Η θεωρία ή το δόγμα του Odious Debt : Βασική Παρουσίαση[1].


Θα επιχειρήσω μια μικρή αναφορά στον τρόπο που
άρχισε να δημιουργείται η θεωρία ή το δόγμα του
Odious Debt[2].
Το πρόβλημα ανέκυψε μετά τη λήξη του
Ισπανο-Αμερικανικού Πολέμου το 1898, όταν οι αντιπροσωπείες των δύο χωρών
συναντήθηκαν στο Παρίσι για να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης. Ένα σημαντικό
σημείο διαφωνίας ήταν τα δάνεια που είχε «χορηγήσει» η Ισπανία για να
διεκπεραιώσει διάφορες πολιτικές στην Κούβα και για τις οποίες είχε δεσμεύσει
σειρά από έσοδα του κράτους της Κούβας[3]
.
Τα συγκεκριμένα δάνεια ήταν το αποτέλεσμα μιας
σειράς ομολογιακών εκδόσεων της Ισπανίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του
1880 [4],
οι οποίες ευρίσκονταν στα χέρια διαφόρων ιδιωτών και έφεραν εγγυήσεις[5].
Στη συνάντηση των Παρισίων , η αντιπροσωπεία της
Ισπανίας ζήτησε   ακριβώς όπως
μεταφέρεται στις ΗΠΑ η κυριαρχία επί της Κούβας να μεταφερθούν όλα τα βάρη και
οι υποχρεώσεις κάθε είδους .
Σε απάντηση η Αμερικανική αντιπροσωπεία υποστήριξε
ότι το χρέος «δημιουργήθηκε από την Κυβέρνηση της Ισπανίας για δικούς της
σκοπούς…για τους οποίους η Κούβα δεν είχε φωνή… και από καμιά οπτική γωνιά δεν
προκύπτει ότι το χρέος δημιουργήθηκε για το καλό της Κούβας…Ακόμα περισσότερο
χρησιμοποιήθηκαν τα ποσά του χρέους για την κατάπνιξη των εξεγέρσεων του λαού
της Κούβας. Επίσης υποστηρίχτηκε ότι οι δανειστές γνώριζαν τους σκοπούς των
δανείων και ότι οι εγγυήσεις δόθηκαν χωρίς τη συγκατάθεση του λαού της Κούβας.
Συνεπώς η Ισπανία χρησιμοποίησε κάθε είδους μέσα ,μεταξύ των οποίων και το συγκεκριμένο
δάνειο) για την επιτυχία των σκοπών της.
Με αυτό τον τρόπο η Αμερικανική Αντιπροσωπεία βάσισε
την πρότασή της για άρνηση ανάληψης του χρέους της Κούβας σε τρεις αρχές:
-ότι το χρέος δημιουργήθηκε χωρίς τη συναίνεση του
λαού της Κούβας
– ότι δεν έγινε επωφελεία  του λαού της Κούβας
-οι δανειστές γνώριζαν τις δύο προηγούμενες αρχές.
Η μοναδική εφαρμογή αυτών των αρχών σε Δικαστικό
Πλαίσιο (
Judicial
context)
που εμπεριέχει μια Διαιτητική Απόφαση (
Arbitral Decision) είναι αυτή για την
επίλυση μιας διαμάχης μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Κόστα Ρίκα σχετικά με την
αποπληρωμή δύο δανείων που είχε συνάψει το καθεστώς
Tinoco λίγο πριν την πτώση του. Τα δάνεια
είχαν χορηγηθεί από την
Royal
Bank
of
Canada  και της Κυβέρνησης της Κόστα Ρίκα.[6].
