Μικρή αναφορά στη σκέψη του Π. Κονδύλη.


 
1.
Όλες οι βαθυστόχαστες και περιεκτικές συλλήψεις του Κονδύλη
έχουν σχεδόν απ’ αρχής έως τέλους χαρακτήρα ανθρωπολογικής και συγχρόνως
ιστοριογραφικής απόδειξης. Δεν αποτελούν εύκολο ανάγνωσμα, όποιος όμως εμβαθύνει
σ’ αυτές αμείβεται πλουσιοπάροχα. Και τούτο διότι οι βασικές γραμμές της
θεωρίας του, όπως αυτή διαγράφεται πίσω από τη μεταβαλλόμενη θεματολογία των
ερευνών του, είναι διατυπωμένες με διαύγεια και συνέπεια. Έχουμε εδώ να κάνουμε
με μιαν ανθρωπολογικά θεμελιωμένη θεωρία της ιστορίας κάθε δυνατής ανθρώπινης
κοινωνίας. Ή, όπως δηλώνει ο υπότιτλος του μεταθανάτιου έργου του, με τις
“Βασικές αρχές της κοινωνικής οντολογίας”.(
Ράινχαρτ Κοσέλλεκ)
2.
Οι
θεματικοί κύκλοι των ενδιαφερόντων του Π.Κονδύλη, αποτελούν ένα ενιαίο οργανικό
σύνολο,  και αφορούν στη μελέτη της
ευρωπαϊκής σκέψης και κοινωνίας, από την εποχή του υστερομεσαιωνικού
νομιναλισμού και την κριτική της μεταφυσικής κατά τα νεότερα χρόνια ως τον
Διαφωτισμό, τον Hegel, τον Marx και τον Clausewitz από τη μια και την «Παρακμή
του Αστικού Πολιτισμού» και την «Πλανητική Πολιτική» της
«Μαζικοδημοκρατικής»  εποχής από την
άλλη.(Το Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης. Νεφέλη 1998…σελ.39-45). Η τριλογία για
την Κοινωνική Όντολογία δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε και σε μας έχει φθάσει μόνο ο
πρώτος τόμος.
Ο
ρηξικέλευθος χαρακτήρας του Π.Κ. εκδηλώθηκε με το πρώτο κιόλας έργο του, τη «Γένεση
της διαλεκτικής,
μια ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης του Holderlin,
του Schelling και του Hegel ως το 1802», που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το
1979 και αποτελεί μια θεμελιώδη συμβολή για την καλύτερη κατανόηση των σχέσεων
ιδεαλισμού και διαλεκτικής. Στη  συνέχεια
αυτή η ρηξικέλευθη σκέψη επιβεβαιώθηκε παντοιοτρόπως.
Ο Π.
Κονδύλης ανήκει σε μια γραμμή σκέψης η οποία έχει καταβολές στην αρχαία
σοφιστική , στο Θουκυδίδη , τον  Machiavelli,
τον  Hobbes, το ριζοσπαστικό
Διαφωτισμό και ιδιαίτερα τις υλιστικές του εκφάνσεις , τον  Marx, τον
Clausevitz,
τον Nietzsche, τον
Lenin, τoν Carl
Schmitt,
τoν Max Weber, τoν Arnold Gehlen, τoν Karl Mannheim,
τον
Pareto.  Ουσιαστικά
πρόκειται για μια σκέψη ανθρωποκεντρική . Υπήρξε αυθεντικός διότι δημιούργησε
πρωτότυπο έργο, διαφοροποιημένο από εκείνο των στοχαστών που μελέτησε και
αναμφισβήτητα τον επηρέασαν, όπως όλοι όσοι αναφέρθηκαν προηγουμένως. Θήτευσε
στον
Loewith και στον Gadamer
ενώ σημαντική επήρεια στη μεθοδολογία του είχε ο ιστορικός Werner Conze.
Ο
Κονδύλης αναφερόμενος στον εαυτό του (Το Αόρατο…σελ. 9-10) θεωρεί ότι είναι
ένας παρατηρητής των ανθρωπίνων πραγμάτων 
ένας «αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες
καταστάσεις».
