Κείμενο για Παρουσίαση Βιβλίου Κώστα Μελά: “Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία” (20.05.2013 Πολιτιστικό Κέντρο ΙΩΝΙΑ Δήμου Βούλας).

Του Αντώνη Κοκκορίκου
Δημοσιογράφου.
Ο Μελάς ονόμασε το βιβλίο του
«Μικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία», είτε για λόγους ταπεινοφροσύνης,
είτε γιατί έχουν περάσει απαρατήρητα από τους πολλούς (άρα θα είναι μικρά για
να μην τα προσέξουν), είτε γιατί τα παρουσιάζει σε σύντομη ανάλυση. Πάντως
μικρά δεν είναι.
Πρέπει να είσαι όμως
στοιχειωδώς έντιμος διανοούμενος για να τολμήσεις να απεικονίσεις την
πραγματικότητα και να την περιγράψεις έτσι όπως είναι και όχι όπως θα ήθελες να
είναι ή όπως θα ήθελαν εκείνοι που σε πληρώνουν ή σε καθοδηγούν ή σε
υποστηρίζουν να είναι. Γιατί μερικοί το παθαίνουν κι αυτό. Ακολουθούν για να
μην ξεχωρίζουν. Ο Κώστας Μελάς νομίζω ότι έχει αυτή την εντιμότητα που
χρειάζεται για να περιγράψει την Ελλάδα έτσι όπως είναι και όχι έτσι όπως
φαντάζονται μερικοί ότι είναι. Και για να δεις την Ελλάδα όπως είναι, πρέπει να
βουτήξεις μέσα στην ιστορία της, και όχι να συγκρίνεις την Ελλάδα με ξένες
χώρες τις οποίες μερικοί θεωρούν χωρίς να το αποδεικνύουν ότι είναι σοβαρές,
εκσυγχρονισμένες, μοντέρνες, προοδευμένες, προχωρημένες, επομένως λένε χωρίς να
το αποδεικνύουν ότι κι εμείς έπρεπε να είμαστε σαν κι αυτές και θα ήμασταν να
δεν έφταιγε το κακό το ριζικό μας ή ο Θεός που μας μισεί, αν δεν έφταιγε ο
κακός μας ο καιρός όπως λέει κι ο ποιητής.
Ο Μελάς ήδη από την αρχή του
βιβλίου, διαπιστώνει κάτι αυτονόητο που έχει περάσει απαρατήρητο. Το σύγχρονο
ελληνικό κράτος θεμελιώθηκε μετά την επανάσταση του 1821 στο πουθενά, ενώ οι
δυτικές δημοκρατίες της Ευρώπης οι οποίες προβάλλονται ως πρότυπα θεμελιώθηκαν
πάνω στις απολυταρχικές μοναρχίες που προϋπήρχαν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, με
τον ίδιο πληθυσμό, την ίδια ιστορία και τον ίδιο πολιτισμό. Ποιες είναι όμως οι
συνέπειες, αυτής της βασικής διαπίστωσης, την οποία περνάνε όλοι οι μελετητές
αβασάνιστα λές και δεν έχει καθόλου συνέπειες;
Λέει και κάτι άλλο επίσης
αυτονόητο. Στην ιστορία, δεν μπορείς να χρησιμοποιείς το εάν. Δεν υπάρχει το
εάν. Αν δεν είχε πέσει ο Αλή Πασάς, αν δεν είχε αποτύχει ο Υψηλάντης, αν δεν
είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας, αν δεν είχε έρθει ο ΄Οθωνας, αν δεν είχαμε
πάθει τη Μικρασιατική καταστροφή και άλλα τέτοια μεταφυσικά που έχουν θέσει
μόνον σε μυθιστορήματα.  Έτσι έγιναν τα
πράγματα χωρίς να χρειάζεται κανείς να εξηγήσει γιατί έγιναν έτσι, και γιατί
δεν έγιναν αλλιώς είτε από τους πολιτικούς είτε από τις κοινωνικές δυνάμεις που
δρούσαν και δρούν στην Ελλάδα. Δεν ακολουθούν τα ιστορικά γεγονότα κάποια
ντετερμινιστική οδηγία και επομένως πρέπει να εξηγηθεί γιατί ειδικά στην Ελλάδα
δεν είχαμε Δημοκρατία αν και είμαστε από τις πρώτες χώρες της Ευρώπης με φιλελεύθερο
Σύνταγμα, με κοινοβουλευτική Δημοκρατία και με δικαίωμα ψήφου σε όλους τους
άρρενες πριν το αποκτήσουν στις δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης.
