, τα κράτη μέλη της υπέγραψαν νέα τροποποιητική συνθήκη, τη
Συνθήκη της Νίκαιας (26.2.2001), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2003 και
δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμικών οργάνων
της Ένωσης των 25. Την 1η Μαΐου 2004 δέκα νέες χώρες, οκτώ εκ των οποίων της
Ανατολικής Ευρώπης, προσχώρησαν στην ΕΕ: Τσεχία, Εσθονία, Κύπρος, Λετονία,
Λιθουανία, Ουγγαρία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβενία, και Σλοβακία.
Στις 29 Οκτωβρίου 2004 υπογράφηκε στη Ρώμη η
Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, που φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει
όλο το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με μία
απλούστερη και συνεκτικότερη δομή, δίνοντας στη νέα Ευρωπαϊκή Ένωση διευρυμένες
αρμοδιότητες. Η συνθήκη δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ, ύστερα από την απόρριψη της
επικύρωσής της το 2005 από το γαλλικό και ολλανδικό λαό σε δημοψηφίσματα. Μετά
την εγκατάλειψη του “Συντάγματος της Ευρώπης”, συμφωνήθηκε αφενός να
διασωθούν και αφετέρου να τροποποιηθούν ορισμένα τμήματά του έτσι, ώστε μια νέα
συνθήκη να τροποποιήσει τις ιδρυτικές συνθήκες, όπως παραδοσιακά μέχρι τότε
συνηθιζόταν, χωρίς να τις αντικαταστήσει. Έτσι υπογράφηκε η Συνθήκη της
Λισαβόνας (13.12.2007), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009. Παράλληλα,
την 1η Ιανουαρίου 2007, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έγιναν το 26ο και το 27ο
κράτη μέλη της ΕΕ, ολοκληρώνοντας έτσι την πορεία διεύρυνσης προς ανατολάς, που
ξεκίνησε το 1994 με την πρώτη αίτηση της Ουγγαρίας προς ένταξη.
Το 2007 το ευρώ υιοθετήθηκε από τη Σλοβενία, το
2008 από την Κύπρο και τη Μάλτα, ενώ το 2009 από τη Σλοβακία. Το 2011 η Εσθονία
έγινε το 17ο κράτος μέλος της ΕΕ που εισήλθε στην ευρωζώνη. Την 1 Ιουλίου 2013
η Κροατία έγινε το 28ο κράτος μέλος της ΕΕ. Την 1η Ιανουαρίου 2015 η
Λιθουανία έγινε μέλος της Ευρωζώνης.
======================================
ΚΟΥΤΙ
Διακήρυξη του Σουμάν.
Με τη Διακήρυξη του Γάλλου υπουργού εξωτερικών Ρομπέρ
Σουμάν στις 9 Μαΐου 1950, εμπνευσμένη από τον Γάλλο αξιωματούχο και εν συνεχεία
πρώτο Πρόεδρο της Ανωτάτης Αρχής της ΕΚΑΧ ,Ζαν Μονέ, σηματοδοτείται μία νέα
περίοδος στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης που ταυτίζεται με την έναρξη των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το σχέδιο Schuman προτείνει μία προοδευτική ενοποίηση με
πρώτο στάδιο τον οικονομικό τομέα και πρώτο βήμα του σταδίου αυτού την κοινή
διαχείριση της γαλλο-γερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό μία Ανώτατη
Αρχή, στο πλαίσιο μάλιστα ενός οργανισμού που θα είναι ανοικτός στη συμμετοχή
κι άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να εξασφαλίσει την
συλλογική ασφάλεια, το αίτημα της οποίας παραμένει πρωταρχικό ιδιαίτερα μετά
από τον μακρόχρονο ανταγωνισμό μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Ευθέως δηλώνεται
και η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας με στοιχεία υπερεθνικότητας.
Χαρακτηριστικά: “Η συσπείρωση των ευρωπαϊκών κρατών απαιτεί να εξαλειφθεί η προαιώνια
αντίθεση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας (…). Η από κοινού διαχείριση της
παραγωγής άνθρακα και χάλυβα θα εξασφαλίσει άμεσα την εγκατάσταση κοινών βάσεων
οικονομικής ανάπτυξης, πρώτου σταδίου της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας και θα αλλάξει
την μοίρα περιοχών, οι οποίες από μακρού προορίζονται για την κατασκευή
πολεμικών όπλων, υπήρξαν δε και τα πιο σταθερά θύματα των τελευταίων (…). Η
αλληλεγγύη που θα δημιουργηθεί στην παραγωγή θα καταδείξει ότι κάθε πόλεμος
μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας καθίσταται όχι μόνον αδιανόητος αλλά και υλικά
αδύνατος
Η πρόταση του Schuman είχε απήχηση στις χώρες της
Μπενελούξ, την Ιταλία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όχι όμως
και στην Αγγλία.
Σημείο δεύτερο.
Περίοδος 1990-2008. Εταίρος εν ηγεμονία (partner in leadership).
31η Μαΐου
1989.
