Παλιές αλλά διαχρονικές αναφορές στο Ευρωπαϊκό Ζήτημα (Δεύτερο)

 Ανατρέχοντας στην ιστορική
διαδρομή των ευρωπαϊκών δυνάμεων από τον 17ο αιώνα  μέχρι και το τέλος του Β’Παγκοσμίου Πολέμου
αντιλαμβανόμαστε ότι η ιστορική αυτή περίοδο χαρακτηρίζεται από ορισμένες
σταθερές που για λόγους που θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε στη συνέχεια εγκαταλείπονται
(;) με την απόφαση του κτισίματος της ΕΕ.
Η πρώτη σταθερά είναι οι συνεχείς και αιματηροί πόλεμοι  καθ’όλη την περίοδο από την  μεταμεσαιωνική  περίοδο , δηλαδή όλη την περίοδο που όλοι
γνωρίζουν ως  νεωτερικότητα μέχρι και
πρόσφατα ,τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις σε τακτά χρονικά
διαστήματα εμπλέκονται σε πολέμους με αποτέλεσμα ,ο πόλεμος να θεωρείται ως ο
θεμελιώδης κοινωνιογενετικός παράγων της εργαλειακής ορθολογικότητας των Νέων
Χρόνων[1].
Παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα , ο βασικός συντελεστής της «τάξης» ,σε διεθνή
κλίμακα, ήταν κατά τους Νέους Χρόνους  ο
πόλεμος , η πολεμική παρουσία των αντιπάλων, η απειλή για πόλεμο  ή για κυριαρχία , εντέλει η υποταγή του
Εχθρού.Ο αστικός πολιτισμός , ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα της ανθρώπινης
δράσης μέχρι σήμερα, αρδεύτηκε από τα νερά του πολέμου  και της στρατιωτικής πολεμικής μηχανής. Το
οικονομικό  το οποίο στον καπιταλιστικό
κόσμο καταλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία στις κοινωνικές στιγμές, σε όλες τις
εκφάνσεις του ανεξαιρέτως , τράφηκε και ανδρώθηκε στη σκιά της πολεμικής
μηχανής , αντιγράφοντας κατά γράμμα όλους τους οργανωτικούς μηχανισμούς και τις
θεωρητικές της προσεγγίσεις. Η Ευρώπη μέχρι και το 1945 λειτούργησε πολιτικά με
την εχθρικότητα μεταξύ των  κυρίαρχων
κρατών της για τον πολύ απλό λόγο ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήσαν και
παγκόσμιες δυνάμεις. Τα συμφέροντά τους ήταν παγκόσμια και ως εκ τούτου οι
κινήσεις τους ,οι ενέργειές τους ,οι πόλεμοι στους οποίους εμπλέκονταν είχαν
επιπτώσεις σε ολόκληρη την υφήλιο. Αυτό που συνέβαινε στον ευρωπαϊκό χώρο
αφορούσε ολόκληρη την υφήλιο. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ευρωπαϊκές
δυνάμεις υποβιβάστηκαν σχεδόν σε δευτερευούσης σημασίας δυνάμεις. Η αδυναμία
τους να διαδραματίσουν ρόλο παγκόσμιας δύναμης και η ανάδειξη των ΗΠΑ σε
ηγεμονεύουσα δύναμη του δυτικού κόσμου τις οδήγησε να αποδεχθούν την ομπρέλα
ασφαλείας που τους προσέφεραν οι ΗΠΑ να ενταχθούν στο άρμα τους και να
διαφοροποιήσουν την έννοια του Πολιτικού αποδεχόμενες τις αρχές του Πολιτικού
Φιλελευθερισμού, μετατρέποντας τον Πολιτικό Εχθρό σε Πολιτικό Ανταγωνιστή  και τον Πόλεμο μεταξύ των κρατών σε
Συνεργασία και Οικονομική Αλληλεξάρτηση. Ουσιαστικά εγκατέλειψαν την Πολιτική
