Τι γίνεται με το PSI.

 



Το Eurogroup που συνεδρίασε τη Δευτέρα 23.01.2012  στις Βρυξέλλες  αποφάσισε να συνεχιστούν οι διαβουλεύσεις μεταξύ αφενός μεν της Ελλάδας (με τη στήριξη της τρόικας και των υπολοίπων μελών της διαπραγματευτικής ομάδας του E
uro Working Group ), αφετέρου δε του ιδιωτικού τομέα ώστε να διαμορφωθεί το ταχύτερο το οριστικό σχήμα του PSI.
 Με δεδομένο το χρονοδιάγραμμα λήξεων ελληνικών ομολόγων (αυτό σχετίζεται κυρίως  την λήξη ενός ομολόγου στις 20 Μαρτίου ,ύψους 14,5 δις ευρώ) ο στόχος είναι η επίσημη προσφορά για το PSI να γίνει μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 2012. Τα σχετικά ζητήματα θα αντιμετωπιστούν στο επίπεδο του Euro Working Group και του Eurogroup.
Στόχος είναι η πλήρης εφαρμογή της απόφασης της 26/10/2011  (ως προς το
PSI). Τι σημαίνει αυτό εν τοις πράγμασι;  Σημαίνει ότι η απομείωση  του ελληνικού δημοσίου χρέους που κατέχουν οι ιδιώτες πιστωτές [1] ανερχόμενο σε 206 δις ευρώ θα ανέλθει σε 50,0% , δηλαδή θα μειωθεί σε 103 δις ευρώ. Όμως η εξέλιξη των συζητήσεων για το PSI και ειδικά το ύψος του επιτοκίου των νέων επιτοκίων που θα συνοδεύουν τα νέα ομόλογα , εντάσσεται στις γενικότερες εξελίξεις για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους . Το Eurogroup συζήτησε την επικαιροποιημένη Ανάλυση Βιωσιμότητας (DSA) του ελληνικού δημοσίου χρέους που ετοίμασε η τρόικα ώστε να διασφαλιστεί ότι το 2020 το δημόσιο χρέος θα κινείται στην περιοχή του 120% του ΑΕΠ. Κρίσιμη παράμετρος από την άποψη αυτή είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης  της ελληνικής οικονομίας, αλλά βεβαίως έως έναν βαθμό και το επιτόκιο των κουπονιών των νέων ομολόγων. Για να μειωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος όπως είναι γνωστό χρειάζεται εκτός από την ύπαρξη θετικών πρωτογενών αποτελεσμάτων , ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ να υπερβαίνει το μεσοσταθμικό επιτόκιο με το οποίο δανείζεται η Ελλάδα. Επομένως όσο μεγαλύτερο είναι το επιτόκιο των νέων ομολόγων τόσο υψηλότερος θα πρέπει να είναι και ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Σύμφωνα με όλες τις αναλύσεις είναι σχεδόν αδύνατο η Ελληνική οικονομία τα επόμενα έτη τα μεγεθυνθεί με ρυθμούς υψηλότερους του 4,0% όσο είναι περίπου το επιτόκιο που προτείνει το IIF έσπευσε να δεχτεί ασθμαίνοντας η Ελληνική Κυβέρνηση. Αντιθέτως το πλέον πιθανό σενάριο είναι το «σύρσιμο» της ελληνικής οικονομίας γύρω από ένα ποσοστό μεγέθυνσης που το πολύ να κυμαίνεται   γύρω από το 0,5 με 1,0% . Για το λόγο αυτό το ΔΝΤ αλλά και η Γερμανική Κυβέρνηση  προτείνουν επιτόκιο  λίγο πάνω από το 2,0%.  Εκτός βέβαια αν συμβούν κοσμογονικές αλλαγές προερχόμενες κυρίως από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα τα στοιχεία σχετικά με το έλλειμμα και το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2011 δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι προϋποθέσεις πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί το πρόγραμμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν ισχύουν πλέον. Ακόμα και το ζήτημα του πρωτογενούς πλεονάσματος για την επίτευξη  του οποίου ήταν σίγουρος ο Υπουργός Οικονομικών , καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Ε. Βενιζέλος,  φαίνεται, και  από το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Υπουργός ποιεί την νήσσα , ότι πλέον έχει εγκαταλειφτεί.    Ως εκ τούτου το ύψος του νέου δανείου των 130 δις ευρώ δεν κρίνεται πλέον ικανό να καλύψει τις ανάγκες αποπληρωμής  των χρεών  της ελληνικής οικονομίας και της διάσωσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Διότι περί αυτού πρόκειται. Η Ελληνική οικονομία και ειδικότερα το ελληνικό κράτος πρέπει  να μάθει να πορεύεται μόνο με τα έσοδα του , τα οποία θα προέρχονται από ένα συρρικνωμένο κατά περίπου 20,0% ΑΕΠ. Παράλληλα ,όπως ρητά προβλέπει η απόφαση της 26/10 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το Eurogroup συνέδεσε το PSI με το νέο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας (ύψους 130 δισ. ευρώ που προστίθενται στα 110 δισ. ευρώ του αρχικού προγράμματος), το οποίο με τη σειρά του συνδέεται με την πορεία εφαρμογής και την αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος και τις δεσμεύσεις που πρέπει να αναληφθούν από την Ελλάδα για το νέο πρόγραμμα.