Τα δύο δάνεια αφορούσαν , το πρώτο σε 100.000$ για την κάλυψη των εξόδων της
αντιπροσωπείας του Αρχηγού του Κράτους (
Federico Tinoco) και το δεύτερο επίσης ύψους
100.000$ με σκοπό την κάλυψη τεσσάρων ετών μισθούς και δαπάνες του αδελφού του
Αρχηγού ο οποίος κάλυπτε τη θέση του
Minister of Costa Rica στην Ιταλία. Τα δύο δάνεια
συμφωνήθηκαν τον Ιούλιο του 1919.
Μετά την πτώση του καθεστώτος Tinoco , το νέο καθεστώς αρνήθηκε την
πληρωμή αυτών των δανείων. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και ο
Chief Justice, William Howard Taft, μοναδικός κριτής στην περίπτωση ,
αποφάσισε ότι:
-Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου,
μια αλλαγή της Κυβέρνησης δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στις Διεθνείς Υποχρεώσεις
του Κράτους.
-Το καθεστώς Tinoco ήταν de facto 
Κυβέρνηση της Κόστα Ρίκα από τον Ιανουάριο του 1917 μέχρι το Σεπτέμβριο
του 1919
-Ο Πρόεδρος Tinoco κυβέρνησε την χώρα με τη
συγκατάθεση του λαού της Κόστα Ρίκα και 
είχε αναγνωριστεί από αρκετά κράτη. Όμως 
– Η  Royal Bank of Canada  
γνώριζε τους σκοπούς των δανείων.
Ο Δικαστής William Howard Taft,αποφάσισε ότι η Νέα Κυβέρνηση της
Κόστα Ρίκα δεν πρέπει να πληρώσει το δάνειο. Η
απόφασή του στηρίχτηκε στο:
…it is evident
from the exhibits that in the spring of 1919 the popularity of the Tinoco
Regime had disappeared, and that the political and military movement to end
that regime was gaining strength… It became perfectly clear from the mob
violence and disturbances in June and the evidences of the unpopularity of the
Tinoco Regime, that it was in a critical condition….
………………………………………………………………….
The Royal Bank cannot here claim the benefit of
the presumptions which might obtain in favor of a bank receiving a deposit in
regular course of business and paying it out in the usual way . . . . The whole
transaction here was full of irregularities. . . . The case of the Royal Bank
depends not on the mere form of the transaction but upon the
good faith of the bank in the payment of money
for the real use of the Costa Rican Government under the Tinoco [R]égime. It
must make out its case of actual furnishing of money to the government for its
legitimate use. It has not done so. The bank knew that this money was to be
used by the retiring [P]resident . . . for his personal support
after he had taken refuge in a foreign country.
. . .
The case of the money paid to the brother . . .
is much the same. . . . To pay salaries for four years in advance is a most
unusual and absurd course of business. All the circumstances should have
advised the Royal Bank that this second draft, too, was for personal and not for
legitimate government purposes. It must have known that Jose
Joaquin Tinoco in the fall of his brother’s
government, which was pending, could not expect to represent the Costa Rican
Government as its Minister to Italy for four years, that the reasons given for
the payment of the money were a mere pretense and that it was only, as in the
case of his brother Federico, an abstraction of the money from the
public treasury to support a refuge abroad.[7].
To
1927
o Alexander Sack, ανέπτυξε ορισμένα χαρακτηριστικά του odious debt:
If a despotic power incurs a debt not for the
needs or in the interest of the State, but to strengthen its despotic regime,
to repress the population that fights against it, etc., this debt is odious for
the population of all the State.
This debt is not an obligation for the nation;
it is a regime’s debt, a personal debt of the power that has incurred it,
consequently it falls with the fall of this power.
The reason these “odious” debts cannot be
considered to encumber the territory of the State, is that such debts do not
fulfill one of the conditions that determine the legality of the debts of the
State, that is: the debts of the State must be incurred and the funds from it
employed for the needs and in the interests of the State.