Αποδίδει όμως και σωστά
ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι το σύγχρονο νεοελληνικό κράτος δημιουργήθηκε
σταδιακά, φέτες – φέτες από το 1830 ως τη συνθήκη της Λωζάννης με την οποία
λήγει για την Ελλάδα ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και όχι με τη συνθήκη των
Σεβρών. Τα πρώτα 100 χρόνια δηλαδή το νεοελληνικό κράτος, διαρκώς βρισκόταν σε
πολεμικές προετοιμασίες της  κακιάς ώρας,
με δημοσιονομικά προβλήματα και χρέος από την πρώτη στιγμή. Έτσι πρέπει να
δούμε λέει ο μελάς και τη βιομηχανική ανάπτυξη, όχι όπως θα έπρεπε να είναι (με
βάση ξένα πρότυπα) αλλά έτσι όπως πραγματικά είναι. Το ίδιο και το μεγάλο
ποσοστό των άδηλων πόρων, από μετανάστες, ναυτικούς ή μετά από τον τουρισμό και
των δάνειων πόρων. Γιατί αυτά δημιουργούν αγοραστική δύναμη, η οποία δεν
παράγεται  εγχωρίως. Άλλη σημαντική
διαπίστωση. Το μεγάλο ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων γιατί η ελληνική οικονομία
ποτέ δεν δημιούργησε συνθήκες πλήρους απασχόλησης για το πλεονάζον αγροτικό ή
εργατικό δυναμικό.
Ο Μελάς προσπαθεί να μας
πείσει ότι πρέπει να δούμε την Ελλάδα έτσι όπως είναι, χωρίς να αναφέρεται το
πώς θα έπρεπε να είναι γιατί αυτό είναι παραπλανητικό. Και μόνον έτσι θα
καταλάβουμε ότι οι ιδιομορφίες και οι ιδιοτυπίες της ελληνικής οικονομίας και
της Ελλάδας, δεν είναι τελικά ασθένειες όπως προσπαθούν να μας πείσουν,
επομένως δεν χρειάζονται θεραπεία ή εγχείρηση για να ιαθούν. Εμμέσως επομένως
μας προτείνει και τι πρέπει να κάνουμε χωρίς ποτέ ο ίδιος να προτείνει λύσεις
στο συγκεκριμένο βιβλίο. Προβάλλονται όμως οι λύσεις ως αυτονόητες για όποιον
ακολουθήσει την ανάλυσή του, η οποία επίσης προβάλει ως αυτονόητη αποδοχή της
πραγματικότητας και της ιστορίας.
