ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ

ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ
Στην ενδιάμεση έκθεση για την Νομισματική Πολιτική η Τράπεζα της Ελλάδος  προβαίνει σε ορισμένες παρατηρήσεις για την ελληνική οικονομία οι οποίες πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Μάλιστα θα έλεγα ότι ο πρώτος αποδέκτης των παρατηρήσεων  είναι η σημερινή αλλά και η προηγούμενη κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, μετά την εφαρμογή του Μνημονίου και την τρομακτική συρρίκνωση του ΑΕΠ για πέντε συνεχή χρόνια λόγω της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής όλοι οι κυβερνητικοί παράγοντες αλλά και σειρά οικονομικών αναλυτών «ανακάλυψαν» ως σωτήρια οδό και φως στο τούνελ του παρατηρούμενου αδιεξόδου την άνοδο των εξαγωγών. Υποστηρίζουν δηλαδή, ότι  η διάρθρωση της  οικονομίας αλλάζει καθώς οι καθαρές εξαγωγές μετατρέπονται σε ατμομηχανή της οικονομικής μεγέθυνσης και περιορίζουν  έτσι τις επιπτώσεις από τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης.  Στο μυαλό των συγκεκριμένων παραγόντων έχει ήδη διαμορφωθεί ένα καινούργιο φαντασιακό σύμφωνα με το οποίο η νέα σωτηρία είναι πλέον οι εξαγωγές.
«Προτού καν τον γνωρίσουμε Γιάννη τον βαπτίσαμε» όπως υποστηρίζει ο λαός. Δεδομένου ότι , δυστυχώς, δεν είναι έτσι τα πράγματα ας δούμε συγκεκριμένα πως έχουν τα πράγματα.
 
«Ο δραστικός περιορισμός του εμπορικού ελλείμματος είναι αποτέλεσμα της ύφεσης, δεδομένου ότι η μείωση της εισαγωγικής δαπάνης (η δαπάνη αυτή είναι υπερδιπλάσια των εισπράξεων από εξαγωγές) οφείλεται κυρίως στην περιστολή της καταναλωτικής και επενδυτικής δραστηριότητας, ενώ η άνοδος των εξαγωγών συνδέεται και με την προσπάθεια των εξαγωγέων για πρόσβαση στις αγορές του εξωτερικού εν όψει της μειωμένης ζήτησης στην εσωτερική αγορά»[1]. Συνεπώς η σημαντική μείωση των εισαγωγών, που αντανακλά την υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, και η άνοδος των εξαγωγών αγαθών καθώς και των εξαγωγών υπηρεσιών είχαν ως συνέπεια ο εξωτερικός τομέας να συμβάλει θετικά στη μεταβολή του ΑΕΠ τόσο το 2010 όσο και το α’ εξάμηνο του 2011.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ υπάρχει ένας σημαντικός δείκτης που υπολογίζει τη συμβολή εκάστης συνιστώσας της ζήτησης στη διαμόρφωση του ΑΕΠ (στα στοιχεία της Ameco βλ. μεταβλητή Contribution to the increase of GDP at constant market prices). Κρίνοντας από τις μεταβολές αυτού του δείκτη, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών μετατρέπεται στην Ελλάδα σε σημαντικό παράγοντα αναχαίτισης της ύφεσης που προκαλείται από την κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης. Εντούτοις, πίσω από τον δείκτη αυτόν κρύβονται μερικές λεπτομέρειες τις οποίες είναι ορθό να εξετάζουμε: Το εμπορικό ισοζύγιο έχει δύο συνιστώσες, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, για τις οποίες πρέπει να εξετάζουμε ξεχωριστά πόσο συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Η συμβολή των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας στο ΑΕΠ κατά τη διετία 2010-2011, ήταν όντως θετική και ανήλθε αθροιστικά σε 3 εκατοστιαίες μονάδες.
Αυτό δεν μπορεί να μας οδηγήσει όμως στο συμπέρασμα ότι οι εξαγωγές μετατρέπονται σε ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας επειδή οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχούν μόνο στο 1/5 περίπου του ΑΕΠ της χώρας. Αυτό περιορίζει κατά πολύ τη δυνατότητα των εξαγωγών να αναλάβουν το ρόλο της κινητήριας δύναμης της οικονομίας μέσω μειώσεων του κόστους εργασίας και των τιμών. Αυτή τη δυνατότητα μπορούν να την αποκτήσουν, οι εξαγωγές, μόνον εάν ακολουθηθεί μια μακροχρόνια στρατηγική αναβάθμισης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι διαρθρωτικά, αφορούν κυρίως σε τι είδους προϊόντα παράγονται στην Ελλάδα, τι ποιότητα έχουν, και εάν αυτή η ποιότητα ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της διεθνούς ζήτησης. Η στρατηγική της βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να θεωρηθεί μονόδρομος για την ελληνική οικονομία προκειμένου να αυξήσει τη συμμετοχή των εξαγωγών στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.