Άρα το πρωταρχικό του μέλημα είναι η ανάλυση και η κατανόηση
της ανθρώπινης συμπεριφοράς . Όμως αυτή η προσπάθεια  συνάπτεται με το ερμηνευτικό πρόγραμμα που
δεν ικανοποιείται στη σκοπιά «της» φιλοσοφίας, «της» πολιτικής ,«της»
κοινωνιολογίας ή «της» ιστορίας αλλά 
ακριβώς από το αντίστροφο: η κεντρική πρόθεση συνίσταται στο να καταστεί
«πρόδηλη» η ενότητα των βασικών δομών  της
ανθρώπινης συμπεριφοράς και ως εκ τούτου 
κατανοήσιμη η «εσώτερη λογική της εκδίπλωσής της στους τομείς της
φιλοσοφικής,
πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής πράξης». Με
τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται ο ενιαίος χαρακτήρας της ανθρώπινης πράξης και
γίνεται δυνατή η διάρρηξη των ορίων μεταξύ των επιστημών , θεωρώντας τες κατά
κάποιο τρόπο όλες μαζί εκ των έξω (Το Αόρατο… σελ 11). Άρα υπονοείται η χρήση
μιας «ενιαίας εννοιολογίας» η οποία παράγεται από τον συσχετισμό και την
εμβάθυνση των επιμέρους οσμώσεων των επιστημών του ανθρώπου.
Σε
όλο αυτό το μεγάλο έργο πιστοποιείται ο ενιαίος ειρμός που συνέχει ολόκληρη τη
θεματολογία αλλά και τη σύστοιχη χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία η οποία
προϋποθέτει ως προς την ιστορία των ιδεών την ακριβή γνώση και διασταύρωση των
πηγών και ως προς τα φαινόμενα της «κοινωνικής ιστορίας» τη συνύπαρξη αναλυτικής
ικανότητας και σφριγηλής συνθετικής δεξιότητας.
Σε
αντίθεση με την «επιλεκτική διαπραγμάτευση του υλικού», όπως σημείωνε ο
ίδιος, καταδεικνύεται η «γονιμότητα της μεθοδολογικής προσέγγισης φωτίζοντας
ολότητες»
(Το Αόρατο… σελ. 15).
 Όπως αναφέρει ο ίδιος «..οι μηχανισμοί της
ετερογονίας των σκοπών αναλύονται συγκεκριμένα μόνο με βάση μιαν εκτεταμένη
γνώση της ιστορίας από πρώτο χέρι και μιάν κοινωνιολογική παιδεία ικανή να
αξιολογήσει ιστορικό υλικό  αντλημένο με
τέτοιον τρόπο. Η γνώση της ιστορίας ως κοινωνικής ιστορίας τέμνεται πάλι με τη
γνώση της ιστορίας των ιδεών , που με τη σειρά της δεν γίνεται κατανοητή χωρίς
την παρακολούθηση της ιστορίας ορισμένων κεντρικών θεωρητικών προβλημάτων ,
οπότε μπαίνουμε στα πεδία της φιλοσοφίας , της θεολογίας ή και της τέχνης ως
άκρως ευαίσθητου σεισμογράφου κοσμοθεωρητικών μετατοπίσεων».(Το Αόρατο…
σελ.48-49). . Η διπλή ιδιότητα του «ιστορικού των ιδεών» και του «κοινωνικού
ιστορικού»  επιτρέπει την αποφυγή τόσο
μιας ιστορίας των ιδεών  ανίκανης να
προβεί σε «μιαν ιστορικά και κοινωνιολογικά εναργή σύλληψη των συγκεκριμένων
υποκειμενικών της φορέων μέσα στις συγκεκριμένες αντικειμενικές τους
καταστάσεις»
όσο και μιας «ιστορίας των θεωρητικών προβλημάτων» που
θα αγνοούσε τη «διαμόρφωση των ιδεών υπό την πίεση της εκάστοτε εσωτερικής
λογικής τους»
(Το Αόρατο..σελ., 49/50, 69/70).