Για να δούμε την Ελλάδα ως
ιδιομορφία, εσωτερικά προϋποθέτουμε ότι το πρότυπο είναι οι καπιταλιστικές
χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αυτή είναι μια ιδέα η οποία κατατρέχει όλους τους
δυτικούς επιστήμονες, μελετητές, πολιτικούς και πολίτες. Όλοι πρέπει να μοιάζουν
με το αγγλοσαξωνικό μοντέλο ή με το μοντέλο της Βορειοκεντρικής Ευρώπης κι αν
δεν μοιάζουν σημαίνει ότι είναι καθυστερημένες και άρα βρίσκονται σε
προηγούμενο στάδιο, επομένως κάποια στιγμή θα καταφέρουν να μοιάσουν
περισσότερο με το πρότυπο. Αυτή τη νοοτροπία μπορείς να την ανιχνεύσεις στα
βιβλία των Ευρωπαίων περιηγητών εδώ και αιώνες, είτε μιλάνε για πολιτισμούς της
Αμερικής και της Αφρικής, είτε για την Οθωμανική αυτοκρατορία ή και την Κίνα η
οποία σαφώς και είχε έναν πολιτισμό υπέρτερο του ευρωπαϊκού τουλάχιστον ως τους
πολέμους του οπίου. Από τη στιγμή που γνώρισαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό
και τον θεώρησαν πρόγονο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όλοι οι άλλοι θεωρούνται
μέχρι σήμερα υποδεέστεροι και έτσι αντιμετωπίζονται. Στην πραγματικότητα απέχουν
πολύ από το να έχουν ενστερνιστεί τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ακόμα και από
τους Ρωμαίους οι οποίοι προσπάθησαν φιλότιμα και μέχρις υπερβολής να ταυτιστούν
με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, σε σημείο ώστε να ισχυρίζονται οι ίδιοι ότι η
Ελλάδα κατέκτησε τη Ρώμη. Πράγμα που δεν έγινε ποτέ όμως, ασχέτως αν αυτό
ικανοποιεί την κενότητα ορισμένων σύγχρονων όπως και παλαιότερων Ελλήνων. Είναι
απλώς μια αυτοικανοποίηση.
Επειδή λοιπόν και οι Έλληνες
έχουν περάσει από δυτικά πανεπιστήμια, αναπαράγεται και στην Ελλάδα και στα
ελληνικά πανεπιστήμια αυτή η οπτική των πραγμάτων, ότι οι ελληνικές
ιδιαιτερότητες είναι ασθένειες που πρέπει να εκλείψουν. Όπως λέει ο Μελάς, τότε
μόνον μετατρέπονται σε ασθένειες, όταν εμφανίζονται οι ντόπιες ελίτ και με
βίαιο και βουλησιαρχικό τρόπο, προσπαθούν να εφαρμόσουν εκσυγχρονιστικά
προτάγματα μεγάλου βεληνεκούς ή να εξυπηρετήσουν απλώς πελατειακά συμφέροντα.
Οι τρείς μεγαλύτερες πτωχεύσεις του νεοελληνικού κράτους  έλαβαν χώρα όταν εφαρμόστηκαν μεγαλεπήβολα
εκσυγχρονιστικά σχέδια – αντιγραφές της Δύσης, με δάνεια χρήματα από τη Δύση.
Το 1893 επί Χαρίλαου Τρικούπη, το 1932 επί Ελευθέριου Βενιζέλου και το 2010
αλλά ουσιαστικά επί Σημίτη και Κ. Καραμανλή.
Αν όμως είναι ασθένειες λέει
ο Μελάς, γιατί δεν έχουν θεραπευθεί με τόσες θεραπείες και κυρίως αφού δεν
θεραπεύτηκαν, πως κατάφερε η Ελλάδα και βρέθηκε μέσα στις πλουσιότερες χώρες
του πλανήτη μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια και με όλες αυτές τις ασθένειες να
σέρνονται; Μέσα από αυτή τη διαδικασία ερωτήσεων και ερμηνειών και απαντήσεων
που προκαλούν περισσότερες ερωτήσεις, παράγεται η γνώση την οποία ο Μελάς ως
ένας γνήσιος πανεπιστημιακός δάσκαλος μοιράζεται μαζί μας και με τους φοιτητές
του. Και είναι γνώση πολύπλευρη, συνδυάζει τη φιλοσοφία και την ιστορία με την
οικονομική θεωρεία και με την κοινωνιολογική προσέγγιση.
