Η αύξηση της αξίας της εγχώριας παραγωγής πρωταρχικό ζητούμενο.


Υπάρχουν
διατυπώσεις , σε οικονομικές αναλύσεις, οι οποίες φαντάζουν μεγαλειώδεις  ενώ κολυμπούν μέσα στην ασάφειά τους. Ενώ
υποτίθεται ότι εκφράζουν βαθυστόχαστες σκέψεις τελικά μετά από την πρώτη ματιά
δείχνουν ότι είναι κενές νοήματος. Δείτε : 
«Η αύξηση των εισοδημάτων θα γίνεται από εδώ και πέρα από την
αύξηση της αξίας της εγχώριας παραγωγής και όχι από τον ξένο δανεισμό».
Με το
διάβασμα της παραπάνω απόφανσης γεννιέται το εξής ερώτημα: και η αύξηση της
αξίας της εγχώριας παραγωγής πως θα γίνει; Και τι σημαίνει χωρίς ξένο
δανεισμό; 
Ας
διερευνήσουμε συστηματικά τις πιθανές απαντήσεις . Η αξία της εγχώριας
παραγωγής μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω επενδύσεων. Αυτό είναι νομίζω αποδεκτό
από όλους. Οι επενδυτικοί πόροι  μπορούν
να  προέλθουν από τα συσσωρευμένα
κέρδη  των προηγουμένων χωρών ή από
τραπεζικό δανεισμό . Άρα ο τραπεζικός δανεισμός αποτελεί  απαραίτητη 
προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγής. Αν παράλληλα υπάρχουν εισροές
πόρων από το εξωτερικό (με τη μορφή των ΑΞΕ) οι οποίοι κατευθύνονται  σε επενδύσεις στην παραγωγή , πάλι για
δανεισμό πρόκειται δεδομένου ότι αποτελούν υποχρεώσεις της εγχώριας οικονομίας
προς το εξωτερικό. Άρα ο δανεισμός για επενδύσεις αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι
της διαδικασίας αύξησης της αξίας της εγχώριας παραγωγής.
Καμία
επιχείρηση αλλά και κανένα κράτος (παρά τις υπάρχουσες και εμφανείς διαφορές)
δεν μπορεί να λειτουργήσουν χωρίς  δανεισμό
κυρίως για τις επενδυτικές τους δαπάνες.
Το
δεύτερο σημείο το οποίο χρειάζεται να αναδείξουμε σε σχέση με την ελληνική
περίπτωση είναι ότι οι επενδύσεις δεν μπορούν να προέλθουν από τη συσσώρευση
του πλεονάσματος της ελληνικής οικονομίας δεδομένου ότι τα πρωτογενή
πλεονάσματα τα οποία σύμφωνα με το πρόγραμμα της δημοσιονομικής προσαρμογής θα
πρέπει να παραχθούν , συνολικού ύψους 17,5 δις ευρώ ,για τα έτη 2014-2016, τα
οποία θα οδηγηθούν στην αποπληρωμή του χρέους. Παράλληλα οι δημόσιες επενδύσεις
οι οποίες πάντοτε με το πρόγραμμα υπολογίζονται να ανέλθουν την ίδια περίοδο
,2014-2016, σε  19,6 δις ευρώ κανείς δεν
γνωρίζει αν θα πραγματοποιηθούν ή θα έχουν την τύχη των  αντίστοιχων δημοσίων επενδύσεων της περιόδου
2010-2012. 
Τώρα
ας προσεγγίσουμε τον τρόπο που λαμβάνονται οι επενδυτικές αποφάσεις.
Σύμφωνα
λοιπόν με όσα υποστηρίζουμε , τ
α οικονομικά υποκείμενα κινούνται σ΄ ένα
περιβάλλον οικονομικής αναρχίας και δεν καταφέρνουν ποτέ να βρουν τον άριστο
συγχρονισμό ex ante
και ex
post   στην αγορά,
δεδομένου ότι ο κοινός παρανομαστής των
οικονομικών αποφάσεων δεν είναι η ορθολογικότητα αλλά η αβεβαιότητα.
Παράλληλα,
εάν υπάρξει ένας συγχρονισμός στην αγορά, αυτός δεν είναι του τύπου που
υποθέτει ο βαλρασιανός εκπλειστηριαστής, αλλά ένας τύπος που τιμωρεί τα λάθη
εκτίμησης που έχουν λάβει χώρα σε όρους τιμών και ποσοτήτων.