και στράφηκαν στη διαχείριση της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού. Το παζάρι
μεταξύ εταίρων προήχθη σε βασική «πολιτική» πρακτική.  Το Πολιτικόν αποπυκνώνεται και προβάλει
παντοδύναμο το Οικονομικόν .Η πολιτική αγορά γίνεται με αυτό τον τρόπο
οικονομική αγορά. Ο Εχθρός μεταμορφώνεται σε οικονομικό ανταγωνιστή. Η ΕΕ λόγω
της έλλειψης ισχύος αποποιείται τον ρόλο της κυρίαρχης δύναμης και την ανάγκη
ποιούμενη φιλοτιμία , θεωρητικοποιεί την αδυναμία της προφασιζόμενη την εγγενή
ειρηνικότητα της , την   απόφασή της να
μην εμπλακεί ποτέ πλέον σε πόλεμο , άλλωστε δεν αναγνωρίζει κανέναν ως Εχθρό,
και την εμμονή της στον οικονομικό ανταγωνισμό αλλά και τη  συνεργασία συγχρόνως μεταξύ όλων των
κρατών  στο πεδίο του ελεύθερου εμπορίου
και γενικά των αρχών της φιλελεύθερης οικονομίας.. Όμως και αυτή η στενή
αντίληψη που διακατέχει του ιθύνοντες της ΕΕ, ακόμη και εάν θεωρήσουμε λανθασμένα
τα όσα προηγουμένως υποστηρίξαμε αποτελεί μια τεράστια φενάκη. 
Η αναφορά στο πρόσφατο και απώτερο
παρελθόν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μορφές διεθνούς ρύθμισης, πάσης
φύσεως, απορρέουν από την κυριαρχία της ηγεμονεύουσας μεγάλης δύναμης. Για τη
Μ. Βρετανία του 19ου αιώνα και τις Η.Π.Α. του δεύτερου μισού του 20ου
αιώνα ο διεθνής ρόλος τους δεν θεμελιωνόταν σε κάποια αμφισβητούμενη «δι – εθνή
κυριαρχία», αλλ’ απέρρεε ως προέκταση της δικής τους εσωτερικής ισχύος και
κυριαρχίας.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η
οικονομική ρύθμιση πάντοτε προϋποθέτει την έννοια της κυριαρχίας. Για να
δύναται το Κράτος να επιβάλλει φόρους, μεταβιβάσεις πόρων, να προβεί σε
ανακατανομή εισοδήματος και να ασκήσει γενικά οικονομική πολιτική προαπαιτείται
jus imperium, που απορρέει από την «εθνική
κυριαρχία».
Η οικονομική «αναρχία» της
φιλελεύθερης παγκόσμιας αγοράς πρέπει σε κάθε ιστορική περίοδο να έρχεται σε
σχέση ισορροπίας με το πολιτικό καθεστώς του διεθνούς συστήματος, που
χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη (και επομένως και τα ιδιαίτερα συμφέροντα) ενός
πλήθους εθνικών κρατών.
Τούτο σημαίνει απλά: η διεθνής
σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο βαθμό που επέρχεται μια σχέση
λειτουργικής αντιστοιχίας μεταξύ των διαφορετικών λογικών λειτουργίας οι οποίες
καθορίζουν τις σχέσεις της παγκόσμιας αγοράς και την πολιτική των εθνικών
κρατών.
Στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα,
αυτή η οργάνωση πραγματοποιείται από μια ηγεμονική δύναμη, «η οποία με τα μέσα
της προσπαθεί να ρυθμίσει σφαιρικά τη λειτουργία οικονομικών και πολιτικών
διαδικασιών».
Η ηγεμονία δεν πραγματοποιείται,
ούτε στην εθνική ούτε στη διεθνή πολιτική, αποκλειστικά με την άμεση εφαρμογή
καταναγκασμού ή βίας.