Η κοινοβουλευτική Ελλάδα,
ποτέ δεν λειτούργησε αποτελεσματικά πριν από το 1975, δηλαδή πριν από το
δημοψήφισμα που τράβηξε μια βαθιά κόκκινη γραμμή από το παρελθόν. Τότε μόνον
είπαν όλοι οι Έλληνες, δεξιοί και Αριστεροί, τέρμα στη βασιλεία και στη
δικτατορία. Ως τότε όλες οι πλευρές φλερτάριζαν με την ιδέα ότι θα κυβερνήσουν
τη χώρα, αφού καταλάβουν την εξουσία με τη βία, μέσω πραξικοπήματος. Από το ΚΚΕ
ως τη Δεξιά, χωρίς να εξαιρείται ούτε ο Βενιζέλος, ο επιφανέστερος
κοινοβουλευτικός άνδρας της χώρας, δεν είχαν τραβήξει αυτή την κόκκινη γραμμή
ως το 1975.
Έχει μια εξαιρετική ανάλυση
στο βιβλίο του αυτό, του πως συγκεντρώθηκαν στη δυτική Ευρώπη τα δύο μονοπώλια
της κρατικής βίας και της φορολογίας και πως στην οθωμανική αυτοκρατορία τα
πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά γιατί αφενός διαδέχθηκε τη Βυζαντινή
αυτοκρατορία, αλλά στην πιο ήπια εκδοχή της γιατί το κοράνι, απαγόρευε την
ατομική ιδιοκτησία της γής.
Άλλη μεγάλη ασάφεια το έθνος
– κράτος των Ελλήνων το οποίο ποτέ δεν κατάφερε να περιλάβει όλους τους Έλληνες
μέσα στα σύνορά του, αλλά ποτέ επίσης δεν έγινε και το κράτος της ελληνικής
διασποράς. Οι απόδημοι Έλληνες ποτέ δεν έχουν καταφέρει ως σήμερα να ψηφίσουν,
πόσο μάλλον να συμβάλουν στη διαμόρφωση του κράτους. Περιλαμβάνει επίσης ένα
ωραίο μάθημα για την ελληνοκεντρικότητα και την ελληνικότητα, έννοιες που είναι
τόσο πρόσφατες, ενώ νομίζουμε ότι είναι αρχαίες. Αν δεν υπήρχε η γενιά του ’30
δεν θα την γνωρίζαμε και αν δεν υπήρχε η παγκοσμιοποίηση δεν θα την συζητάγαμε.
Εκεί που ο Μελάς δείχνει τις
ικανότητες σύνθεσης που έχει είναι όταν εξηγεί τι καπιταλισμό φτιάχνει η
ορθοδοξία και γιατί, σε αντιπαραβολή με τον καπιταλισμό που παράγεται από την
προτεσταντική ηθική στην Αγγλία ή στη Γερμανία. Δεν θέλω να σας στερήσω την
απόλαυση της ανάγνωσης αυτού του κεφαλαίου, αρκεί μόνον ως ερέθισμα να σας
αναφέρω ότι η ορθοδοξία γενικά σνομπάρει τα εγκόσμια αγαθά και είναι πιο κοντά
στην κοινοκτημοσύνη. Ο απόλυτος προορισμός δεν υπάρχει στους πατέρες της
χριστιανοσύνης και ο άσωτος υιός πάντοτε μπορεί να σωθεί, ότι κι αν έχει κάνει.
Ακόμα κι αν σαν τον Μέγα Κωνσταντίνο την τελευταία στιγμή του θανάτου του
δείξει την οριστική του προτίμηση, γιατί ως εκείνη τη στιγμή ήταν ταυτόχρονα
και αρχιερέας της αρχαίας  θρησκείας.