Μια
πρακτική διερεύνησης τέτοιας μορφής δεν μπορεί να προκύψει από ένα πρόχειρο και
επιφανειακό ανακάτεμα των πάντων με τα πάντα και επομένως αποφεύγεται
οποιαδήποτε παραχώρηση στον μεταμοντέρνο τρόπο σκέψης και στο ιδεοτυπικό
αναλυτικό- συνδυαστικό του υπόδειγμα.(Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Θεμέλιο
1991)
Οφείλουμε
να υπογραμμίσουμε πάντως ότι η μεγάλη αυτή 
συγγραφική συγκομιδή, ανεξάρτητα 
την αυτοδύναμη παρουσία και αξίας 
κάθε επιμέρους εργασίας , θεωρείτο από τον ίδιο ως υλικό επίρρωσης της
«περιγραφικής θεωρίας της απόφασης», δηλαδή της κοινωνικής οντολογίας του
«Ισχύς και Απόφαση».(Στιγμή 1991)
3.
Αυτή
η μέριμνα για την προσεκτική συνεκτίμηση της συστοιχίας ενδογενών και εξωγενών
παραγόντων της σκέψης αποτρέπει το χάσμα ανάμεσα «σε ιστορία των ιδεών και σε
θεωρία» και θέτει επί τάπητος το ζήτημα της ερμηνευτικής ευστοχίας του «θεωρητικού
σώματος της κοινωνικής οντολογίας».
Ο
πυρήνας της κοινωνικής οντολογίας του Π. Κονδύλη ερείδεται στις
θεμελιώδεις  κατηγορίες της ισχύος και
της απόφασης : κάθε άνθρωπος πρέπει να οικοδομήσει μια ταυτότητα για να
επιβιώσει σε ένα χομπεσιανό περιβάλλον νοούμενο ως πόλεμος όλων εναντίον όλων.
Προκειμένου να οικοδομηθεί η απολύτως αναγκαία για την επιβίωση του υποκειμένου
ταυτότητα ,λαμβάνεται εν μέρει συνειδητά και εν μέρει ασυνείδητα μια υπαρξιακή
απόφαση η οποία λόγω του αναπόδραστου διχαστικού χαρακτήρα της επιμερίζει
Φίλους και Εχθρούς. «Απόφαση είναι η πράξη ή η διαδικασία αποκοπής ή αποχωρισμού
, από την οποία προκύπτει μια κοσμοεικόνα κατάλληλη να εγγυηθεί την ικανότητα
προσανατολισμού την αναγκαία για την αυτοσυντήρηση»(Ισχύς και Απόφαση …σελ.
23). Από τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση και συνιστά πλέον υπαρξιακό
δεδομένο , ακολουθούν ορισμένες ενέργειες οι οποίες συνιστούν την πεμπτουσία
της διαδικασίας εξιδανίκευσης ή εξαντικειμενίκευσης. Με άλλα λόγια η απόφαση
αποκτά ιδεολογική εξάρτυση, θεωρητική επένδυση και ένα σύστημα νοητικών
διαμεσολαβήσεων που ευκολύνουν τον πραξιακό προσανατολισμό των
υποκειμένων.(Αιμ. Μεταξόπουλος. Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική. ΑΑ.Λιβάνης
2005…σελ.151). Κάθε άνθρωπος προκειμένου να στηρίξει την απόφασή του , είναι
καταδικασμένος σε πλάνη, σε ψευδαίσθηση μιας και η τελευταία αποτελεί
ανυπέρβλητο εργαλείο επιβίωσης. Ο μηχανισμός της εκλογίκευσης αποτελεί
βασικότατο τμήμα της εκτατικής διαδικασίας αυτοσυντήρησης για τη διατήρηση της
ταυτότητας. Αν ειδωθούν  έτσι τα πράγματα
διαπιστώνεται έτσι ότι κάθε υποκείμενο αποφασίζει, εφ’ όσον κανένα υποκείμενο
δεν μπορεί να προσανατολισθεί μέσα στον κόσμο χωρίς κοσμοθεωρητική τοποθέτηση
και χωρίς ταυτότητα. Η απόφαση γίνεται έτσι αντιληπτή ως περιγραφική έννοια ,
δηλαδή διαπιστώνεται απλώς ότι κάθε υποκείμενο αποφασίζει αναπόδραστα έτσι και
αλλιώς, και όχι ως έννοια κανονιστική – στρατευμένη, ήτοι δεν υποδεικνύεται στο
υποκείμενο μια «ορθή» επιλογή μεταξύ εναλλακτικών λύσεων.(Το Αόρατο …σελ. 109).
