Κείμενο για Παρουσίαση Βιβλίου Κώστα Μελά: “Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία” (20.05.2013 Πολιτιστικό Κέντρο ΙΩΝΙΑ Δήμου Βούλας).


Γιάννης Παπαμιχαήλ
Καθηγητής Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
H αναγκαστική απουσία μου από τη σημερινή συνάντηση για
λόγους που σχετίζονται άμεσα με τις περιπέτειες της ελληνικής και της κυπριακής
οικονομίας, αποτελεί για εμένα μια άτυχη συγκυρία. Διότι βέβαια δεν επιθυμούσα
καθόλου να απουσιάζω από τη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου του φίλου,
συναδέλφου και ομοϊδεάτη μου Κώστα Μελά. Επειδή επίσης πιστεύω ότι ορισμένες
πτυχές του συγκεκριμένου βιβλίου που θα αποκαλούσα ψυχοπολιτικές απαιτούν μια
συστηματική υπογράμμιση, ίσως και μια πιο εκτεταμένη συζήτηση από εκείνη που
συνοδεύει συνήθως τα έργα που διαπραγματεύονται τις αιτίες και τις συνιστώσες
της πολύπλευρης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Δεν
αναφέρομαι μόνο στις εύστοχες παρατηρήσεις του συγγραφέα πάνω στις υποτίθεται
δυτικότροπες αντιλήψεις που εδώ και πολλά χρόνια αντιμετωπίζουν όλες τις
ιδιομορφίες της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας της με τρόπο στερεότυπα
αρνητικό, περίπου σαν ασθένειες, όπως γράφει ο Μελάς, σε σχέση προφανώς με μια
«κανονικότητα» που με απίστευτο μεθοδολογικό δογματισμό εμφανίζεται ως το μόνο
πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά ορθό πρότυπο λειτουργίας όλων αυτών των
κοινωνικών πραγμάτων που ορισμένοι συνηθίζουν να ταξινομούν με μεγάλη ευκολία
στα συμπτώματα μιας εγχώριας ιστορικής «υπανάπτυξης». Άλλωστε, η κριτική που
ασκεί ο Μελάς στις πολιτικές και τραπεζικές γραφειοκρατίες οι οποίες φόρεσαν
στους ευρωπαϊκούς λαούς τον ζουρλομανδύα μιας αποκλειστικά νομισματικής ένωσης,
η οποία οδηγεί τις κοινωνίες του ευρωπαϊκού νότου στη δυστυχία και στην
πολιτική υποτέλεια, δεν εξαντλείται καθόλου στην καταγγελία των δανειστών ή της
Γερμανίας. Βέβαια, ως γνωστόν η Γερμανία διαχειρίζεται τα πλεονάσματα του
εμπορικού της ισοζυγίου με τη λογική του δανειστή που ενώ ευννοείται ο ίδιος
από την αμετάκλητη ισοτιμία του ευρώ, οδηγεί τις χώρες της περιφέρειας στην
κατάρρευση και στην καλπάζουσα ανεργία. Πέραν όμως όλων αυτών, ο Μελάς
επιχειρεί να ερμηνεύσει, ίσως να δώσει και κάποιες πρώτες απαντήσεις στο κοινό
πλέον ερώτημα που απασχολεί σήμερα τους περισσότερους Έλληνες: «Πως ενέσκυψε
αυτό το ύπουλο κακό; Πως την πάθαμε εμείς;»
Αναζητώντας
λοιπόν τις αιτίες της σημερινής κρίσης, ο συγγραφέας δεν ικανοποιείται καθόλου
από τις περιγραφικές και απλοϊκές ιδέες που εξαντλούνται συνήθως στην
καταγγελία του λεγόμενου «λαϊκισμού» και που αναφέρονται στη διαπλοκή των νέων
μικροαστικών στρωμάτων με την εξουσία, κυρίως μέσω του ΠΑΣΟΚ. Παραμερίζει με
