Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και η μέθοδος VaR[1]

Σε συνέχεια των όσων έχω αναφέρει σχετικά με την μέθοδο VAR σε προηγούμενο άρθρο αντιγράφω από το βιβλίο μου τα παρακάτω που αφορούν στον τρόπο που τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα την χρησιμοποιούν. 
Μέσω της μεθόδου VaR, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
προβαίνουν στην εκτίμηση της πιθανότητας αφερεγγυότητας του δανειζόμενου και
του ποσοστού πιθανής ανάκτησης της αξίας του δανείου σε περίπτωση
αφερεγγυότητας. Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται η προσδοκώμενη ζημιά και ως εκ
τούτου ορίζεται ο όγκος των χορηγήσεων και το ύψος του επιτοκίου
χορηγήσεων.  Επίσης υπολογίζεται το ύψος
των ακραίων ζημιών. Ορίζοντας επομένως την 
VaR
, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα «ορίζουν» και το ύψος των εκτιμώμενων ζημιών που
θα υπάρξουν σε μια χρονική περίοδο , από ένα συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο
χορηγήσεων. Η χρησιμοποίηση της λογιστικής μεθόδου
mark to market , ως γνωστόν, επιτρέπει την
αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού σε καθημερινή βάση ,σε τιμές αγοράς. Σε
περίοδο ανοδικής φάσης του χρηματοπιστωτικού κύκλου η αποτίμηση των στοιχείων
του ενεργητικού παρουσιάζεται συνεχώς αυξητική. Το γεγονός αυτό αυξάνει τη
διαφορά μεταξύ της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού και αντίστοιχα του
χρέους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων επιτρέποντάς τους να επεκτείνουν
περαιτέρω το δανεισμό χωρίς να αυξάνουν το μέγεθος της 
VaR (αντιθέτως σε αυτή την περίπτωση μειώνεται).
Συνεπώς τα ίδια κεφάλαια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μειώνονται ενώ
αυξάνονται οι χορηγήσεις. Κατανοητό ότι υπάρχει μια προκυκλική διαδικασία  η οποία «σπρώχνει»  γρηγορότερα προς την κατεύθυνση  του πιστωτικού κύκλου. Επομένως η
χρησιμοποίηση της μεθόδου
VaR
, εκτός των προβλημάτων που παρουσιάζει ως προς την ακριβή εκτίμηση των
κινδύνων του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων λειτουργεί συνεχώς προς την επέκταση του
ευρισκομένου σε φάση διαστολής πιστωτικού κύκλου. Το αντίθετο συμβαίνει όταν
ξεσπάσει η κρίση ή λίγο πριν .Και τότε λειτουργεί προκυκλικά αλλά τώρα σπρώχνει
περισσότερο προς τη συστολή τον πιστωτικό κύκλο, άρα βαθύνει την κρίση.
Επίσης
υπάρχουν εκείνοι που έχουν υποστηρίξει [2]ότι
τα  υποδείγματα
ValueatRisk (VAR)  δεν λαμβάνουν υπόψη την ενδογενής φύση του
κινδύνου
έτσι παράγουν ανακριβείς μέτρα
μεταβλητότητας (π.χ. ανακριβείς τυπικές αποκλίσεις).
Αυτό
συμβαίνει, σύμφωνα με την  υπόθεση που
υποβαστάζει  τα  υποδείγματα 
διαχείρισης κινδύνου όπως το VAR , επειδή   η τιμή ενός αξιόγραφου πέφτει σε ένα πολύ
χαμηλό επίπεδο με εξωγενώς προσδιορισμένη πιθανότητα, ενώ στην πραγματικότητα,
βραχυπρόθεσμες μεταβολές των τιμών εξαρτώνται από τις πράξεις των συμμετεχόντων
στην αγορά.
Από την στιγμή που αυτά τα υποδείγματα
μέτρησης κινδύνου δεν λαμβάνουν υπόψη την στρατηγική φύση του κινδύνου θα
μπορούσαν να καταστήσουν τους συμμετέχοντες στην αγορά ανεπαρκώς
προετοιμασμένους για μια κατάσταση κρίσης όπου όλοι οι συναλλασσόμενοι
προσπαθούν να «χαλαρώσουν » τις θέσεις τους παράλληλα. Τοιουτοτρόπως αν οι
μετρήσεις κινδύνου είναι ανακριβείς τότε και ο υπολογισμός εποπτικών κεφαλαίων
που βασίζεται σε αυτές πιθανών να αποτύχει να προωθήσει την χρηματοοικονομική
σταθερότητα.

 

 


[1] Κ. Μελάς,
Οι Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (1974-2008),
ΑΑ. Λιβάνη, Νοέμβριος 2011,σ. 67-8.
[2] Morris  & Shin (1999) Coordination Risk and the
Price of Debt , Cowles Foundation Discussion Papers 1241, Cowles Foundation for
Research in Economics, Yale University.