Μετά τις γερμανικές εκλογές τι;

Μετά τις εκλογές,
την 22η Σεπτεμβρίου 2013 , σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις των
πολιτικών αναλυτών η καγκελάριος Ά. Μέρκελ βρίσκεται στο απόγειο της ισχύος
της. Αρκετοί την θεωρούν την ισχυρότερη γυναίκα του πλανήτη. Δεν γνωρίζω αν
πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά αν πράγματι έχουν έτσι, τότε θα πρέπει να
περιμένουμε ότι οι εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο , σε μεσοπρόθεσμο  χρονικό διάστημα,  δεν μπορούν να εξελιχθούν  σύμφωνα με το εκφρασμένο εδώ και καιρό
πρόγραμμα της καγκελαρίου.  Η τρέχουσα
συγκυρία σηματοδοτεί τη χρυσή εποχή της Α. Μέρκελ. Από τώρα και στο εξής όμως, όλα θα γίνουν πιο δύσκολα. Άλλωστε στην
ιστορία είναι γνωστό ότι το επόμενο στάδιο του απώτατου σημείου ισχύος δεν
μπορεί παρά να είναι σίγουρα κάτι χαμηλότερο.
Κατ’ αρχάς η
εικόνα που παρουσιάζει η Ευρώπη, με  έντονα  διαφοροποιημένους ρυθμούς μεγέθυνσης μεταξύ
των χωρών – μελών (οι χώρες του περιφέρειας να βιώνουν απίστευτες μειώσεις του
ΑΕΠ για αναπτυγμένες οικονομίες)  είναι  βέβαιον ότι δεν μπορεί να συνεχισθεί επί
μακρόν καθώς η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική εντείνει τις διαφοροποιήσεις  και καθιστά τις μεταξύ τους  αποκλίσεις κύριο χαρακτηριστικό της. Η
οικονομική πολιτική της Μέρκελ ωθεί στην απεικόνιση της «πραγματικής» οικονομικής
πραγματικότητας ως βασικής προϋπόθεσης λειτουργίας της οικονομικής και
νομισματικής ένωσης.  Η αντίληψη αυτή
δεδομένου ότι προκαλεί κραδασμούς υψηλής ισχύος στις περιφερειακές χώρες , αλλά
και σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία,  στην  οικονομία , στην κοινωνία και στην πολιτική
των συγκεκριμένων χωρών  είναι βέβαιον
ότι   
 θα εντείνει τις πιέσεις στη Γερμανία για
ενεργότερο ρόλο της οικονομικής πολιτικής στο πλευρό της ανάπτυξης και της συνοχής.
Το
επιχείρημα με βάση το οποίο η Μέρκελ κέρδισε με εντυπωσιακό τρόπο τις τελευταίες
εκλογές πείθοντας τους γερμανούς ψηφοφόρους , δηλαδή  οι επιτυχίες της Γερμανίας στο εξωτερικό
εμπόριο , αποτελεί για τους υπόλοιπους ευρωπαίους των χωρών του Νότου το βασικό
αντεπιχείρημα για αλλαγή κατεύθυνσης της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Οι
χώρες της περιφέρειας  μπορούν να
αντιτάξουν το επιχείρημα , το οποίο απορρέει από την προσεκτική μελέτη της ιστορίας
 των τελευταίων δεκαετιών, ότι τα
οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης  δεν
προκύπτουν σε καιρούς γενικής οικονομικής στασιμότητας, αλλά αντιθέτως
συμπίπτουν με περιόδους κατά τις οποίες η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται ενώ
οι υπόλοιπες οικονομίες βυθίζονται. Αυτό συνέβη 
την περίοδο 1992-1993,  μετά την
ενοποίηση της χώρας, προκαλώντας την  συναλλαγματική κρίση εκείνης της περιόδου  και επαναλαμβάνεται και σήμερα  με την κρίση χρέους των μελών της ΕΕ μετά την
παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση .
Όμως  παρά τα συντριπτικά επιχειρήματα τα οποία
μπορούν να αρθρώσουν οι χώρες της περιφέρειας, η
 Α. Merkel δεν προτίθεται να κάνει αλλαγές στη
γενική προσέγγιση της μακροοικονομικής πολιτικής,
παρότι, το πλέον
πιθανό είναι ότι  θα σχηματίσει κυβέρνηση
με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Και δεν πρέπει να υποτιμούμε την
τάση του SPD προς την “ορθοδοξία”,
όταν βρίσκεται στην
κυβέρνηση. Το κόμμα θα συνεχίσει να υποστηρίζει την τρέχουσα περιοριστική δημοσιονομική
στάση στην ευρωζώνη.