άλλα λόγια τις ιδεοληψίες του «Μαζί τα φάγαμε!». Αποφεύγει τους εύκολους
κοινωνιοψυχολογισμούς, που περιορίζονται στην μονομερή ανάδειξη τιου
πελατειακού κράτους, αλλά και της συμπλεγματικής λογικής και της κουτοπόνηρης
πολιτικής αφέλειας του γνωστού αρχοντοχωριάτη, που επιδεικνύεται μέσω της
άκριτης και αντιαισθητικής κατανάλωσης των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτός
και οι πρόγονοί του είχαν στερηθεί. Ο Μελάς υπογραμμίζει λοιπόν ότι το πρόβλημα
της ελληνικής κοινωνίας ούτε ήταν, ούτε είναι η ανοδική κοινωνική κινητικότητα:
αυτή η κινητικότητα νομιμοποιείται ηθικά και νομιμοποιεί πολιτικά κάθε αστική
δημοκρατική κοινωνία στο μέτρο ακριβώς που συνιστά το αποτέλεσμα μιας
διαδικασίας αυτοϋπέρβασης των μη προνομιούχων μέσα από τις παραδοσιακές αστικές
αξίες της εργασίας ή της μόρφωσης. Η κρίση αυτού του αξιακού συστήματος – για
την ακρίβεια, η συστηματική του αποδόμηση, συνυφαίνεται ταυτόχρονα με την
αποδιοργάνωση της παραγωγής και τον αποσυντονισμό της πολιτικής βούλησης των μη
προνομιούχων. Συνυφαίνεται με άλλα λόγια με την εμφάνιση του μετανεωτερίζοντος
κόσμου των κοινωνικών υποκειμένων που, υπό την αφελή πολιτική ιδιότητα του «πολίτη
του κόσμου» και του αντίστοιχου κοσμοπολιτισμού, ζουν στο αέναο παρόν της
καταναλωτικής αυτοπραγμάτωσης που τους παρέχουν οι ιδεολογίες της ισότητας των
ευκαιριών και οι εξίσου αφελείς προσδοκίες ενός δικαιότερου κόσμου, ο οποίος θα
προέκυπτε δια πολιτικής μαγείας, μέσω λόγου χάρη μιας δικαιότερης διανομής του
κοινωνικού πλούτου σε όσους είναι (ή αισθάνονται ότι είναι) στερημένοι. Διότι
βέβαια, η σύγχρονη νομικο-πολιτική θρησκεία των δικαιωμάτων έχει αποδώσει σε
όλους αυτούς τους στερημένους άφθονα ατομικά δικαιώματα για να αγωνιστούν, όλοι
εναντίον όλων, για την αυτοεκπλήρωσή τους, «σκηνοθετώντας οι ίδιοι τον
εαυτό  τους», όπως με διορατικότητα
επισημαίνει ο Μελάς.
Μέσα
ακριβώς στην ίδια θεατρικότητα κινήθηκε όμως και το πολιτικό προσωπικό που
διαχειρίστηκε την εξουσία. Τα κόμματα που μονοπώλησαν τη διακυβέρνηση της χώρας
τα τελευταία 30 χρόνια, όχι μόνο στάθηκαν ανίκανα να παράγουν πολιτική, όχι
μόνο χειραγώγησαν την κοινή γνώμη με όλους τους τρόπους (ιδίως μέσω των ΜΜΕ και
της εκπαίδευσης), όχι μόνο εξαντλήθηκαν σε ανταγωνισμούς για το ποιος είναι ο
καλύτερος εκπρόσωπος των συμφερόντων των οικονομικών ελίτ, όχι μόνο αδιαφόρησαν
για το τι πραγματικά χρειαζόταν ο τόπος, αλλά και ανέπτυξαν, όπως επισημαίνει ο
Μελάς, μια ακατάσχετη ρητορεία που ισχυρίζεται πάντα τα εντελώς αντίθετα από
αυτά που συμβαίνουν. Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος
αποσταθεροποίησης της κοινής πολιτικής λογικής, ούτε πιο σίγουρος δρόμος που να
οδηγεί τους πολίτες στην αδιαφορία για την πολική και στην ιδιώτευση.