“Odious” debts, incurred and used for ends
which, to the knowledge of the creditors, are contrary to the interests of the
nation, do not compromise the latter—in the case that the nation succeeds in
getting rid of the government which incurs them—except to the extent that real
advantages were obtained from these debts. The creditors have
committed a hostile act with regard to the
people; they can’t therefore expect that nation freed from a despotic power
assume the “odious” debts, which are the personal debts of that power.
Even when a despotic power is replaced by
another, no less despotic or any more responsive to the will of the people, the
“odious” debts of the eliminated power are not any less their personal debts
and are not obligations for the new power. . .[8]
.
Επομένως
«το αισχρό χρέος κατά τον Σακ έπρεπε να ικανοποιεί τρία κριτήρια: πρώτον, να
έχει συναφθεί από ένα δεσποτικό πολίτευμα· δεύτερον, να μην έχει χρησιμοποιηθεί
για το συμφέρον ή για τις γενικές ανάγκες του λαού· και τρίτον, ο δανειστής
ήταν εν γνώσει των δύο πρώτων. Η γενική αρχή των αισχρών δανείων βασίστηκε πάνω
στο σκοπό και στη χρήση ενός συγκεκριμένου δανείου ή δανείων, αλλά αυτή η βάση
διευρύνθηκε πάνω στη βάση των παρανόμων πολιτευμάτων . Αυτή η διεύρυνση της
έννοιας επικέντρωσε πρόσφατα την αρχική έννοια της άρνησης του χρέους στη βάση
των πολιτευμάτων δίχως νομιμοποίηση κυρίως για χρέη του Τρίτου Κόσμου».[9]
Το τελευταίο επεισόδιο στο θέμα αυτό είναι η
προσφυγή των ΗΠΑ για την άρνηση χρέους του Ιράκ, μετά την εισβολή των
Αμερικανών. Η επιτροπή του Αμερικανικού Κογκρέσου ακύρωσε ένα μεγάλο μέρος
των χρεών του Ιράκ μια και οι χώρες οι οποίες χρηματοδότησαν το Ιράκ πιέστηκαν
από τους Αμερικανούς να το απαλλάξουν από τα χρέη τα οποία είχαν συσσωρευτεί
από τον Σαντάμ Χουσεΐν [10].
Γενικά,
η πρόταση του
odious
χρέους παίρνει τη χροιά της καταγγελίας ενός δικτάτορα των χωρών του Τρίτου
Κόσμου, περιγραφή η οποία εγείρει ηθικά προτάγματα και συμπάθεια για την
αποδοχή της άρνησης του χρέους από την κοινή γνώμη, η οποία πιέζει τους
δανειστές προς την άποψη ότι τα δάνεια δεν χρησιμοποιήθηκαν για το λαό.

Αλλά, ούτε και αυτό σημείο δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό γιατί μπορεί
όντως δάνεια ή μέρος δανείων να πήγαν για νοσοκομεία, δρόμους σχολεία, γέφυρες [11].
«Στην περίπτωση της Ελλάδας το θέμα της άρνησης του χρέους δεν βλέπουμε πως
μπορεί να θεμελιωθεί νομικά έτσι ώστε να πείσουμε τους πιστωτές ότι έχουμε
τουλάχιστον ένα ηθικό έρεισμα για να απαιτήσουμε τη διαγραφή του χρέους. Θα
μπορούσε κανείς να προβάλει και να αποδείξει ότι η πολιτική ηγεσία διοχέτευσε
τα χρήματα των δανείων στο εξωτερικό και δεν τα χρησιμοποίησε για τους πολλούς;
Ακόμη και αν αποδείξουμε ότι ένα μέρος των δανείων πήγαν στις τσέπες πολιτικών
και φίλων τους, και πάλι αυτό δεν θα μπορέσει να θεμελιώσει την απαίτησή μας να
διαγραφούν τα χρέη ως αισχρά ex post.»[12]
Η πρόσφατη συζήτηση για το θέμα έχει επικεντρωθεί
στο να βρεθεί  ένας τρόπος που να
απαγορεύει ή να αποτρέπει τους δανειστές να προβαίνουν σε δανεισμό προς
δικτατορικά καθεστώτα. Η ύπαρξη δικτατορικού καθεστώτος αποτελεί αναγκαία
συνθήκη.