Συγκεκριμένα , θα τεθεί στις ελληνικές καλένδες οποιαδήποτε  ιδέα να χρησιμοποιήσει η Γερμανία τους βαθμούς
ελευθερίας που υπάρχουν στην εγχώρια  δημοσιονομική της πολιτική για να βοηθήσει την
ανύπαρκτη αναπτυξιακή πολιτική των χωρών της περιφέρειας. Σύμφωνα με τις συνήθεις
πρακτικές της γερμανικής κυβέρνησης θα προταθούν κατ’ αρχάς νομικά επιχειρήματα
, τα οποία θα ανασύρει είτε από το ευρωπαϊκό δίκαιο είτε από το γερμανικό
σύνταγμα.  Είναι γνωστό επίσης ότι σε
επίπεδο ευρωπαϊκών συνθηκών το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο την ευνοεί.  Όλα τα μέλη της ευρωζώνης συνυπέγραψαν το
δημοσιονομικό σύμφωνο, που υποχρεώνει τους πάντες να εφαρμόζουν αυστηρές
δημοσιονομικές πολιτικές για να μειώνουν το δημόσιο χρέος τους. Δεν είναι
τυχαίο που δεν υπάρχουν ρήτρες  σε αυτούς
τους νόμους και τις συνθήκες που να επιτρέπει στις χώρες να αναβάλουν τη μείωση
του χρέους σε μεγάλη περίοδο, για χάρη ενός καλύτερου μακροοικονομικού μίγματος
πολιτικής. Το ότι την τελευταία περίοδο η ευρωζώνη αναδύεται αργά από την ύφεση
οφείλεται  στην χαλάρωση των
δημοσιονομικών στόχων. Όμως αυτή η χαλάρωση , σύμφωνα με την ακολουθούμενη και θεσμοθετημένη
οικονομική πολιτική , δεν μπορεί να συνεχισθεί. Επομένως το πλέον πιθανό είναι
να επιχειρηθεί να εφαρμοστεί μια  πιο σφιχτή
δημοσιονομική πολιτική , σύμφωνη με το ισχύον δημοσιονομικό πλαίσιο.

Όμως η Γερμανία θα πρέπει να λάβει υπόψη της και τις γενικότερες διεθνείς
οικονομικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα , στην καταγραφόμενη διεθνώς ανοδική πορεία
των επιτοκίων , λόγω της αναγγελθείσας και μη εφαρμοσθείσας ακόμη, μεταβολής  της νομισματικής πολιτικής της Fed (μείωση της ποσοτικής
χαλάρωσης) οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων αυξήθηκαν σημαντικά την
τελευταία περίοδο. Η απόδοση του 5ετούς ομολόγου με λήξη 2016, αυξήθηκε από 0,17%
το Μάιο 2013 σε 0,27 την 23η 
Σεπτεμβρίου 2013. Αντίστοιχα , για την ίδια περίοδο , η απόδοση του
δεκαετούς ομολόγου αυξήθηκε από 0,15% σε 0,31%. Αυτό ενδέχεται να θέσει πιέσεις
και στο κόστος δανεισμού των χωρών της περιφέρειας, που τον τελευταίο χρόνο
σημειώνουν μείωση και των δικών τους αποδόσεων.

Συγχρόνως όμως αποτέλεσμα της αναγγελθείσας συσταλτικής νομισματικής
πολιτικής της  Fed είναι η ενδυνάμωση του αμερικανικού
νομίσματος (23.09.2013 κυμαίνεται στο 1,3508 σε σχέση με το ευρώ) κάτι που θα
βοηθήσει τις γερμανικές εξαγωγές και γενικότερα τις ευρωπαϊκές. Προς την ίδια
κατεύθυνση οδηγεί και η μεγέθυνση της αμερικανικής οικονομίας. Ταυτόχρονα όμως ανοίγει
το δρόμο για επιστροφή των κεφαλαίων από τις αδύναμες οικονομίες του νότου προς
ασφαλέστερα καταφύγια κάτι που θα αυξήσει εκ νέου το κόστος δανεισμού των
συγκεκριμένων χωρών δημιουργώντας νέα προβλήματα στη Μέρκελ.

Ένα δεύτερο  σημείο που κινεί το
ενδιαφέρον και συνάδει με την αρχική μας  εκτίμηση περί των μελλοντικών δυσκολιών αλλά και
όσων αναφέρθηκαν παραπάνω,  είναι η «εγκατάλειψη»
του παραδοσιακού συμμάχου της του Φιλελεύθερου κόμματος. Έχω τη γνώμη ότι δεν
είναι καθόλου τυχαία  αλλά εντάσσεται στην
οπτική ότι οι  μελλοντικές εξελίξεις ,
τόσο σε γερμανικό επίπεδο όσο και σε ευρωπαϊκό είναι πολύ δύσκολες  έως οδυνηρές. Η Μέρκελ έχει ανάγκη ενός μεγάλου
κόμματος , το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, στήριξε όλες τις ευρωπαϊκές επιλογές της
την περίοδο της κρίσης χρέους των ευρωπαϊκών περιφερειακών χωρών. Επίσης μη
λησμονούμε ότι όλες οι διαρθρωτικές  αλλαγές
στην οικονομία έγιναν από τους σοσιαλδημοκράτες του Σρέντερ και η Μέρκελ απλά τις
εφαρμόζει . Στη σημερινή φάση φαίνεται ότι η γερμανική οικονομία έχει
εξαντλήσει τη δυναμική αυτών των διαρθρωτικών αλλαγών και χρειάζεται νέες. Επίσης
ο (ατελέστατος) σχεδιασμός της καγκελαρίου  για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι έχει ανάγκη μιας
εθνικής στήριξης με δεδομένο την απόλυτη πρωτοκαθεδρία  της γερμανικής οικονομίας. Είναι δύσκολο να αρνηθούν
οι σοσιαλδημοκράτες αυτή την πρόσκληση.