Η αλλαγή προτύπου οικονομικής πολιτικής είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία.

Η αλλαγή προτύπου οικονομικής πολιτικής είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία
στην παρούσα συγκυρία.
Μια τέτοια άμεση αλλαγή προτύπου οικονομικής πολιτικής  θα πρέπει να  λαμβάνει 
υπόψη την πλήρη αλληλεξάρτηση των αγορών προϊόντος και εργασίας καθώς
και την αλληλεπίδραση της δημοσιονομικής πολιτικής με την οικονομική
δραστηριότητα. Ας δούμε τι συγκεκριμένα συμβαίνει , πρώτα, στις δύο αγορές ,
και στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο δεύτερο σημείο.
Όπως  υποστηρίζει το θεωρητικό
υπόδειγμα που αποτελεί τον καμβά ς πάνω στον οποίο στηρίζεται   το εφαρμοζόμενο  πρόγραμμα από την κυβέρνηση και την τρόικα ο
μηχανισμός εξισορρόπησης των δύο μερικών αγορών του συστήματος προϊόντων και
εργασίας είναι το σύστημα τιμών.  Το
σύστημα των τιμών
δεν λειτουργεί στην ελληνική οικονομία (αλλά και στις περισσότερες  αγορές προϊόντων )και δεν εξισορροπεί την
προσφορά και τη ζήτηση της οικονομίας, δεν εκκαθαρίζει τις αγορές και δεν
κατανέμει αποτελεσματικά τους πόρους.
 Επιπλέον, στην τρέχουσα συγκυρία και οι δυο
αναφερόμενες  αγορές, προϊόντος
και εργασίας, βρίσκονται σε κατάσταση υπερβάλλουσας
προσφοράς(είναι αγορές αγοραστών). Διέπονται από  μεγάλη ανισορροπία και συγχρόνως υπάρχει πλήρης
αμφίδρομη διασύνδεση μεταξύ τους (η αιτιότητα κινείται και προς τις δυο κατευθύνσεις).
Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι οποιοδήποτε
επίπεδο  απασχόλησης των πόρων
επιτυγχάνεται εξαρτάται αποκλειστικά από το επίπεδο της ζήτησης.  Από την πλευρά της προσφοράς δεν μπορεί να περιμένουμε
κάτι διαφορετικό.  Όμως από τη στιγμή , που
η καταναλωτική ζήτηση των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων για επενδύσεις
είναι ανεπαρκής δεν μπορεί να αυξηθεί η απασχόληση των υπαρχόντων πόρων.
Βρισκόμαστε σε πλήρη κατάσταση υποαπασχόλησης των πόρων.
Το ίδιο συμβαίνει και στην αγορά εργασίας. Η
απασχόληση καθορίζεται και εδώ σχεδόν αποκλειστικά από τη ζήτηση εργασίας των
επιχειρήσεων, οι οποίες είναι διστακτικές σε προσλήψεις, όχι επειδή ο μισθός
είναι υψηλός, αλλά διότι δεν μπορούν να διαθέσουν
την παραγωγή τους, πέραν του επιπέδου που
καθορίστηκε από τη ζήτηση στην αγορά προϊόντος. Έχει κανένας διαφωνία ότι η
υπάρχουσα ανεργία είναι πρώτιστα  και
κυρίαρχα κεϋνσιανού τύπου ανεργία; Δηλαδή ανεργία ζήτησης; Επομένως απαιτείται
ενίσχυση της ζήτησης για να περιοριστεί και όχι πολιτικές περιορισμού της
ζήτησης. 
Η μείωση των μισθών επιτείνει την ύφεση και βελτιώνει οριακά ή και
καθόλου την ανταγωνιστικότητα τιμών και το Ε.Ι. Σύμφωνα με την ΤτΕ «τ
ο 2014 αναμένεται ότι η μέση μείωση των
αποδοχών θα είναι πολύ περιορισμένη σε σύγκριση με την τελευταία διετία» .