Σ’ αυτό το
πλαίσιο αναδεικνύεται η αντίληψη για ριζική διαφοροποίηση του τρόπου ανάληψης
των αποφάσεων επενδύσεων και αποταμιεύσεων καθώς και ο ρόλος του χρήματος, το
οποίο ενσωματώνει ένα στοιχείο αβεβαιότητας υπερβαίνοντας τη νεοκλασική άποψη
περί απλού λιπαντικού, σα μέσο σύνδεσης του παρόντος με το μέλλον.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη , η
ανάπτυξη του εισοδήματος ανάγεται στις αποφάσεις της επένδυσης, δηλαδή στη
συμπεριφορά μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, των επιχειρηματιών.
Η γραμμή που
οδηγεί τις σκέψεις τους δεν είναι ο ορθολογισμός της μεγιστοποίησης του κέρδους
μέσα σ’ ένα πλαίσιο βεβαιότητας, αλλά η τάση μεγιστοποίησης του κέρδους εντός
του πλαισίου ελλιπών πληροφοριών και μεταβαλλόμενων προσδοκιών.
Το επίπεδο της ενεργούς ζήτησης αντιπροσωπεύει ένα σημείο
προσανατολισμού
, ενώ συγχρόνως αποτελεί ένα
παράγοντα κέρδους, αλλά εξαρτάται και αυτό από τις αποφάσεις των επιχειρήσεων.
Οι επιχειρηματίες προσδιορίζουν, ανεξάρτητα από τις επενδύσεις στις οποίες
βρίσκεται η ρευστότητα, τον όγκο των επενδύσεων, προσανατολισμένοι σ’ αυτό από
τις προσδοκίες του κέρδους.
Κύριος στόχος είναι να επιτύχουν
από την παραγωγική διαδικασία ένα σύνολο κερδών που να αποπληρώνει τις
πραγματοποιημένες επενδύσεις.
Οι
επενδύσεις, διαμέσου του πολλαπλασιαστή, προσδιορίζουν το εισόδημα και το
συνολικό όγκο της παραγωγής και της απασχόλησης.
Κύριος παράγοντας των οικονομικών
αποφάσεων θεωρείται ο επιχειρηματίας
. Η αυθόρμητη τάση προς την πλήρη απασχόληση στο πλαίσιο αυτό δεν
γίνεται αποδεκτή, μια και η πραγματική παραγωγή και η απασχόληση εξαρτώνται από
τις επιχειρηματικές αποφάσεις σχετικά με τις επενδύσεις.
Οι μεταβολές
της προτίμησης ρευστότητας, με σταθερή την ποσότητα χρήματος, επηρεάζουν το
επιτόκιο, δηλαδή την τιμή που πρέπει να καταβληθεί έτσι ώστε τα υποκείμενα να
προσφέρουν ρευστότητα. Το επιτόκιο, συνδυαζόμενο με τις προβλέψεις των πωλήσεων
και τη γενική κατάσταση των προσδοκιών, θα επιδράσει στις επενδυτικές αποφάσεις
και συνεπώς στο επίπεδο της οικονομίας.
Με τον τρόπο
αυτό,  η συνολική προσφορά της οικονομίας
είναι συνάρτηση και των νομισματικών μεταβλητών.
Το ίδιο
ισχύει για τη συνολική ζήτηση και ιδιαίτερα για το μέρος που αποτελείται από
την επενδυτική ζήτηση. Η καταναλωτική ζήτηση, που είναι συνάρτηση του
εισοδήματος, εξαρτάται από τους παράγοντες που προσδιορίζουν το εισόδημα.
Επομένως, η
περιγραφή του τρόπου που λειτουργεί η οικονομία η οποία  είναι παντελώς διαφορετική από το αντίστοιχο
νεοκλασικό υπόδειγμα. Δηλαδή το υπόδειγμα που υιοθετεί η τρόικα αλλά και η
ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με το οποίο φτάνει να προσαρμόσουμε την ελληνική οικονομία,
από την μεριά της προσφοράς ,  στο επίπεδο
εξάλειψης των δημοσιονομικών και εξωτερικών ελλειμμάτων και να περιμένουμε …. τους
πελάτες – επενδυτές . Και αν αυτοί δεν έλθουν; Τι θα γίνει η  Ελλάς; Θα κλείσει ως κατάστημα;