Η σταθερότητα της βασίζεται πολύ
περισσότερο στην εξασφάλιση κανόνων και ρυθμίσεων που αναγνωρίζονται (από την
άποψη της νομιμοποίησης της πολιτικής
κυριαρχίας) μέσα σε μια «ηγεμονική συμμαχία».
Στο διεθνές σύστημα όλα τα μέσα για την εξασφάλιση της
ηγεμονίας είναι συγχρόνως εθνικά μέσα της ηγεμονικής δύναμης – π.χ το εθνικό
νόμισμα της ηγεμονικής δύναμης είναι συγχρόνως και παγκόσμιο νόμισμα. Γι’ αυτό
και συμβαίνει η κρίση του εθνικού νομίσματος της ηγεμονικής δύναμης  να μετατρέπεται αναγκαστικά σε κρίση του
παγκόσμιου νομίσματος και αντιστρόφως.
Η ηγεμονική δύναμη μπορεί να υπάρξει μόνο αν, αφ’ ενός,
αναπαράγει συνεχώς στο εσωτερικό της τις πηγές της υπεροχής της και αν, αφ’
ετέρου, ξέρει να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος σαν
πηγή της ηγεμονίας της. Η ηγεμονική δύναμη  αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά
διαμέσου κάποιου πολέμου ή ότι δεν περιμένει να αναγνωριστεί, αλλά
παρουσιάζεται μόνη της.. Έχει γενικά συμφέροντα, δηλαδή πλατιά όσο και του
ίδιου του συστήματος κρατών, πράγμα που σήμερα σημαίνει παγκόσμια.
Εκλογικεύοντας τα χαρακτηριστικά της ηγεμονεύουσας δύναμης , στο ζήτημα
που μας αφορά καταλήγουμε στο ότι μια ισχυρή οικονομία θα πρέπει να στηρίζει
την ύπαρξη της στην πολιτική κυριαρχία του συγκεκριμένου κράτους, στην
στρατιωτική ισχύ, στην οικονομική ευρωστία αλλά και στην ιδεολογική του πειθώ.
Εκ των σημείων αυτών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική
κυριαρχία νοούμενη όχι ως εσωτερική κυριαρχία σ’ όλο το έδαφος της χώρας, αλλά
ως (dominant) δεσπόζουσα
περισσότερο από άλλες στη διεθνή κονίστρα και η στρατιωτική ισχύς καθορίζουν
τους διεθνείς ρυθμιστικούς κανόνες μέσω των οποίων λειτουργεί απρόσκοπτα η
οικονομία. Συμπερασματικά η  οικονομική
διάσταση είναι αδύνατον να μετουσιωθεί σε ΙΣΧΥ δίχως την Πολιτική Αυτοδύναμη
Ύπαρξη της Ευρώπης. Σε περιόδους πύκνωσης του Πολιτικού , όπως συμβαίνει σήμερα
υπό το βάρος των  διαδικασιών της
παγκοσμιοποίησης , είναι προφανές ότι η ΕΕ υφίσταται συνεχώς απώλειες ευημερίας
οι οποίες μέχρι χθες φάνταζαν σίγουρες και στο απυρόβλητο των όποιων εξελίξεων
–ομιλώ για τις κοινωνικές κατακτήσεις των ευρωπαίων εργαζομένων – ενώ δεν είναι
καθόλου απίθανο ,αυτή η πύκνωση και η επιστροφή του Πολιτικού να προκαλέσει
,όπως άλλωστε ήδη προκαλεί ακόμη περισσότερο αίμα.[2]
[1] R .Nisbet, Κοινωνική αλλαγή και Ιστορία, Γνώση 1995.
[2] Μια πραγματικά
συγκλονιστική πρόβλεψη που επιβεβαιώνεται κατά τραγικό τρόπο δες : 0.Spengler : Η παρακμή της
Δύσης , Τυποθήτω  ,Δύο Τόμοι ,  2003.