Δηλαδή θα εξακολουθήσει η μείωση των μισθών έστω και σε μικρότερο ρυθμό.
Επομένως χρειάζεται να αναγνωρισθεί ότι το σύστημα τιμών δεν μπορεί να
εξισορροπήσει την οικονομία με κατεύθυνση την πλήρη απασχόληση των πόρων ή
αλλιώς να εξαφανισθεί το διαπιστούμενο παραγωγικό κενό σε πλήρη συμφωνία με την
κεϋνσιανή προβληματική.
Άρα στο νέο πρότυπο οικονομικής πολιτικής θα πρέπει οπωσδήποτε να επέλθει
αύξηση των ονομαστικών μισθών κατ’ αρχάς σε επίπεδο λίγο πάνω από την
παραγωγικότητα εργασίας. Συγχρόνως πρέπει να αποτραπούν όλες αυτές οι
πραγματικά ακατανόητες απαιτήσεις της τρόικας σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις
και την κατάργηση των τριετιών.
Ακόμη πρέπει πάση θυσία να τηρηθούν κατά γράμμα όσα ισχύουν με τον κατώτατο
μισθό κάτι που απαιτεί ενεργοποίηση των ελέγχων.
Χρειάζεται αύξηση των δημοσίων επενδύσεων που ταυτόχρονα θα ενισχύουν την ζήτηση, αλλά και το παραγωγικό δυναμικό
της οικονομίας.  Οι δημόσιες επενδύσεις
έχουν τόσο ισχυρή θετική επίδραση στη δραστηριότητα, που τελικά δεν επιβαρύνουν
το έλλειμμα,
ανεξάρτητα από τον τρόπο χρηματοδότησης τους. Η περικοπή τους τα
τελευταία χρόνια για δημοσιονομικούς  λόγους ήταν ολέθριο σφάλμα, με δυσμενείς  επιπτώσεις στη δραστηριότητα, αλλά και το
έλλειμμα. Βεβαίως απαιτείται προσοχή ως προς τη στόχευση των δημοσίων
επενδύσεων που θα πρέπει να είναι παραγωγικές  και να συμβάλλουν στην αναβάθμιση του
παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό οι παραπάνω παρεμβάσεις κατευθύνονται στον
ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και δεν αφορούν καθόλου στο δημόσιο.  Συνεπώς δεν επιβαρύνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα
αλλά αντιθέτως με την προσδοκώμενη μεγέθυνση του ΑΕΠ θα λειτουργήσουν οι αυτόματοι
μηχανισμοί αύξησης των δημοσίων εσόδων.
  
Όσον αφορά στο δεύτερο σημείο θα πρέπει να ειπωθεί ότι η
περιοριστική δημοσιονομική πολιτική όχι μόνο δεν είναι εγγενώς αναπτυξιακή όπως
υποστηρίζεται  τα τελευταία χρόνια αλλά
αντιθέτως πλήττει ευθέως την οικονομική δραστηριότητα. Μάλιστα  όταν δεν συνδυάζεται σε ένα μίγμα οικονομικής
πολιτικής όπου  συνυπάρχουν  αντίρροπες δυνάμεις οι οποίες έχουν αναπτυξιακή
κατεύθυνση τότε γίνεται καταστροφική. Οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία
αποτελούν απτό παράδειγμα. Τώρα στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας είναι
τρομακτικά δύσκολο να υπάρξουν τα προγραμματιζόμενα πρωτογενή πλεονάσματα , τα
οποία μάλιστα οδηγούνται εκτός εισοδηματικού κυκλώματος ,και  συγχρόνως να  αρχίζει να δουλεύει σε κανονικούς ρυθμούς η
οικονομία. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και υψηλή μεγέθυνση του ΑΕΠ και
πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και δραστική μείωση του ποσοστού
ανεργίας είναι πιο δύσκολο από τον τετραγωνισμό του κύκλου.