Συγκεκριμένα:
         
Η πρώτη ομάδα μελετητών προσπαθεί να
προσδιορίσει νομικά ποια καθεστώτα (όχι δάνεια) είναι
odious.[13]
         
Η δεύτερη ομάδα εργάζεται για την
ανάπτυξη μηχανισμού που θα ανακηρύξει το πότε το Εθνικό  Χρέος 
είναι
odious
ενώ
το δικτατορικό καθεστώς  βρίσκεται στην
εξουσία. Η ομάδα αυτή προσανατολίζεται στη λύση δημιουργίας ενός Διεθνούς
Δικαστηρίου  με την παράλληλη ενδυνάμωση
των βασικών αρχών του δόγματος[14] 
         
Η Τρίτη ομάδα διερευνά  την εφαρμοσιμότητα   των αρχών του ιδιωτικού (εγχώριου) νόμου στο
Δημόσιο Χρέος.  Ιδιαίτερα εξετάζουν την
επέκταση των αρχών του κοινού νόμου των συμβάσεων, και των υποχρεώσεων του
δανειστή, καθώς και τις θεμελιώδεις αρχές της φερεγγυότητας, επιχειρώντας να
προμηθεύσει μια αποτελεσματική άμυνα για τη νέα κυβέρνηση η οποία απειλείται
από πτώχευση καθώς υποχρεώνεται να προβεί σε πληρωμές ενός 
odious debt το οποίο δημιουργήθηκε κατά την
διάρκεια κυριαρχίας  του
δικτατορικού  ή του δεσποτικού καθεστώτος
[15].
 Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι παρά την
εντατική συζήτηση στην Πολιτική και την Ακαδημαϊκή σφαίρα το δόγμα του 
Odious
Debt   δεν έχει ποτέ χρησιμοποιηθεί σε ένα Διεθνές
Δικαστήριο[16]
.
 
Τώρα αν εμείς ως ελληνική κοινωνία ή πολιτεία  θέλουμε να ονοματίσουμε τα κεφάλαια (τα οποία
βεβαίως προήλθαν από  δάνειους πόρους ) που
πήγαν σε μίζες από αγορές αμυντικών συστημάτων ή άλλων συναφών ή εντελώς
διαφορετικών αγορών του Ελληνικού Κράτους από το εξωτερικό ως  
Odious
Debt   είναι δικαίωμά μας. Άλλωστε στην Ελλάδα είσαι
ότι δηλώσεις. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι στοιχειοθετείται οποιαδήποτε
 νομική
βάση αποδεκτή από το διεθνές δίκαιο ή από οποιοδήποτε πολυμερή οργανισμό ή από
διεθνές δικαστήριο.  Το ότι το ελληνικό
κράτος και η ελληνική δικαιοσύνη απαιτείται να ξεκαθαρίσει περιπτώσεις διαφθοράς
είναι απολύτως θεμιτό και αφορά στην σε μας ως ελληνική κοινωνία : για την στερέωση
της δημοκρατίας και την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας. Η διαπραγμάτευση της
απομείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι πολιτική με βάση τους όρους βιωσιμότητας
του σε σχέση με τις δυνατότητες της οικονομίας. Οι ηθικολογίες στο επίπεδο των
διεθνών σχέσεων αποτελούν επιχειρήματα κενά περιεχομένου και χρησιμοποιούνται
αποκλειστικά από τις μεγάλες δυνάμεις για να επικαλύψουν την γυμνή κυριαρχία τους.
Το
άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 20Απριλίου 2011 στην παρούσα ιστοσελίδα
και κρίνεται σκόπιμο να ξαναδημοσιευθεί για ευνόητους λόγους. Όμως στην Ελλάδα
δυστυχώς κανείς δεν θέλει να ακούσει.