Μάϊντς.  Ο Αμερικανός πρόεδρος George Bush (πρεσβύτερος)
κάλεσε την ΟΔΓ να καταστεί «εταίρος εν ηγεμονία» των ΗΠΑ.

Οκτωβρίου 1990,
Επανένωση Γερμανίας. Επήλθε άρση όλων των δικαϊκών τίτλων
των Νικητριών Δυνάμεων. Τούτο συνεπήγετο , θεωρητικώς τουλάχιστον τη
διεθνοπολιτική χειραφέτηση της ΟΔΓ. Όμως η ΟΔΓ εξακολούθησε να δεσμεύεται  από ορισμένους όρους όπως: απαγόρευση κατοχής
ή ανάπτυξης ΒΧΠ όπλων. Επίσης επαναβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ έχει και θα έχει
πάντοτε τον πρωτεύοντα ρόλο στα ζητήματα και της νέας μεταψυχροπολεμικής
«Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Ασφαλείας» και ότι κάθε άλλη πρωτοβουλία επί θεμάτων
Αμύνης και Ασφαλείας νοείται συμπληρωματικώς και όχι ανταγωνιστικώς προς το
ΝΑΤΟ. Εξάλλου ο στρατηγικός σκοπός του ΝΑΤΟ , όπως με σαφήνεια είχε δηλώσει ο
πρώτος ΓΓ της Συμμαχίας , Λόρδος Ismay είναι : “to keep the Americans in (Europe), the Russians out and the Germans down”.  Οι ΗΠΑ μετά την επανένωση της ΟΔΓ (την οποία
επέτρεψαν) την ενθάρρυναν  για ανάληψη
μεγαλύτερης διεθνοπολιτικής  ευθύνης  και υπό μιαν έννοια, να αναλάβει η ΟΔΓ τον
ρόλο της Περιφερειακής Δύναμης στην Ευρώπη. 
Με τον τρόπο αυτό θα ήσαν οι Γερμανοί που θα επωμίζονταν τα οικονομικά
βάρη της ανορθώσεως των κατεστραμμένων 
οικονομιών  της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης και την ανάληψη καθηκόντων τάξεως και ασφαλείας στην
περιοχή. Έτσι, σύμφωνα με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς  η Γερμανία έπρεπε να επωμισθεί την αποστολή
αυτή διαθέτοντας τακτικούς χειρισμούς των οποίων τον στρατηγικό έλεγχο ,όμως,
θα εγγυάται η θεσμοθετημένη  μέσω του
ΝΑΤΟ, πρόσδεση της στο άρμα της Δύσης, δηλαδή των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τους
αμερικανούς , η ΜΒ, τουλάχιστον για ένα διάστημα , δεν μπορεί να φέρει εις
πέρας αυτή την αποστολή . Η δε Γαλλία δεν μπορεί εξ αντικειμένου, και αν
μπορούσε θα επιθυμούσε μια Ευρώπη ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ. Έτσι η κατάληξη ήταν
μια ΕΕ υπό Γερμανική ηγεμονία. Η συγκεκριμένη κατάληξη κινητοποίησε τα
αντανακλαστικά της Γαλλίας , η οποία επιθυμούσε σφόδρα για τον εαυτό της τον
ρόλο αυτό. Όμως , μετά από αναλύσεις και σκέψεις, επέλεξε την οδό της
στρατηγικής συνεννόησης με την ΟΔΓ για τη συνδιαμόρφωση του μεταψυχροπολεμικού
διεθνούς συστήματος.
26η
Νοεμβρίου 1992
, εκπόνηση των νέων Κατευθύνσεων Αμυντικής Πολιτικής των
Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων όπου διατυπώνεται για πρώτη φορά ως σκοπός «η
υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος».
Η συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η εμβάθυνση της ΕΕ, όπως άλλωστε και η διεύρυνση , ανταποκρίνεται απολύτως προς
τα γερμανικά συμφέροντα.  Η προσήλωση των
γερμανών ιθυνόντων στην ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση» ωφείλετο στην θεωρητικά και
εμπειρικά βάσιμη και  καταδεδειγμένη
υπόθεση ότι, εντός μιας ενοποιημένης Ευρώπης, η πολιτική ηγεσία, και η
ηγεμονία, της Γερμανίας θα προέκυπτε αφ’ εαυτής. Ο ηγετικός ρόλος για να
εξασφαλιστεί , θα έπρεπε να δράσει εγκαίρως εντός του κοινοτικού πλαισίου κατά
τρόπον ώστε να έχει καθοριστικό λέγειν στην πρώιμη διαμόρφωση των δομών και των
οργάνων. Παράλληλα να αποτρέπει τον σχηματισμό ομάδων ή συμμαχιών εντός του
κοινοτικού χώρου που θα  ερχόταν σε
αντίθεση με τα γερμανικά σχέδια της ενοποίησης της ΕΕ.

