Παρά τις κυβερνητικές εκτιμήσεις η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική είναι ανεπαρκής για την επανεκκίνηση της οικονομίας.


Όπως έχει συμβεί μέχρι σήμερα , κατά τη διάρκεια όλων των  διαπραγματεύσεων, η συμφωνία με την Τρόικα επιτεύχθηκε.
Μάλιστα με έναν τέτοιο τρόπο που επιτρέπει στη Κυβέρνηση να πάρει βαθειά ανέσα ενόψει
των επερχόμενων εκλογών του Μαΐου.   
Η πλήρης συμμόρφωση της Κυβέρνησης προς το πρόγραμμα , όπως συνήθως
γίνεται, αυτή τη φορά καλύφθηκε αφενός από την μεγάλη επιμήκυνση της χρονικής περιόδου
διαπραγμάτευσης  και αφετέρου από την πολιτική συμφωνία μετατόπισης των πλέον
οδυνηρών πολιτικών ζητημάτων (τα οποία ως τέτοια έχουν και μεγαλύτερο πολιτικό
κόστος ) την περίοδο αμέσως μετά τις εκλογές: όπως οι ομαδικές απολύσεις  και η  έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης η οποία δεν θα
ισχύσει έως και το 2014
όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί αλλά έως
το 2016.
Στην Κυβέρνηση υπάρχει διάχυτο θετικό κλίμα για αυτές τις εξελίξεις
.
Η συμφωνία που επετεύχθη με την τρόικα χαιρετίσθηκε από την κυβέρνηση με
τρόπο θριαμβευτικό και τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά να υποστηρίζει -κάπως
πρόωρα είναι η αλήθεια- ότι έβγαλε «τη χώρα από την κρίση».

 Οι λόγοι είναι πολλαπλοί : με την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξεως
των 2,9 δις ευρώ (περίπου 1,5% ΑΕΠ), μέσω τρομακτικής φορολογικής επιβάρυνσης
και δραματική μείωσης των δαπανών το 2013, εξασφάλισε  τη δυνατότητα να επιστρέψει σε διάφορες κοινωνικές
ομάδες ένα εφάπαξ κοινωνικό μέρισμα
και στον επιχειρηματικό κόσμο ένα μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου.
Ελπίζει ότι αυτό θα λειτουργήσει στο πολιτικό επίπεδο. Επίσης ελπίζει (και
είναι σωστό) ότι το μεγαλύτερο μέρος από αυτές τις επιστροφές  θα ανακυκλωθεί στην οικονομία με
πολλαπλασιαστικά θετικά  αποτελέσματα για
το ΑΕΠ (και είναι σωστό). Αποφεύγει να λάβει επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα για
το 2014 (έτος εκλογών) δεδομένου ότι με τα ισχύοντα (αν όλα εξελιχθούν ομαλά το
οποίο μεταφράζεται αν τα κοινωνικά στρώματα που σηκώνουν το φορολογικό  βάρος  συνεχίσουν να ανταποκρίνονται ) μπορεί να
προσβλέπει στην επίτευξη του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2014
(1,5% ΑΕΠ ή περίπου 3 δις ευρώ). Μάλιστα η προβλεπόμενη σταθεροποίηση του ΑΕΠ
θα επιτρέψει ευκολότερα στους αυτόματους σταθεροποιητές της οικονομίας να
λειτουργήσουν.  Παράλληλα θα επέλθει μια
μικρή ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους ( είναι βέβαιον) μετά την
αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους το καλοκαίρι. Επιπλέον η κυβέρνηση σχεδιάζει
να «βγει» στις αγορές για μικρό ύψος δανεισμού σε πλήρη συμφωνία με
συγκεκριμένους επενδυτικούς φορείς οι οποίοι λειτουργούν ήδη στην ελληνική
οικονομία ως σύμβουλοι ή ως επενδυτές (χαρτοφυλακίου). Αλλά αυτό δεν έρχεται σε
αντίθεση με το σχεδιασμό.  Θα πρέπει να
πούμε ακόμη ότι ήδη το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει ανοίξει το δρόμο με
σειρά ομολογιακών εκδόσεων για την ΑΜΚ.

Επικοινωνιακά η κυβέρνηση με βάση τα παραπάνω επιχειρεί να
εμφανισθεί συνεπείς στις εξαγγελίες της 
και να επιχειρήσει να ανατρέψει το δυσμενές για αυτήν κλίμα στην
κοινωνία.  Δύσκολο εγχείρημα, διότι το
κόστος που κατέβαλε η ελληνική οικονομία , σε όλα τα επίπεδα, είναι τόσο μεγάλο
και τόσο πρόσφατο  ώστε είναι (σχεδόν) αδύνατον
να «ξεχασθεί»  εύκολα και απλά.  
Η θετική εξέλιξη του σχεδιασμού της κυβέρνησης (με σαφή
πολιτική βοήθεια από τους ευρωπαίους) φαίνεται ότι δημιουργεί προβλήματα στην
αντιπολίτευση (όλα τα
κόμματα της αντιπολιτεύσεως κατηγόρησαν την κυβέρνηση  ότι υπέκυψε πλήρως στις πιέσεις των δανειστών
και προεξοφλούν τη σύνταξη και νέου Μνημονίου)
η οποία μεγάλο μέρος της αντιπολιτευτικής δράσης στήριζε στην
αποτυχία του κυβερνητικού σχεδιασμού (δεν θα υπάρξει  πρωτογενές πλεόνασμα, δεν θα υπάρξει έξοδος στις
αγορές κτλ) και όχι στο ότι για την
ανάκαμψη της οικονομίας ο παραπάνω  σχεδιασμός δεν είναι αρκετός , δεν
ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας , είναι αναποτελεσματικός  διότι έχει τεράστιο κόστος ευκαιρίας  και εν πάση περιπτώσει δεν αντιμετωπίζει  το αναπτυξιακό έλλειμμα της ελληνικής
οικονομίας   με τον πρέποντα τρόπο.  Δεν νοείται καμία επανεκκίνηση  της οικονομίας με 1,5 εκ ανέργους . Δεν
νοείται καμία επανεκκίνηση χωρίς σαφείς , στην πράξη και όχι στη θεωρία, αναπτυξιακούς
μοχλούς (επενδυτική  ζήτηση αλλά και καταναλωτική
ζήτηση). Η ρήση του πρωθυπουργού ότι το 2020 θα έχουμε επανακάμψει πλήρως
φαντάζει τόσο μακρινό ώστε να μην λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από κανένα ,παρότι η
αληθοφάνεια της ρήσης(
ceteris paribus) φαντάζει υψηλή.