[1]
Με αφορμή τις τελευταίες δηλώσεις Γ.Σταθάκη και όχι μόνο.
[2]
Αποφεύγω τη μετάφραση του όρου στα ελληνικά.
[3] Ernst H. Feilchenfeld, Public
Debts and State Succession .Macmillan Company, New York, I93I. Pp. xxx, 922.
[4] Id, at 332-34.
[5] “…in order to satisfy the
interest and the redemption of the [loans] , there shall be consigned every
year in the Budget of the Island of Cuba the necessary amounts for these costs…
The [loans] shall have the special guarantee of the receipts of the Customs,
the Seal, and the stamp office, of the Islands of Cuba, the direct and the
indirect taxes existing in the Island, or which may be established there in the
future, and the general guarantee of the Spanish nation”. Id, at 332-33.
[6] Sabine Michalowski,
Unconstitutional Regimes and the Validity of Sovereign Debt: A Legal
Perspective , Ashgate 2007. P.38.
[7] Tinoco (Gr. Brit. v. Costa Rica), 1 R.I.A.A. 371, 393–94 (1923) (quoting
books of the Government of Costa Rica entry No. 1546 F July 17, 1919).
[8] ALEXANDER N. SACK,  THE EFFECTS OF STATE TRANSFORMATIONS ON THEIR PUBLIC DEBTS AND OTHER FINANCIAL OBLIGATIONS] 157–58 (1927).
[9]
Κ. Μελάς – Ν. Μπινιάρης , Δημόσιο Χρέος : αθέτηση πληρωμών, αναδιάρθρωση ή τι άλλο.
Monthly Review No 69 για μια
γενική παρουσίαση.
[10] Thomas S. Wyler, Wiping the slate,
University of Pennsylvania Law School, 2008.
[11] How
to challenge illegitimate debt
, Legal cases,
Βασιλεία, 2009.
[12]
Κ. Μελάς – Ν. Μπινιάρης , Δημόσιο Χρέος : αθέτηση πληρωμών, αναδιάρθρωση ή τι
άλλο. Monthly Review No 69 .
[13] Patrick Bolton & David
Skeel, Odious Debts or Odious Regimes? 70 LAW and CONTEMP. PROBL. 83(Autumn
2007).
[14] Christoph G. Paulus, Odious
Debt vs Debt Trap: A Realistic Help? BROOK.J.INT’L. 83, 101-02 (2005).
[15] Lee C. Buchheit, G. Mitu Gulati & Robert B. Thompson, The Dilemma of Odious Debts, 56 DUKE L.J. 1201
(2007) (examining the use of common-law principles of contract as
defenses
against the payment of odious debts); Omri Ben-Shahar & Mitu Gulati,
Partially Odious Debts?, 70 LAW & CONTEMP. PROBS. 47 (Autumn 2007) (examining the use of common-law principles of tort to
achieve the aims of the doctrine of odious debts); Adam Feibelman,
Equitable Subordination, Fraudulent Transfer, and Sovereign Debt, 70 LAW & CONTEMP. PROBS. 171 (Autumn 2007) (examining
the use of
common-law principles of lender liability as defenses against the payment of
odious debts);
A. Mechele
Dickerson,
Insolvency Principles and the Odious Debt Doctrine: The Missing Link in the Debate, 70 LAW & CONTEMP. PROBS. 53 (Summer 2007) (examining the use of fundamental principles of insolvency
to achieve the aims of the doctrine of odious debts).
[16] Andrew Yianni & David
Tinkler, Is there a Recognized Legal Doctrine of Odious Debt? 32 NCJ.INT’L
LGCOM.RFG,749 (2006)
όπου υποστηρίζεται ότι
ένα νομικό δόγμα του Odious
Debt
δεν υπάρχει.