Οι πρώτες εκτιμήσεις για τα μέτρα της ΕΚΤ.


 Τα πρώτα
απτά  αποτελέσματα μετά την ανακοίνωση
και την εφαρμογή των μέτρων της ΕΚΤ (5ης Ιουνίου) είναι τα ακόλουθα:
Μειώθηκαν
σημαντικά οι καταθέσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων στην ΕΚΤ όπως ήταν αναμενόμενο
. Μια μείωση περίπου 25 δις ευρώ . Οι καταθέσεις τώρα ανέρχονται περίπου σε
13,6δις ευρώ. Τα αρνητικά επιτόκια επέδρασαν δραστικά στην παρατηρούμενη
μείωση.  Το ζήτημα είναι που οδηγούνται
αυτές οι καταθέσεις.
Το επιτόκιο overnight Eonia ( το οποίο
μετρά το κόστος χρήματος των συναλλαγών μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων
(πλεονασματικών –ελλειμματικών) στο τέλος της ημέρας όταν θα πρέπει να
παρουσιάζουν ισοσκελισμένο ισοζύγιο, μειώθηκε επίσης σημαντικά κατά 58,0% , από
0,104%  στο 0,043% τις 13 Ιουνίου .
Δηλαδή υπό μιαν έννοια και ο δεύτερος στόχος των μέτρων της ΕΚΤ φαίνεται ότι
επιτυγχάνεται. Από την αρχή του έτους το επιτόκιο 
overnight Eonia παρουσίαζε
υψηλή μεταβλητότητα. Τον Απρίλιο ανήλθε στο ο,7% υψηλότερο και από τον
πληθωρισμό 0,5% αντανακλώντας την μεγάλη απόκλιση μεταξύ των τραπεζών των χωρών
του βορρά (πλεονασματικές) και των χωρών του νότου (ελλειμματικές). Τώρα με τα
μέτρα της ΕΚΤ φαίνεται ότι επέρχεται σταθεροποίηση του επιτοκίου
overnight Eonia σε ύψος
κοντά στο μηδέν όπως συμβαίνει και στις ΗΠΑ με την νομισματική πολιτική της
Fed.Φαίνεται
λοιπόν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν πρέπει να έχουν προβλήματα να καλύψουν τα
ημερήσια ελλείμματά τους.
Όμως η
επίτευξη των ενδιάμεσων στόχων δεν σημαίνει ότι θα επιτευχθεί και ο βασικός
στόχος που είναι η μεταφορά του προσφερόμενου χρήματος στην πραγματική
οικονομία. Εδώ υπάρχει μεγάλος σκεπτικισμός ο οποίος εδράζεται στους παρακάτω
λόγους.
Είναι γνωστόν
ότι οι τραπεζικές πιστώσεις δεν εξαρτώνται από την κατάσταση που ευρίσκεται το
καθημερινό ισοζύγιο των αποθεμάτων της. Κάθε τραπεζικό ίδρυμα έχει πρόσβαση στη
ρευστότητα πάντοτε σε σχέση με το κόστος χρήματος που είναι διαθέσιμη να
καταβάλλει. Συνεπώς η σημερινή κατάσταση στη διατραπεζική αγορά  βεβαίως είναι περισσότερο ευνοϊκή αλλά δεν
σηματοδοτεί αυτομάτως την επέκταση της πίστωσης προς την πραγματική οικονομία.
Είναι μια αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη . Η ικανή συνθήκη εξαρτάται από τη
ζήτηση των επιχειρήσεων και νοικοκυριών η οποία θα αξιολογηθεί με βάση την
πιστοληπτική τους ικανότητα. Όμως η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται ακόμη σε
στασιμότητα και τα πιστοληπτικά κριτήρια ακριβώς για το λόγο αυτό είναι υψηλά.
Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών είναι χαμηλές λόγω της ακολουθούμενης
πολιτικής λιτότητας , άρα το διαθέσιμο εισόδημα είναι περιορισμένο. Στην
ευρωζώνη υπάρχουν 18 εκατομμύρια άνεργοι. Παράλληλα  ο τρόπος που διατίθενται τα χρήματα από την
ΕΚΤ είναι σχεδόν βέβαιο ότι  κατευθύνει
τον μεγάλο όγκο των χρημάτων σε εκείνα τα τραπεζικά ιδρύματα που δεν τα έχουν
ανάγκη (αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην κάνουν χρήση αυτών
των δυνατοτήτων) και όχι σε εκείνα που τα έχουν ανάγκη. Η ΕΚΤ (Μηνιαίο Δελτίο ,
Ιούνιος 2014) σκιαγραφεί τις εξελίξεις ως εξής :
«Από μια γενικότερη σκοπιά, η υποτονικότητα των τραπεζικών
χορηγήσεων εξακολουθεί να
αντικατοπτρίζει την επίδραση παραγόντων τόσο από την πλευρά
της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης, αν και οι επιδράσεις τους διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα.
Επιπλέον, ο κατακερματισμός των χρηματοπιστωτικών αγορών
και το αυξημένο κόστος
δανεισμού που αντιμετωπίζουν οι μη χρηματοπιστωτικοί τομείς
σε ορισμένες χώρες συνεχίζουν να επηρεάζουν δυσμενώς τις δαπάνες και την κεφαλαιακή
δαπάνη. Η υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα μπορεί επίσης να επηρεάζει αρνητικά τη
ζήτηση τραπεζικών χορηγήσεων σε αρκετές χώρες. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις σε αυξανόμενο
βαθμό υποκαθιστούν τα τραπεζικά δάνεια με εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως
τα εσωτερικά τους κεφάλαια και, όσον αφορά τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού
τομέα, με απευθείας άντληση κεφαλαίων από τις κεφαλαιαγορές . Τα αποτελέσματα της έρευνας τραπεζικών χορηγήσεων
του Απριλίου 2014 επιβεβαιώνουν τη σταθεροποίηση των πιστωτικών συνθηκών από πλευράς
τραπεζών για τις επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ: Το καθαρό ποσοστό των τραπεζών
που ανέφεραν ότι εφαρμόζουν πιο αυστηρά πιστοδοτικά κριτήρια για τα επιχειρηματικά
δάνεια παρέμεινε γενικά αμετάβλητο στο 1%, ενώ οι τράπεζες προβλέπουν καθαρή χαλάρωση
των πιστοδοτικών κριτηρίων το β΄ τρίμηνο του 2014.
Από την πλευρά της ζήτησης,
το καθαρό ποσοστό των τραπεζών που δηλώνουν αυξημένη ζήτηση δανείων είναι θετικό
σε όλους τους τομείς για πρώτη φορά από τα μέσα του 2011. Επίσης, οι τράπεζες αναμένουν
ότι η ζήτηση για όλες τις κατηγορίες δανείων θα αυξηθεί το β΄ τρίμηνο του 2014».
 Όπως και να έχουν πάντως τα πράγματα, καλό
είναι να περιμένουμε τους προσεχείς μήνες για να παρακολουθήσουμε στην πράξη
τις εξελίξεις.