Το
πρόβλημα λοιπόν της ελληνικής κοινωνίας, όπως το εντοπίζει ο Μελάς, είναι
πολιτικό από την άποψη ότι η κοινωνία αυτή «οδηγήθηκε σιγά σιγά, αλλά σταθερά
στην υιοθέτηση της νοοτροπίας και της πρακτικής του παρασιτικού καταναλωτισμού
και του κοινωνικού παρασιτισμού». Η ιδεολογική ή μάλλον καλύτερα η
κοσμοθεωρητική επικράτηση της οικονομίας επί της πολιτικής – και μάλιστα της
σημερινής νεοφιλελεύθερης χρηματοπιστωτικά ελεγχόμενης, διεθνοποιημένης
καπιταλιστικής οικονομίας, έχει πάνω στις πολιτικές νοοτροπίες των ατόμων τις
επιπτώσεις που εύστοχα επισημαίνει ο Μελάς: φρενήρης ατομισμός,
υπερκαταναλωτισμός, αγοραίος ευδαιμονισμός κοινωνιών όπου ο άνθρωπος και το
σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων υφίστανται ως αποφύσεις του χρήματος.
Παράλληλα, όσον αφορά τα συλλογικά πολιτικά και κοινωνικά φρονήματα, όπως το
επισημαίνει ο συγγραφέας, «οι ισχυρισμοί περί ισχυρής οικονομίας λειτούργησαν
με τρόπο αντίστοιχο της παλιάς Μεγάλης Ιδέας, με κατεύθυνση προς τη Δύση αυτή
τη φορά. Δημιουργήθηκε και εξαπλώθηκε στην ελληνική κοινωνία ένας
εκσυγχρονιστικός φονταμενταλισμός, βασιζόμενος υποτίθεται στο ορθρό λόγο, λες
και όλες οι υπόλοιπες απόψεις ήταν ανορθολογικές. Η μονοσήμαντη σκέψη σε όλο
της το μεγαλείο κατέκλυσε την ελληνική κοινωνία».
Ο
Μελάς δεν είναι λοιπόν ένας ακόμα από εκείνους τους κοινωνικούς επιστήμονες που
αρέσκονται να περιγράφουν ταυτολογικά και να φωτογραφίζουν στατικά τα δεδομένα,
θεωρώντας ότι η αποτύπωση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και την ερμηνεία τους. Όπως
όλοι μας, ζει βέβαια και αυτός μέσα σε ένα μετανεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο
όλο και μεγαλύτερων πραγματικών ανισοτήτων, που δεν συγκαλύπτονται καθόλου
(αντίθετα μάλλον, επιδεικνύονται), αλλά εντούτοις εκλογικεύονται από τα άτομα
που έμαθαν σταδιακά να πιστεύουν στο «τέλος της ιστορίας», στο «τέλος της
πολιτικής», στο «τέλος των συλλλογικών υποκειμένων του νεότερου παρελθόντος», ή
στο «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων». Ως κοινωνικός επιστήμονας, ο Μελάς έχει
λοιπόν μπροστά του ένα σύνθετο ερευνητικό αντικείμενο που θα επιθυμούσα να
διατυπώσω ρητώς: Την πολιτική παθητικότητα μιας σαστισμένης κοινωνίας που
εξαθλιώνεται πολιτικά και οικονομικά με ψυχραιμία συνυφασμένη με το πάθος του
νεοφώτιστου πιστού δήθεν ορθολογιστή που ανακάλυψε τα τελευταία χρόνια με
ενθουσιασμό, τις «μεγάλες αλήθειες» της νέας πολιτικής θεολογίας των ατομικών
δικαιωμάτων. Μπορούμε άραγε να συσχετίσουμε αυτά τα φαινόμενα μεταξύ τους;
Μπορούμε λόγου χάρη να διερευνήσουμε τη σχέση μεταξύ των πολιτικών συνειδήσεων
των ατόμων που σκηνοθετούν την κοινωνική τους διάκριση ή την φαντασιακή
