Εκταμιεύσεις και πληρωμές του ελληνικού προγράμματος μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2014.

Σύμφωνα
με το υπάρχον  πρόγραμμα  η Ελλάδα , μετά από την έγκριση της Τρόικας,
έχει να λαμβάνει τη δόση του Δεκεμβρίου 2013 , των 4,9δις ευρώ ((€ 3,1 δις από
το ESM και € 1,8 δις από το ΔΝΤ), με την οποία θα καλυφθεί η εξυπηρέτηση των
δανειακών υποχρεώσεων της χώρας από ομόλογα κυρίως έναντι Ευρωπαϊκών Κεντρικών
Τραπεζών ύψους € 2,1 δις τον Ιαν.2014.
Στη
συνέχεια για το 1ο 3μηνο 2014 έχει προγραμματιστεί η εκταμίευση δόσεων ύψους €
9,2 δις (€ 5,7 δις από το ESM και € 3,5 δις από το ΔΝΤ) για να καλυφθούν οι
συσσωρευμένες
λήξεις ομολόγων τον Μάιο 2014 ύψους € 9,2 δις (€ 4,1 δις έναντι κυρίως
Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών, € 4,4 δις έναντι των ειδικών ομολόγων με τα
οποία αγοράστηκαν το 2009 από το Δημόσιο οι προνομιούχες μετοχές από τις
Τράπεζες και € 0,7 δις έναντι του ΔΝΤ).
Όλα
αυτά βεβαίως μετά τις αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας εκ μέρους της
τρόικας.
Είναι γνωστόν λόγω της καταστατικής υποχρέωσης του ΔΝΤ ότι
απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου η Ελλάδα να λάβει έως το τέλος Μαρτίου 2014
δόσεις συνολικού ύψους 5,4 δισ. ευρώ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποτελεί
η επίλυση του ζητήματος κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού του ελληνικού
προγράμματος ύψους 4,5 – 5,5 δισ. ευρώ.

Οι επικεφαλής της τρόικας αναμένεται να επιστρέψουν στην Αθήνα στις 13
Ιανουαρίου 2014 και στόχος της κυβέρνησης είναι να επιτευχθεί συμφωνία για τα
εκκρεμή ζητήματα της διαπραγμάτευσης έως το Eurogroup της 27ης Ιανουαρίου 2014.

Στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων θα βρεθεί το ζήτημα του χρηματοδοτικού
κενού, η κάλυψη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση για να συνεχίσει το ΔΝΤ την
χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος.
Όπως προκύπτει  από τα μέχρι στιγμής
στοιχεία ,το ύψος του χρηματοδοτικού κενού για το 2014 σχεδόν ταυτίζεται με το
ύψος των ειδικών ομολόγων που επί εποχής Αλογοσκούφη (Δεκέμβριος 2008)
είχαν  δοθεί στις ελληνικές τράπεζες για
την αγορά των προνομιούχων μετοχών τους από το Ελληνικό Δημόσιο.

Επομένως  οι αποφάσεις
για το χρηματοδοτικό κενό του 2014 σχετίζονται με το εάν θα ανανεωθούν ή θα
αντικατασταθούν και με ποιο τρόπο τα συγκεκριμένα ειδικά ομολόγα.  Ο τρόπος χρηματοδότησης του υπάρχοντος
κενού  βρίσκεται στο επίκεντρο της
συζήτησης μεταξύ των μελών της τρόικας. 
Οι υπάρχουσες πληροφορίες θέλουν 
να υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ 
τους. Παράγοντες της ΕΕ ζητούν αυτό να γίνει με αδιάθετα κεφάλαια του
Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Με τον τρόπο αυτό  δεν θα αυξηθεί ο δανεισμός της  χώρας από τις κυβερνήσεις  γεγονός 
το οποίο διευκολύνει τις αντίστοιχες κυβερνήσεις. Ωστόσο ΔΝΤ και ΕΚΤ
διαφωνούν με την λύση αυτή και προκρίνουν την παροχή γραμμής χρηματοδοτήσεως
από τον ESM με την αφορμή τη μη- εφαρμογή του προγράμματος ANFA.  Βεβαίως η τυπική αιτιολόγηση υποκρύπτει την
ουσιαστική η οποία δεν είναι άλλη από τις πιθανές (για αυτούς γνωστές ,για μας
άγνωστες) ανάγκες νέων κεφαλαίων του τραπεζικού συστήματος μετά την υποβολή
ελέγχων  τα αποτελέσματα των οποίων
αναμένεται να ανακοινωθούν στις 14 Ιανουαρίου 2014[1]. 
Σε κάθε περίπτωση εάν δεν διασφαλισθεί πρώτα ότι το πρόγραμμα είναι επαρκώς
χρηματοδοτημένο σε βάθος 12μηνου το ΔΣ του ΔΝΤ δεν θα συγκληθεί για την Ελλάδα
και δεν θα δώσει το «πράσινο φως» για την εκταμίευση των δόσεων της πέμπτης
(Σεπτέμβριος 2013), έκτης (Νοέμβριος 2013) και έβδομης αξιολόγησης (Φεβρουάριος
2014) συνολικού ύψους 5,4 δισ. ευρώ.

Εκτός όμως των συζητήσεων για το χρηματοδοτικό κενό οι επικείμενες
διαπραγματεύσεις θα επικεντρωθούν και στο δημοσιονομικό κενό του 2014. Στην
καλύτερη περίπτωση, για την Κυβέρνηση , εκτιμάται  ότι το μέγεθος του δημοσιονομικού κενού του
2014 ανέρχεται σε 1 δισ. ευρώ.  Είναι
γνωστό ότι το υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει να αποφύγει νέα δημοσιονομικά
μέτρα στην προσπάθεια να μην πιέσει περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα του 2014
και να μην επιβαρύνει με αυτό τον τρόπο την επιστροφή της χώρας σε θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης , με τον βασικό περιορισμό όμως την δημιουργία πρωτογενούς
πλεονάσματος 1,6% του ΑΕΠ για το 2014. Όλα τα παραπάνω προφανώς δημιουργούν ένα
ασφυκτικό πλαίσιο άσκησης της οικονομικής πολιτικής το οποίο γίνεται
περισσότερο ασφυκτικό υπό το βάρος των προσεχών εκλογικών αναμετρήσεων
(ευρωεκλογές –περιφερειακές ).  Η ασκούμενη
πολιτική πίεση στον κυβερνητικό σχηματισμό αναμένεται να αυξηθεί για το 2014 με
αναμενόμενη την μεγαλύτερη  δυσαρέσκειας  λόγω  του
αυξημένου φορολογικού βάρους το οποίο θα κλιθούν να σηκώσουν μισθωτοί και
συνταξιούχοι αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες.  Παράλληλα  το ότι  απαιτείται
,  μακρά περίοδος  για την σταθεροποίηση της  ελληνικής  οικονομίας , καθώς δεν είναι εύκολο (κατά την άποψή
μας είναι σχεδόν αδύνατον) το πέρασμα   από μη διεθνείς εμπορευματικούς τομείς,  σε τομείς με εξαγωγικό προσανατολισμό,  όπως  θεωρούν οι ασκούντες την οικονομική πολιτική, αφήνει
ελάχιστα περιθώρια αισιοδοξίας  για
περαιτέρω ανοχή εκ μέρους των πολιτών.


[1]
Είναι εντυπωσιακό ότι ο υπουργός οικονομικών υποστηρίζει την άποψη της ΕΕ , ενώ
ο διοικητής της ΤτΕ υποστηρίζει την άποψη της ΕΚΤ.