Αντιθέτως χαρακτηρίζεται ως «στρατευμένη θεωρία της απόφασης» εκείνη που
ταυτίζει την απόφαση με τη «γνήσια» απόφαση, όχι απλώς ως αναπόδραστη
πραγματικότητα ,  αλλά την έχει
αναγορεύσει σε καθήκον και συχνά την μετατρέπει σε παθητική και δραματική
τελετουργία. (Ισχύς…σελ.10). Γι’ αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί κανονιστική
θεωρία της απόφασης.
Στο
σημείο αυτό μπορούμε να διακρίνουμε την πρώτη βασική διαφορά της κονδύλειας
θεωρίας της περιγραφικής απόφασης από την στρατευμένη θεωρία της απόφασης του
Schmitt και τις υπαρξιακές φιλοσοφίες του
μεσοπολέμου.
Η
δεύτερη βασική διαφορά αναφέρεται στο ότι η διαφορά Εχθρού –Φίλου στον Κονδύλη
εδράζεται  στο πεδίο της κοινωνικής
οντολογίας η οποία εμπεριέχει τη διάσταση του πολιτικού το οποίο ορίζεται από
τον 
Schmitt
με βάση τη σχέση φίλου και εχθρού.
Επίσης
δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός του 
Schmitt για να γνωρίζει ότι στην πολιτική
υπάρχουν εχθροί και φίλοι. Πρόκειται για μια εμπειρία τόσο παλιά όσο και ο
κόσμος, εμπειρία αποτυπωμένη από αρχαιοτάτων χρόνων σε κάθε είδους παροιμιώδεις
, φιλοσοφικές ή νομικές ρήσεις. Εξάλλου ως Έλληνες γνωρίζουμε ότι αναφέρεται
από τον Ηράκλειτο και επεξεργάσθηκε στη συνέχεια από τον Πλάτωνα.
Η
επισκόπηση των επιμέρους επιστημονικών πεδιακών ενοτήτων  «κατά κάποιον τρόπο όλες μαζί εκ των έξω»
επιτρέπουν τη συγκρότηση του «περιγραφικού μεταεπιπέδου» μέσα από ένα
ευκρινώς αρθρωμένο σύνολο εννοιών, των οποίων το «περιγραφικό» νόημα έχει «καθαρισθεί»
από την παραδεκτή και δεδομένη «ηθική – κανονιστική» φόρτισή τους.
Η «αξιολογικά
ελεύθερη – περιγραφική σκέψη»
εκπορεύεται από τη διαβεβαίωση ότι η «κοινωνική
οντολογία»
δεν προσφέρει «ένα ύψιστο πραγματολογικό ή κανονιστικό
κριτήριο προς παρατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας»
παρά μόνον
τη «θεμελιώδη εκείνη ανάλυση από την οποία προκύπτει γιατί είναι αδύνατη η
εύρεση ενός τέτοιου κριτηρίου»
(Το Αόρατο σελ. 70, 50, 11, 12, 73).
Όπως
σημειώνει ο Π. Νούτσος (Το Βήμα 15.11.1998) «Στο ερώτημα πάντως αν η
«περιγραφική» στάση του ερευνητή εξυπονοεί αβίαστα την «αξιολογική ελευθερία»
στο πεδίο της έρευνας, από τη στιγμή του σχεδιασμού της ως την επιτέλεση των
αποτελεσμάτων της, ο Κονδύλης επαναφέρει τη μαρξι(στι)κή θεώρηση της «ιδεολογικής
ερμηνείας του κόσμου»,
που του παρέχει τη δυνατότητα να ανατέμνει τις
«κοσμοεικόνες» με γνώμονα πάντως την «επιταγή της αυτοσυντήρησης και της
διεύρυνσης της ισχύος ενός ατόμου ή μιας συλλογικής οντότητας»
. Ειδικότερα,
κάθε «κοσμοθεωρητική απόφαση» συνδέει αμοιβαία την αξιολόγηση και τη
γνώση, στον βαθμό που πρόκειται για την «έκφραση της συγχώνευσης βούλησης
και νόησης μέσα στο υποκείμενο τούτης της απόφασης»
. Με τα δεδομένα της «ατέλειωτης
ποικιλομορφίας του αντικειμενικά υπαρκτού»,
δηλαδή των «διαφορετικών
κόσμων» που αναπτύσσονται στους κόλπους του, τεκμηριώνεται η «εμπράγματη
αφετηρία της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης»
, που αποσκοπεί στην
κατάδειξη της αιτίας αυτής της «ιστορικά δεδομένης ποικιλομορφίας» με
την αποτύπωση της «διαδικασίας του αποχωρισμού και της απόφασης»,
γεγονός που συνοψίζεται στην «αναγκαιότητα μετατροπής της επιδίωξης για
αυτοσυντήρηση σε αξίωση ισχύος»
(Ισχύς.. 14, 17, 18/19, 23, 56, 61, 68, 69/70,
Το αόρατο σελ… 91, 93, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Θεμέλιο 1998.