Δεκεμβρίου 1993,
Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην ΟΔΓ, R.C.Holbrooke «Όχι μόνον δεν διακατεχόμεθα από κανένα φόβο έναντι ενός
μεγαλύτερου ρόλου της Γερμανίας στον κόσμο, αλλά, αντιθέτως, τον χαιρετίζουμε».
24η
Μαρτίου 1999,
συμμετοχή στο βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας. Πρώτη συμμετοχή
μετά το 1945 σε πολεμική ενέργεια, μαζί με τους υπόλοιπους συμμάχους.
Πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη θέση της δυνητικής Περιφερειακής Δύναμης
στον Ευρωπαϊκό Χώρο.
2003  Η άρνηση του Καγκελαρίου Schroder να
συμμετάσχει στην επίθεση στο Ιράκ, προκάλεσε την μήνιν των Αμερικανών (το
έπραξε για εσωτερικούς λόγους ενόψει των επερχόμενων εκλογών) προκάλεσαν
χαλύβδωση του λανθάνοντος εθνικού συναισθήματος της μεγάλης πλειοψηφίας του
Γερμανικού Λαού. Εκφράσθηκαν ποικιλοτρόπως τα αντιαμερικανικά αισθήματα του. 
Μετά τον πόλεμο του Ιράκ παρατηρείται μια διέγερση των
γεωπολιτικών αντανακλαστικών των Ηπειρωτικών Ευρωπαϊκών Δυνάμεων έναντι κυρίως
των αξιώσεων των ΗΠΑ. Αναζητήθηκε συνεννόηση με την Ρωσία (γεωπολιτικά συγγενή)
αλλά και με την Κίνα.  Κατά βάση η
συνεννόηση ήταν οικονομικής φύσεως.  Η
οικονομική συνεργασία με την Ρωσία θα εξασφάλιζε στην Γερμανία την πολυπόθητη
ενέργεια από τα πετρέλαια και το φυσικό αέριο και επίσης ρωσικές αγορές για τα
προϊόντα της. Η Ρωσία θα εξασφάλιζε σταθερές αγορές για τα πετρελαιοειδή της
και τον ορυκτό πλούτο της στη Γερμανία και στις άλλες χώρες της Ευρώπης , με
παράλληλη πρόσβαση στη σύγχρονη τεχνολογία και σε επενδύσεις από την Ευρώπη.
Για την Γερμανία, εξ’ άλλου, οι γεωπολιτικές και
γεωστρατηγικές αναγκαιότητες αλλά και η μελέτη της Ιστορίας μαρτυρούν ότι τα
ζωτικά Εθνικά Συμφέροντα της υπαγορεύουν στην χώρα αυτή να διατηρεί σχέση καλής
συνεργασίας με την Ρωσία. Με αυτήν την πυξίδα πορευθέντες, ο Φρειδερίκος ο
Μέγας της Πρωσσίας, ο πρώτος Καγκελλάριος της ενοποιημένης Γερμανίας Όθων φον
Βίσμαρκ, αλλά και ο πρώτος Καγκελλάριος της επανενωθείσης Γερμανίας Χέλμουτ Κόλ
επέτυχαν εθνικούς άθλους. Οσάκις εγκαταλείφθηκε η πορεία αυτή, η Δύναμη στο
μέσον της Ευρώπης γνώρισε μεν πρόσκαιρους ρωμαϊκούς θριάμβους, αλλά υπέστη
τελικώς μεγάλα δεινά.
Το ίδιο συνέβη με την Κίνα. 
Το 2014 οι εξαγωγές της Γερμανίας, στην Κίνα,  ήταν 74,5 δις ευρώ και οι εισαγωγές  79,5 δις ευρώ.
Σημείο τρίτο.
Η κρίση 2008-2015. Ανεύθυνος
ηγεμόνας
.
Μερκαντιλιστική
οικονομική πολιτική και έξαρση του εθνικολαϊκισμού
. Η  σχέση με τις περιφερειακές
χώρες.
Η επιλογή της «επίλυσης» της οικονομικής κρίσης με τον
γνωστό γερμανικό τρόπο , δηλαδή τις οικονομικές πολιτικές συρρίκνωσης  του ΑΕΠ , προκάλεσε βίαιη φτωχοποίηση κυρίως
των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Χτύπησε ανηλεώς τις μικρές περιφερειακές χώρες
(Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρο) και επέδρασε πολύ αρνητικά στις
οικονομίες της Γαλλίας και ιδίως της Ιταλίας. Η οικονομική κατάσταση στην
ευρωζώνη εξακολουθεί να είναι εύθραυστη παρά τις προσπάθειες επεκτατικής
νομισματικής πολιτικής που καταβάλλει η ΕΚΤ.   Οι
πολιτικές αυτές αυξάνουν το χάσμα στην υποτιθέμενη σύγκλιση του βιοτικού
επιπέδου των ευρωπαϊκών λαών.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
έτος
εξαγωγές
εισαγωγές
ισοζύγιο
2001
638,268
542,774
95,494
2008
984,14
805,842
178,298
2010
951,959
797,097
154,863
2014
1133,539
916,635
216,904
Πηγή: DiSTATIS