Ένα επιπλέον ζήτημα εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε  : οι  πιστωτές της Ελλάδος  έχουν αλλάξει από τότε που επινοήθηκε το πρόγραμμα για την εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων (PSI), προ ενός έτους. Τότε, το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού χρέους, κατέχονταν από ιδιώτες επενδυτές. Έπειτα, όταν άρχισαν να διατίθενται πιστώσεις στην Ελλάδα από το δανειοδοτικό πρόγραμμα των 110 δισ. ευρώ, με κύριο στόχο την αναχρηματοδότηση χρέους που έληγε, το ΔΝΤ και οι χώρες της Ε. Ε. άρχισαν να επενδύουν αδρά σε ομόλογα της χώρας υποκαθιστώντας τους ιδιώτες πιστωτές. Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέκτησε ελληνικά ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά, με συνολικές τοποθετήσεις που εκτιμώνται περίπου στα 50 δισ. Ευρώ   ονομαστικής αξίας. Αυτά τα ομόλογα επίσης πουλήθηκαν, ως επί το πλείστον, από ιδιώτες επενδυτές, στην πλειοψηφία τους εμπορικές τράπεζες. Η ΕΚΤ θεωρεί οι τοποθετήσεις της σε ελληνικά ομόλογα είναι ανάλογες με αυτές του ΔΝΤ και της Ε.Ε.,  και  ως εκ τούτου τις θεωρεί επενδύσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το IIF, εκπροσωπεί ομάδα  επενδυτικών φορέων που κατέχουν το 60% από τα 206 δισ. ευρώ των ελληνικών ομολόγων, όπου δεν περιλαμβάνεται ο ευρύτερος δημόσιος τομέας. Οι τοποθετήσεις αυτές ισούνται με ελληνικά ομόλογα 124 δισ. ευρώ ή το 34% του συνόλου, δηλαδή είναι αρκετά χαμηλότερες από αυτές της τρόικας. Συνεπώς το  IIF εκπροσωπεί αυτή την στιγμή  το 40% των ιδιωτών επενδυτών με ελληνικά ομόλογα που καλούνται να υποστούν κούρεμα. Αυτά τα 82 δισ. ευρώ αναλογούν στο 23% του συνολικού χρέους της Ελλάδας. Αυτό το ποσοστό τοποθετήσεων κρατείται από διάφορους επενδυτικούς φορείς, οι οποίοι μπορούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις επόμενες εβδομάδες. Προς το παρόν παραμένει αβέβαιο εάν είναι διατεθειμένοι να ανταλλάξουν τίτλους του ελληνικού Δημοσίου, καθώς ουδείς γνωρίζει το ύψος των επενδύσεων αλλά και την τιμή αγοράς των εκάστοτε τίτλων. Αυτό που είναι ξεκάθαρο, είναι ότι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας κατέχει τις μεγαλύτερες τοποθετήσεις σε ελληνικό χρέος, αλλά όχι την πλειοψηφία των ελληνικών ομολόγων.. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι ιδιώτες επενδυτές επιδιώκουν να συμμετάσχει και η ΕΚΤ στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Επομένως  η μοναδική  λύση ς που εξ ανάγκης προκρίνεται ως ικανή να επιφέρει το πολυπόθητο αρχικά υπολογισμένο κούρεμα είναι και η συμμετοχή του λεγόμενου δημόσιου τομές και βασικά της ΕΚΤ . Δίχως βεβαίως αυτό να εξασφαλίζει προς το παρόν τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους που κυρίως εξαρτάται από το ρυθμό μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ. Αν τελικά επιτευχθεί συμφωνία χωρίς τη συμμετοχή του δημοσίου τομέα είναι σχεδόν βέβαιο , ceteris paribus, ότι η εκ νέου αναδιάρθρωση του χρέους θα είναι στο προσεχές μέλλον πάλι το ζητούμενο.

Κώστας Μελάς

 

[1] Ελληνικές Τράπεζες 50 δις ευρώ,   Ευρωπαϊκές Τράπεζες 40 δις, Ελληνικά Ασφαλιστικά Ταμεία 30 δις, Ευρωπαϊκές Ασφαλιστικές Εταιρείες 16 δις, Θεσμικοί Επενδυτές 70 δις .