Μια τελευταία αναφορά και
σταματώ. Το ελληνικό κράτος. Ιδίως τα τελευταία χρόνια όλοι το κατηγορούν και
το μέμφονται. Δεξιοί και αριστεροί εκσυγχρονιστές, χρεώνουν στο κράτος όλα τα
δεινά του ελληνισμού. Αυτό το κράτος όμως, με τα τόσα του προβλήματα και ασθένειες
και παθογένειες, είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης των Ελλήνων από το 1833 ως το
2013 και παρόλα αυτά κατάφερε να έχει την Ελλάδα στις πρώτες 25 χώρες του
πλανήτη, στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Τόσο άχρηστο είναι που πρέπει να
το καταστρέψουμε; Και τι θα το διαδεχθεί και θα τα καταφέρει καλύτερα τα
επόμενα χρόνια; Τι είναι το καλύτερα κατ αρχήν; Να βρεθούμε μέσα στις πέντε
καλύτερες οικονομίες; Αλλά αν είναι τόσο κακό, πως καταφέρνει να επιβιώνει επί
180 συναπτά χρόνια χωρίς διακοπή; Και το αυθόρμητο ερώτημα, μπορεί να υπάρξει
Ελλάδα, ως χώρα χωρίς κράτος; Μήπως καταστρέφοντας το κράτος, ουσιαστικά
προσπαθούμε να εξαφανίσουμε τη χώρα;
Αν κάποιος δεν έχει καταλάβει
το σημαντικό πρώτο μέρος του βιβλίου, δεν θα καταλάβει και το δεύτερο μέρος,
δηλαδή το πώς φτάσαμε στο μνημόνιο, από το 1990 ως το 2010. Μέσα σε 20 χρόνια
διαμορφώθηκε η τελευταία κατάσταση που ζούμε. Δεν έγινε σε ένα χρόνο και δεν το
έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου, αν και είναι το πιο θλιβερό πρόσωπο στην ιστορία
γιατί επιδείνωσε την κατάσταση με την ανίκανη ηγεσία του αντί να την βελτιώσει
ή έστω να την διαχειριστεί.
Σε αυτό το μέρος του βιβλίου
ξαναζούμε την ιστορία της Ελλάδας με την φενάκη της ισχυρής Ελλάδας του Σημίτη,
στη θέση των εκσυγχρονιστικών προγραμμάτων του Τρικούπη και του Βενιζέλου, ενώ
σε τελικά ανάλυση, αυτά τα συνθήματα λέει ο Μελάς και είναι ο μόνος που το λέει
και το τεκμηριώνει, αυτός είναι ένας λαϊκισμός. Ποτέ δεν υπήρξε ισχυρή η
ελληνική οικονομία, ούτε για ένα εξάμηνο. Επομένως και η χώρα δεν υπήρξε
ισχυρή. Η σχετική προπαγάνδα αποτελεί λαϊκισμό που αποκοίμησε τους πολίτες και
τους έκανε είτε θύματα που έχασαν τα λεφτά τους στο χρηματιστήριο, είτε δεν
προετοιμάστηκαν καθόλου για την χρεοκοπία που ήρθε. Γιατί ο Μελάς λέει τα σύκα –
σύκα και τη χρεοκοπία -χρεοκοπία.
Το να αποκρύπτεις εντελώς την
πραγματικότητα της ΟΝΕ με την ελπίδα ότι έτσι θα κερδίσεις τις εκλογές,
αποδεικνύεται ολέθριο και δυστυχώς οι ίδιοι άνθρωποι που είπαν συνειδητά
ψέματα, εξακολουθούν να κυβερνούν και γι αυτό ο λαός έχει χάσει κάθε ελπίδα από
το πολιτικό σύστημα. Αυτή η κενότητα και η αλαζονεία, ήταν η ύβρις που
περιγράφεται στο τρίτο κεφάλαιο, η οποία έφερε την άτη, το θόλωμα του νού, την
πλήρη σύγχυση στη διαχείρηση της κρίσης, πράγμα που οδήγησε τον υβριστή σε νέες
ανοησίες κι αυτές έφεραν τη νέμεση, την οργή και την εκδίκηση των Θεών, ως την
οριστική τιμωρία, την καταστροφή του την τίσιν. Τη συντριβή του.
