Βρισκόμαστε ως λαός εις α-πορίαν.


Στις 10.12.2010 είχα δημοσιεύσει[1] το
παρακάτω κείμενο.
«Λόγος υπέρ της
Πολιτικής Πραγματικότητας.
Αντιγράφω[2] : «Το 1955,άρχισε η πτώση του κύρους της
ηγεσίας του Ζαχαριάδη…Το καταλαβαίνουν και κάνουν περιοδείες …κάνοντας
συζητήσεις με τους πρόσφυγες. Μια τέτοια έγινε στην Τσεχοσλοβακία . Παρόντες ο
Ζαχαριάδης, ο Βλαντάς …Ο προϊστάμενος της συγκέντρωσης ως είθισται, ρωτάει αν
υπάρχουν ερωτήσεις και ομιλίες. ….Κάποιος δειλά δειλά μισοσηκώνει το χέρι του.
Τον βλέπει ο Ζαχαριάδης και του λέει: Λέγε , σύντροφε , εδώ μαζευτήκαμε να
εκφράσουμε ελεύτερα  τη γνώμη μας…Ο
πρόσφυγας , σηκώνεται σιγά σιγά και λέει: Εγώ σύντροφοι , είμαι αγράμματος
….μόνο έχω να κάνω τρία απλά ερωτήματα :
-Πρώτον , αν δεν
απατώμαι, εμείς νικήσαμε στην πρώτη περίοδο του αγώνα μας, στην Κατοχή, φυσικά
υπογράψαμε τη Βάρκιζα.
-Δεύτερο, αν δεν απατώμαι,
εμείς νικήσαμε πάλι και στη δεύτερη περίοδο του αγώνα, του ΔΣΕ, φυσικά
βρεθήκαμε στο εξωτερικό και
-Τρίτο, φυσικά εμείς
νικήσαμε, γιατί «περήφανα» φύγαμε από την Ελλάδα, με τα όπλα παρά πόδα, και
τώρα ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα κάνουμε στην ξενιτιά;
Ποιος είδε το Θεό και
δεν φοβήθηκε;».
Η σωστή απεικόνιση της
πραγματικότητας , φυσικής,   και κυρίως κοινωνικής ,αποτελεί διαχρονικά το
ζητούμενο για όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρήσεις. Θα προσέθετα
αβίαστα ότι το ίδιο συμβαίνει και για την πολιτική πραγματικότητα. Αυτό αφορά
σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς που επιδιώκουν κατ’ αρχάς την επιβίωσή
τους ως απαραίτητης προϋπόθεσης «άσκησης της ελευθερίας τους στον κόσμο»  .  Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό στη ζωή από
το να ανακαλύψεις το ακριβές σημείο, από το οποίο πρέπει να παρατηρούνται και
να κρίνονται όλα τα πράγματα , και ύστερα να παραμείνεις σ’ αυτό το σημείο ,
υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο 
von Clausewitz[3].
  
Το βασικό  λάθος που συνήθως γίνεται    συνίσταται στη  συνεχή σύγχυση σχετικά με το είναι και το
δέον , μεταξύ περιγραφικών και κανονιστικών προτάσεων.
  Υπάρχουν μακροσκελείς αναλύσεις με βάση του πως
θα έπρεπε να είναι η πραγματικότητα αδιαφορώντας πλήρως για το πώς πράγματι  είναι η πραγματικότητα.  .
Οι αναλύσεις τέτοιου είδους
στερούνται της ικανότητας απεικόνισης της πραγματικότητας ως τέτοιας με
αποτέλεσμα η πραγματικότητα να παρουσιάζεται ως άλλη,  γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε
λανθασμένες πράξεις σε σχέση με το επιδιωκόμενο. «Πολλοί  χτίσανε με το νου τους
δημοκρατίες κι ηγεμονίες που ποτέ κανένας δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε
στ’ αλήθεια. Γιατί τόσο μακριά βρίσκεται το πώς ζούμε απ’ το πώς θάπρεπε να
ζούμε, ώστε όποιος δεν κοιτάει το τι γίνεται για να κυνηγήσει το τι θάπρεπε να
γίνεται, αυτός πιότερο την καταστροφή παρά την προφύλαξή του βλέπει. Γιατί
κάποιος που θέλει σ’ όλα τα ζητήματα να φανερώσει καλοσύνη, φυσικό είναι να
καταστρέφεται  μέσα σε τόσους που δεν
είναι καλοί.»[4].
Το διάβασμα της πραγματικότητας σημαίνει αναζήτηση του
ειδοποιού στοιχείου της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και της ιδιόμορφης
αιτιότητας που το διέπει. Δεν θα επιμείνω περισσότερο.
Το διάβασμα της πραγματικότητας   αποτελεί ως εκ τούτου, την αφετηρία  εκδήλωσης όποιων ενεργειών που αποβλέπουν στην
αλλαγή  ή την προσαρμογή της.
«Τίς η ‘πίνοια, τίς ο κόθορνος της οδού;»[5]( Ποιο
είναι το σχέδιο; Ποιο είναι το παπούτσι στο πόδι σου; )
Ο Αριστοφάνης ρωτά για το σχέδιο αλλά και για το παπούτσι
που φοράς για να φτάσεις στο σκοπό σου. Έχεις τα μέσα να το φέρεις σε πέρας;
Ποια είναι αυτά;
Χρειάζεται να διασαφηνίσω όλα τα παραπάνω ; Δεν νομίζω ότι
είναι απαραίτητο».
Μετά από τρία ολάκερα χρόνια το αριστοφάνειο ερώτημα παραμένει
εκεί αναπάντητο. Υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας που πια έχουν βυθισθεί στη
λάσπη της α-πορίας. Οι μισές αλήθειες και τα μισά ψέματα κατακλύζουν την ύπαρξή
μας γεμίζοντάς μας οργή και απόγνωση. Απόγνωση γιατί «αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε»[6]. Οργή γιατί
γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα ολόκληρο ψέμα που δεν ομολογείται και μια ολόκληρη
αλήθεια που αποκρύβεται.  Εν τω μεταξύ «η Ελλάδα ταξιδεύει»[7].

[1] Η Αυγή, 10.12.2010.
[2] Γ. Δ. Γκαγκούλιας , Η
Αθέατη Πλευρά του Εμφυλίου . ΒΗΜΑ μαρτυρίες 2010, σ.189-190.
[3] Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλάουζεβιτς, Περί του Πολέμου, Βάνιας 1999.
[4] N. Machiavelli, Ο Ηγεμόνας, στο: N. Machiavelli
, Έργα, τομ. Ι, μτφ Τάκη Κονδύλη , Κάκτος , Αθήνα 1984, σελ. 266-267.
[5] Αριστοφάνης: Όρνιθες, Ι 994 (το οφείλω στο Ν. Μπινιάρη).
[6] Γ. Σεφέρης , «Ένας γέροντας
στην ακροποταμιά».
[7] Γ. Σεφέρης , «Με τον τρόπο
του Γ.Σεφέρη».