Ιστορικές αναλογίες;

Κατά τη δεκαετία του 1950 και
ειδικά στο δεύτερο μισό της ,ενισχύεται σημαντικά η ολιγοπωλιακή δομή του
τραπεζικού συστήματος.
Η πρώτη αιτία ήταν η επιβληθείσα
από το κράτος συγχώνευση της Εθνικής με την Τράπεζα Αθηνών το 1953, που οδήγησε
 σε ένα ίδρυμα τερατώδους μεγέθους[1]. Η
συγχώνευση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το Νόμο 2292 του Φεβρουαρίου του
1953  και επιβλήθηκε με την έκδοση
Βασιλικού Διατάγματος (δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις
27.2.1953) . Παράλληλα βάσει του Νόμου 2292/53 «Περί συγχωνεύσεως ανωνύμων
τραπεζικών εταιρειών» , αυξήθηκε το 1954 το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΤΕΑ κατά το 1/3
του υφισταμένου Μετοχικού Κεφαλαίου  και  διατέθηκε αποκλειστικά και μόνο υπέρ των ΝΠΔΔ
με αποτέλεσμα να περιέλθει η τράπεζα υπό πλήρη κρατικό έλεγχο.
Η δεύτερη συναφής εξέλιξη , κατά
το ίδιο περίπου διάστημα με τη συγχώνευση , είναι η απόκτηση από τον Στρατή
Ανδρεάδη της πλειοψηφίας της Εμπορικής Τράπεζας[2] ,
τρίτης σε μέγεθος εμπορικής τράπεζας της χώρας. Η σημαντικότερη ίσως συνέπεια
της συγχώνευσης ΕΤΕ- και Τράπεζας Αθηνών ήταν ότι αποτέλεσε την αφετηρία ανόδου
της Εμπορικής Τράπεζας , που επρόκειτο να μετατρέψει την άλλοτε μονοπωλιακή
δομή του εμπορικού τραπεζικού συστήματος σε δυοπώλιο[3].
Η ευνοϊκή αντιμετώπιση του ομίλου Ανδρεάδη από την Κυβέρνηση
Παπάγου ήταν εμφανής από τις πρώτες ημέρες της ανάληψης των καθηκόντων της. Η
αρχή έγινε με την ανάθεση στον Όμιλο (που είχε υπό τον έλεγχό του σειρά
επιχειρήσεων στους κλάδους της ναυτιλίας, ναυπηγείων, ασφαλειών,
μεταλλουργείων, ηλεκτρικών σιδηροδρόμων κτλ) σημαντικών δημοσίων έργων. Στον
χώρο του τραπεζικού τομέα όμως έγινε η μεγαλύτερη αλλαγή. Το 1957 η Εμπορική
Τράπεζα εξαγόρασε τις ελλαδικές επιχειρήσεις της βρετανικών συμφερόντων Ιονικής
Τράπεζας (τέταρτης σε μέγεθος μεταξύ  των
ελληνικών εμπορικών τραπεζών). Η Ιονική είχε υπό τον έλεγχό της την (πέμπτη σε
μέγεθος) Λαϊκή Τράπεζα , με την οποία και συγχωνεύθηκε το 1957. Όμως το
σημαντικότερο ίσως συμβάν ήταν ότι για την εξαγορά της Ιονικής και Λαϊκής , η
Εμπορική χρηματοδοτήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος με δάνειο 635.000 χάρτινων
λιρών Αγγλίας, για το οποίο δόθηκε ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση. Προέκυψε
έτσι ένα πανίσχυρο δυοπώλιο, Εθνικής Τράπεζας και Εμπορικής Τράπεζας, που
επρόκειτο να κυριαρχήσει στο τραπεζικό σύστημα κατά τις επόμενες δεκαετίες,
μέχρι την εποχή όπου ο Όμιλος της Εμπορικής Τράπεζας σιγά – σιγά αλλά σταθερά
οδηγήθηκε στην διάλυσή του σύμφωνα με τις επιλογές των κυβερνήσεων της εποχής
και με γνωστούς πρωταγωνιστές.
Σήμερα βρισκόμαστε , μετά από την ουσιαστική πτώχευση της χώρας
και την οικονομική κρίση η οποία κυριολεκτικά την έχει οδηγήσει στην οικονομική
και κοινωνική κατάρρευση, εκ νέου σε παρόμοια κατάσταση. Το τραπεζικό σύστημα της
χώρας  εκ νέου, οδηγείται σε μια βίαιη ,
αλλά προφανώς αναγκαία λόγω των διαμορφούμενων  συνθηκών , συγκεντροποίηση όμως σε σαφώς
διαφορετικές συνθήκες προοπτικής της ελληνικής οικονομίας. Τότε η χώρα έβγαινε
από μια πολύ δύσκολη περίοδο με πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης και εισοδήματος
και ο δρόμος της αναπτύξεως ήταν μονόδρομος. Το χαμηλότατο επίπεδο εισοδήματος
προσδιόριζε από μόνο του την ανάγκη μεγέθυνσης τη οικονομίας. Σήμερα η ελληνική
κοινωνία βιώνει μια ολοσχερή πτώση σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού βίου το οποίο
έχει επιβληθεί με όρους  τιμωρητικής πολιτικής
από τους ευρωπαϊκούς εταίρους  και
παράλληλα ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης για τις βασικές επιλογές των πολιτικών της
ελίτ. Η ανάκαμψη της χώρας , σε ένα διεθνές περιβάλλον αντίξοο, φαντάζει εξαιρετικά
δύσκολη, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα. Συνεπώς και οι προοπτικές του τραπεζικού
συστήματος, παρά τις όποιες  ομοιότητες με
την περίοδο της δεκαετίας του πενήντα, θα είναι δύσκολες και σαφώς υποκείμενες στα
 νέα προβλήματα της σύγχρονης εποχής.

[1] Για μια εκτενή όσο και
πλήρη εξιστόρηση του γεγονότος δες: Γ.
Παγουλάτος , Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος 1940-2000. Ιστορικό Αρχείο της
Εθνικής Τράπεζας 2006,
σ..193-286.
[2] Σημαντικό πακέτο μετοχών
της Εμπορικής Τράπεζας από τα τέλη του Μεσοπολέμου έλεγχε η ΕΤΕ.
[3] Γ. Παγουλάτος, Η Εθνική
Τράπεζα της Ελλάδος 1940-2000. Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας 2006,
σ..282.