Για το χρονικό διάστημα από
το 2009 ως σήμερα έχουμε κάνει τόσες εκπομπές και συζητήσεις με τον Κώστα Μελά,
που κρίνω φρόνιμο να μην αναφερθώ καθόλου σήμερα. Επί τρία χρόνια έχει αναλύσει
με κάθε διεξοδικότητα, πόσο λάθος ήταν από την αρχή ως το τέλος όλα τα
προγράμματα και οι σχεδιασμοί που εφαρμόστηκαν. Αλλά με μεγάλη σεμνότητα
αφιερώνει μόνον 50 σελίδες χωρίς να κάνει ούτε μία αναφορά αυτοεπιβεβαιωτική
των αναλύσεών του οι οποίες υπάρχουν σε πλήθος εφημερίδων και στο διαδίκτυο, σε
πλήθος τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Δεν ξέρω αν ο ίδιος μπορεί να τις
υπολογίσει, αλλά εκτιμώ ότι πρέπει να είναι πολλές εκατοντάδες παρεμβάσεις, για
τις οποίες δεν ζητάει να του αναγνωρίσουμε ευστοχία και διορατικότητα, έγκαιρη
επισήμανση και κυρίως τεκμηρίωση. Μόνον εγώ πρέπει να του έχω πάρει σχεδόν 100
συνεντεύξεις από το 2009 ως τώρα, γιατί έψαχνα μανιωδώς να βρώ πνευματικούς
ανθρώπους, με απόσταση από κομματικά συμφέροντα, οι οποίοι να λένε τα αυτονόητα
μεν που είναι πολύ σπάνια δε. Και ταυτόχρονα 
ανθρώπους που έχουν μια ακεραιότητα και μια ακαδημαϊκή εντιμότητα, ώστε
να τολμούν να μιλήσουν ανοιχτά όταν κανείς δεν μιλάει και να πούν το δυσάρεστο
νέο, όταν κανείς δεν θέλει να το ακούσει.
Σήμερα ακόμα και το ΔΝΤ λέει
ότι η συνταγή ήταν λάθος. Το να λές όμως ότι το κούρεμα του ελληνικού χρέους
είναι αναπόφευκτο από τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο του 2010, ή να λές ήδη από το
2009 ότι οι συνταγές του ΔΝΤ προκαλούν ύφεση, καταστροφή και λεηλασία του
δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου στις χώρες όπου εφαρμόστηκαν, άρα και στην
Ελλάδα θα προκαλέσουν τον ίδιο πόνο, δεν ήταν εύκολο. Ήθελε θάρρος και
γενναιότητα, απέναντι στους πληρωμένους κονδυλοφόρους του συστήματος και στους
ακαδημαϊκούς που ήταν υπάλληλοι των τραπεζιτών οι οποίοι έθεταν την επιστήμη
τους και το κύρος τους στην υπηρεσία όχι των πολιτών, αλλά της ελίτ που είναι
υπεύθυνη για την καταστροφή.
Ο Μελάς είναι σεμνός σε όλα
και μετριοπαθής στο λόγο του και στα γραφτά του, χωρίς να απέχει από την
πραγματικότητα, χωρίς να χαρίζει κάστανα, αλλά με μια ευπρέπεια την οποία συχνά
δεν έχουμε οι ακροατές του ή οι αναγνώστες του. Κι αυτό το θεωρώ προσόν, αν
πρόκειται κάποιος κάποτε να συνθέσει και τη λύση του προβλήματος. Με την
οξύτητα και με την αδιαλλαξία, χωρίς να το καταλάβεις γίνεσαι μέρος του
προβλήματος.