εκπλήρωση των καταναλωτικών στόχων και των κοινωνικων φιλοδοξιών τους και που
βαυκαλίζονται με την έμμονη μεταεθνοτική ιδέα ότι είναι πλέον «πολίτες του
κόσμου» με πολλά νομικά δικαιώματα, ώστε να διεκδικούν στην ανοιχτή αγορά τις
επιθυμητές ίσες ευκαιρίες της αυτοπραγμάτωσής τους, με τη διαπιστωμένη ως
σήμερα τουλάχιστον απουσία σημαντικών συλλογικών πολιτικών αντιστάσεων από την
πλευρά των μη προνομιούχων της ελληνικής κοινωνίας; Διότι αυτοί οι πολίτες του
κόσμου, τώρα ακριβώς που η ελληνική κοινωνία υφίσταται μια άγρια, ταξικής φύσης
επίθεση από την πλευρά των δανειστών, φαίνεται να αποδέχεται με κυνισμό τις
ανισότητες και με «ρεαλισμό» την μοίρα της, δηλαδή την οικονομική της εξαθλίωση
και την πολιτική της υποτέλεια. Τα άτομα αυτά ως κοινωνικά υποκείμενα θεωρούν βεβαίως
ότι διαθέτουν απομαγευμένες, ρεαλιστικές και ορθολογικές συνειδήσεις: πάνω κάτω
αυτοί ήταν πάντα η συνείδηση που είχαν οι δούλοι για τα κοινωνικά και πολιτικά
πράγματα. Θα έλεγα ότι όλες αυτές οι παρατηρήσεις παρακινούν τον Μελά να
σκαλίσει στο υπόβαθρο των εκλογικεύσεων, τις ψυχολπολιτικές αιτίες της
περιρρέουσας κατάρρευσης των αντιστάσεων του ελληνικού λαού. Αναφέρεται συνεπώς
επικριτικά στους ανέξοδους αντικρατισμούς που χρόνια τώρα, στρέφονται
αποκλειστικά κατά του όντως ανοργάνωτου και ανίκανου εθνικού κράτους, αλλά δεν
στρέφονται τόσο ενάντια στον αυτοκρατορικού τύπου δεσποτισμό του ευρωπαϊκού και
διεθνούς πολιτικού καθεστώτος: Όπως ξέρουμε, αυτό το μεταεθνικό σύμπαν
ονειρεύονται όλοι οι ριζοσπάστες, νεοφιλελεύθεροι και μη, ελευθεριακοί
κοσμοπολίτες καθώς και κατά φαντασίαν διεθνιστές που, προερχόμενοι από την
μεγάλη ιδεολογική κολυμπήθρα της αριστεράς, συναντούν την νεοφιλελεύθερη
αντίληψη των «ανοικτών κοινωνιών» από την άποψη, όπως υποτίθεται, της ταξικής
διεθνιστικής κριτικής του αστικού κόσμου και των πολιτικών του δομών.
Ο
Μελάς αντιλαμβάνεται συνεπώς ότι οι σημερινές τουλάχιστον συνθήκες δεν ευνοούν
καθόλου μια πολιτική ανατροπής του σημερινού μνημονιακού καθεστώτος. Υπερβαίνοντας
λοιπόν τον ρόλο του επιστήμονα και υιοθετώντας έστω για τις περιστάσεις, την
στάση του πολιτικού στοχαστή, παρακινεί στη συγγραφή ενός αξιόπιστου
αντιμνημονίου ικανού να τεκμηριώσει την πιθανότητα μιας άλλης βιώσιμης ζωής της
ελληνικής κοινωνίας, ενδεχομένως έξω από την ζώνη του ευρώ. Ενός κειμένου
ικανού δηλαδή να πείσει ότι υπάρχουν ακόμα και τώρα άλλοι πολιτικοί δρόμοι για
την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ίσως και της ευημερίας στη χώρα μας. Δεν
μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί του και να του ευχηθώ να είναι καλοτάξιδο το νέο
του βιβλίο.