σελ. 10-11)».
 Συνεπώς 
η  αντίληψη για τα πράγματα πάνω
στην οποία «θεμελιώνεται» η «αξιολογικά ελεύθερη» θεώρησή τους, είναι στο ότι  η «έσχατη πραγματικότητα»
συναποτελείται «από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται
για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί,
αναγκαστικά, για τη
διεύρυνση της ισχύος τους· γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και
αλλάζουν τους φίλους και τους εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την
αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους».
Αν η παραδοχή αυτή
υπονοεί τον «μόνο λογικό» εξοβελισμό «κάθε κανονιστικής θεώρησης», δεν σημαίνει
ότι πραγματεύεται τις ιδέες στην «ονομαστική τους αξία», αλλά ως «σύμβολα και
όπλα» στον τρόπο δράσης της «κοινωνικής ύπαρξης» (Ισχύς…σελ. 213, 214, 215).
4.
Σύμφωνα
με την  «αξιολογικά ελεύθερη» ανάλυση, που είναι
σύμφωνη με τις προκείμενες της «κοινωνικής οντολογίας», η ιστορία των ιδεών δεν
είναι παρά ένα πεδίο μάχης , όπου οι στοχαστές , αντιπροσωπεύοντας τον εαυτό
του ή την ομάδα του αναμετριούνται με άλλους στοχαστές που αντιπροσωπεύουν
αντίθετες δεσμευτικές αξιώσεις ισχύος.  
«Κυρίαρχος» είναι εκείνος που μπορεί να ερμηνεύει «δεσμευτικά δήθεν
αντικειμενικές αρχές» και να τις τοποθετεί στη σφαίρα του «αληθινού» Είναι.
Επομένως, ο αγώνας για το «μονοπώλιο» της ερμηνείας καθιστά το εγχείρημα για
την «αληθινή» απόδοσή της απλώς επακόλουθο της απόπειρας για την εδραίωση της
κυριαρχίας τού εκάστοτε «εκπροσώπου» της.
Έτσι,
δεν υπάρχουν «αξίες» καθαυτές ούτε η μια ανταγωνίζεται την άλλη: οι
«συγκεκριμένες υπάρξεις» με τη νοηματοδότηση των αξιών επιχειρούν να
«ανατρέψουν ή να εδραιώσουν ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους»
 Προκύπτει τώρα η μεγαλύτερης εμβέλεια ένσταση:
«αν οι κοσμοεικόνες σχετικοποιούνται με την κατάδειξη των ιστορικών τους
προσδιορισμών», τι σώζει την «κοσμοεικόνα» του Κονδύλη από τη
«σχετικοποίηση»;
Πώς
κατοχυρώνεται η δικαιοδοσία του ερευνητικού υποκειμένου, κατά την
(ανα)συγκρότηση του «περιγραφικού μεταεπιπέδου», από το αντικείμενο της
περιγραφής του;
Πώς
προεξοφλείται ότι η απόπειρα προσδιορισμού του θεωρητικού σώματος της
«κοινωνικής οντολογίας» αυτοεξαιρείται από τον κανόνα ότι με τη διατύπωση
θεωριών ικανοποιούμε «αξιώσεις ισχύος»;
Ο
Κονδύλης αποφαίνεται  ότι η γνώση των
«ανθρωπίνων πραγμάτων» είναι «κατ’ αρχήν δυνατή», με την  προϋπόθεση «μιας συνεπούς αποκοπής από την
ηθική – κανονιστική» σκέψη.
