Η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας μπορεί να περιμένει.


Η δεύτερη  πιστωτική επέκταση με την χρήση μη συμβατικών μέσων νομισματικής πολιτικής , στην οποία προέβη η ΕΚΤ υπό την προεδρία του Μ. Ντράγκι μέσα σε δύο μήνες , ύψους 530 δις ευρώ , διάρκειας τριών ετών και επιτοκίου 1,0% βρίσκεται πλέον στα χέρια των 800 ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων που έσπευσαν να ενταχθούν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Συνολικά περίπου 1 τρις ευρώ τους τελευταίους δύο μήνες έναντι εγγυήσεων,  έχουν περάσει στα χέρια των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ο στόχος της ΕΚΤ είναι αυτός της εξασφάλισης ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και η ελπίδα ότι όσο επιβραδύνεται ο ρυθμός απομόχλευσης  των τραπεζών και ενισχύονται οι αγορές χρέους, τόσο ενδέχεται η προαναφερθείσα ρευστότητα να παροτρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέσουν δάνεια στην πραγματική οικονομία.  
Στο σημείο αυτό αναδύονται δύο σημαντικά ζητήματα:
Πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα ρευστότητας στο ΕΧΣ; Εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι  το πρόβλημα είναι τεράστιο. Η  ζήτηση  ρευστότητας    και η ικανοποίηση της     αποτελεί αυτή τη στιγμή λόγο ύπαρξης του ΕΧΣ. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όταν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας είναι σχεδόν σίγουρο ότι πολύ εύκολα, το επόμενο βήμα είναι, μπορεί να μετατραπεί σε πρόβλημα φερεγγυότητας. Για το ΧΣ πρόβλημα ρευστότητας σημαίνει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί ή δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του οι οποίες απορρέουν από την μέχρι σήμερα πολιτική που έχει ακολουθήσει. Η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων ενός ΧΙ αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως και προκαλεί σχεδόν άμεσα προβλήματα φερεγγυότητας.  Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι αποφεύγεται για την ώρα. Όμως το ΧΠΣ δεν επιζητεί τη ρευστότητα για να επιλύσει τα εσωτερικά του προβλήματα αλλά επειδή είναι ταγμένο να την μεταφέρει στις παραγωγικές μονάδες της οικονομίας .
Δυστυχώς όμως η ρευστότητα που έχει διοχετευτεί στο ΕΧΣ δεν οδεύει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της UBS , εκτιμάται ότι περίπου 100 δις ευρώ από τα τελευταία 530 δις ευρώ, οδηγήθηκαν από τις τράπεζες κυρίως της Ιταλίας , της Ισπανίας αλλά και της Γαλλίας στην αγορά ομολόγων των αντίστοιχων κρατών. Η αγορά κρατικού χρέους παρουσιάζεται λίαν προσοδοφόρα διότι, οι διαφορικές αποδόσεις είναι αρκετά αποδοτικές αλλά και επειδή , στις περισσότερες φορές , ο χρόνος δανεισμού (διετή ομόλογα κατά βάση) είναι μικρότερος από την περίοδο των δανείων από την ΕΚΤ. Επομένως εξασφαλίζεται η βασική αρχή της τραπεζικής να δανείζεσαι μακροπρόθεσμα και να δανείζεις βραχυπρόθεσμα.  Όμως η «παρακίνηση» που γίνεται εμμέσως πλην σαφώς, προς τις ιταλικές και ισπανικές κυρίως τράπεζες  να αγοράσουν τα δικά τους κρατικά ομόλογα , εντείνει τη στενή διασύνδεση του δημοσίου χρέους των περιφερειακών χωρών με την υγεία των τραπεζών τους.
Παράλληλα και οι βρετανικές τράπεζες δανείστηκαν 27,6 δις ευρώ . Συγκεκριμένα : η Barclays δανείστηκε 8,2 δις ευρώ, η RBS 5 δις ευρώ, LL Banking Group  11,2 δις ευρώ και  η  HSBC 350 εκ. ευρώ. Τόσο η  Barclays όσο και HSBC  έσπευσαν να δηλώσουν ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν τα κεφάλαια αυτά για πληρωμή μπόνους των στελεχών τους.
Επίσης οι ευρωπαϊκές τράπεζες συνεχίζουν να διατηρούν τα ρευστά διαθέσιμά τους σε καταθέσεις overnight στην ΕΚΤ αρνούμενες να συμμετάσχουν στην διατραπεζική αγορά γεγονός που αποδεικνύει χωρίς περαιτέρω σχόλια την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων. Όταν λέμε έλλειψη  εμπιστοσύνης , αυτό σημαίνει ότι κάθε τραπεζικό ίδρυμα αναλύοντας την πιστοληπτική ικανότητα των υπολοίπων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία δεν είναι ικανά για να προχωρήσει σε οποιαδήποτε μορφή δανεισμού. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία(02/03/2012) περίπου 777 δις ευρώ που ανήκουν στα Ε Χ Ι βρίσκονται κατατεθειμένα , και ως εκ τούτου ανενεργά , στην ΕΚΤ. Βλέπουμε επομένως ότι ο κύριος για να μην πούμε όλος ο όγκος της διοχετευομένης ρευστότητας ξεκινά από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και καταλήγει αφού κάνει μια κυκλική πιρουέτα πάλι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα  ή στην γενικότερη χρηματοπιστωτική σφαίρα.  Είναι δύσκολο με τον τρόπο που έχει επιλεχθεί από την Γερμανία να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος . Μάλιστα με δεδομένη την οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολουθείται από την ΕΕ γίνεται αντιληπτό ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να φαντάζει επεκτατική αλλά δεν είναι δεδομένου ότι διακρατείται    σχεδόν ολοσχερώς από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εξάλλου σε πάρα πολλές περιπτώσεις η νομισματική πολιτική αδυνατεί να έχει αναπτυξιακά αποτελέσματα. Συνηθίζεται να την παρομοιάζουμε με μια κλωστή , με την οποία μπορείς να τραβήξεις (στενότητα χρήματος με άμεσα αποτελέσματα) αλλά δεν μπορεί να σπρώξεις. Στην ουσία το πρόγραμμα της ΕΚΤ προσφέρει πίστωση χρόνου .Ωστόσο  και αυτό έχει μεγάλη σημασία είναι  το πόσο καλά θα τον χρησιμοποιήσει  
ΚΩΣΤΑΣ  ΜΕΛΑΣ    . Εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, 04.03.2012.