 Μια τέτοια ερευνητική – ερμηνευτική πρακτική
εκλαμβάνεται απλώς ως «ανώτερη» μέσα στην «προοπτική της επιστήμης ως
αναζήτησης της αλήθειας» χωρίς καμία απολύτως 
επαγγελία για  την πρόσκτηση
κάποιου «ηθικού – κανονιστικού» ιδεώδους με «γενική ισχύ και δεσμευτικότητα».
Επίσης δεδομένου ότι η θεωρία της περιγραφικής απόφασης εμφανίζεται ως
μεταθεωρία , ως θεωρία δηλαδή ανωτέρας λογικής τάξεως μπορεί να αμφισβητηθεί
μόνον από μια μεταθεωρία που θα τοποθετείται στο ίδιο λογικό επίπεδο με αυτήν.
Άρα χρειάζεται μια νέα μεταθεωρία με μεγαλύτερο ευρετικό περιεχόμενο από την
μεταθεωρία της περιγραφικής θεωρίας της 
απόφασης.(Αιμ. Μεταξόπουλος…σελ.194-262).   
Η
ισχύς , η απόφαση, η διάκριση Φίλου-Εχθρού, ως σταθερές δεν είναι ιδεατά , αλλά
εμπειρικά μεγέθη, διηθημένα σε ένα επίπεδο αφαίρεσης που συγκροτεί μια
ολοκληρωμένη μεταθεωρητική έποψη, απολύτως ανοιχτή τόσο στην, συγκριτική με
άλλες , αξιολόγηση του γνωστικού της περιεχομένου όσο και στη βάσανο της
εμπειρικής καταμαρτυρίας (Αιμ. Μεταξόπουλος….σελ.148). Τούτο βοηθά στην
απόκρουση της ταυτολογικής, απλώς μέσω «περιγραφής», συναγωγής της
«περιγραφικής θεωρίας».
Η
«περιγραφική θεωρία της απόφασης», επομένως δεν έχει καμία απολύτως σχέση με
οποιαδήποτε  εκδοχή της «αδύνατης σκέψης»
που θα αρκούνταν ίσως στην κατόπτευση ή στην ψηλάφηση ενός μόνο μέρους των
«ανθρωπίνων πραγμάτων». Προγραμματικά, χωρίς να περιπίπτει στη «στρατευμένη
θεωρία της απόφασης» που διαθέτει «κανονιστικό» χαρακτήρα, υπαινίσσεται μια
διαπλαστική επαφή της πραγματικότητας,
5.
Συνοψίζοντας :
Η περιγραφική θεωρία της απόφασης αφορά αυστηρά στην
επιστημονική περιγραφή. Σημαίνει άρνηση αντικειμενικών κανονιστικών αρχών.
Σηματοδοτεί το άνοιγμα της Ιστορίας, ενάντια σε κάθε φιλοσοφία της ιστορίας,
και ύπαρξη ετερογένειας των σκοπών της . Αποκαλύπτει τον πολεμικό χαρακτήρα
όλων των ενεργημάτων του ανθρωπίνου είδους.
Κλείνοντας το σύντομο αυτό αφιέρωμα στην «περιγραφική θεωρία της
απόφασης» ας αναφέρουμε μια καταφανώς … αξιολογική- κανονιστική προτροπή του
Κονδύλη που μας φαίνεται επίκαιρη και ενδιαφέρουσα:
Αλλά άν ο ηττημένος, αποδεχόμενος όψιμα την ιδεολογία του νικητή,
γίνεται συχνά ο γελοιωδέστερος και γλειωδέστερος φορέας της, δεν είναι βέβαια ο
πρωταρχικός εμπνευστής και θεμελιωτής της. Η «αριστερά», έχοντας μετατραπεί σε
ουραγό και σφογγοκωλάριο του αμερικανισμού, δεν αντλεί πλέον από ό,τι
ζωντανότερο είχε η μαρξιστική παράδοση, δηλαδή την ανελέητη απομυθοποίηση των
φιλελεύθερων ιδεολογημάτων, αλλά τρέφεται από μία κοινωνική θεωρία που εν μέρει
αντικατοπτρίζει και εν μέρει συγκαλύπτει, εξιδανικεύοντας, τις πραγματικές
σχέσεις ισχύος μέσα στη δυτική μαζική δημοκρατία.»
Κώστας Μελάς  Αθήνα 
14.11.2008.