Η μικρή συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ της Ελλάδας ευθύνεται για την ανεπάρκεια που παρουσίασε ο δίαυλος προσαρμογής της ανταγωνιστικότητας τιμής (competitiveness channel) στην Ελλάδα μετά την ένταξη στη νομισματική ένωση: η μειωμένη ανταγωνιστικότητα δεν επιβράδυνε την ελληνική οικονομία όταν αναπτυσσόταν ταχύτατα στην δεκαετία του 2000, ακόμη και όταν είχε φτάσει σε σημείο υπερθέρμανσης και η παραγωγή παρέμενε πάνω από το επίπεδο δυνητικής παραγωγής χάρη στις αυξήσεις της εσωτερικής ζήτησης.
Με αφορμή τις εξελίξεις αυτές, η Τράπεζα της Ελλάδος θέτει , μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ερωτήματα:
(α) Μήπως η άνοδος των εξαγωγών το 2010 και τους πρώτους επτά μήνες του 2011 αποτελεί απλώς αντίδραση στη μεγάλη και απότομη μείωση των εξαγωγών που σημειώθηκε το 2009 λόγω της υποχώρησης του διεθνούς εμπορίου;
Η άνοδος των εξαγωγών μετά τον Ιούνιο του 2010 και τους πρώτους επτά μήνες του 2011 είχε ως αποτέλεσμα οι εξαγωγές συνολικά σε τρέχουσες τιμές να επανέλθουν στα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν στο αντίστοιχο διάστημα του 2008. Παρότι μεταξύ του πρώτου εξαμήνου του 2010 και του πρώτου εξαμήνου του 2011 οι εξαγωγές προϊόντων από όλους τους κλάδους της μεταποίησης αυξήθηκαν, τη σημαντικότερη συμβολή είχαν τα προϊόντα του κλάδου της μεταλλουργίας (βλ. Πίνακα Α). Η άνοδος των εξαγωγών προϊόντων της μεταλλουργίας συνέβαλε κατά 55% στην άνοδο των συνολικών εξαγωγών προϊόντων εκτός καυσίμων και πλοίων και κατά 28% στην άνοδο του συνόλου των εξαγωγών αγαθών. Σημειώνεται ότι η αύξηση, κατά 56% το α’ εξάμηνο του 2011, της αξίας των εξαγωγών των προϊόντων μετάλλου δεν αντανακλά μόνο άνοδο τιμών.
Στην άνοδο των εξαγωγών αγαθών συνέβαλαν σημαντικά και τα καύσιμα: περίπου το 40% της ανόδου του συνόλου των εξαγωγών αγαθών μεταξύ του α’ εξαμήνου του 2010 και του  α’ εξαμήνου του 2011 αποδίδεται στα καύσιμα. Η αξία των εξαγωγών καυσίμων αυξήθηκε κατά 32%, ενώ οι τιμές του πετρελαίου (σε ευρώ) το ίδιο διάστημα σημείωσαν περίπου ισοδύναμη αύξηση.
Η αύξηση των εξαγωγών μεταξύ του α’ εξαμήνου του 2010 και του α’ εξαμήνου του 2011 συνοδεύθηκε από μείωση της παραγωγής στους περισσότερους κλάδους. Οι επιχειρήσεις στους κλάδους αυτούς προσπάθησαν μέσω των εξαγωγών να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις της μειωμένης εγχώριας ζήτησης. Η εξαγωγική επίδοση της μεταποίησης (χωρίς καύσιμα), δηλ. το μερίδιο της παραγωγής που εξάγεται,  μεταξύ του α’ εξαμήνου του 2010 και του α’ εξαμήνου του 2011 βελτιώθηκε κατά 7,2 εκατ. μονάδες (από 30% σε 37,2%). Αυτό  αποτελεί την καλύτερη επίδοση από το 2005 και μετά. Συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων, η εξαγωγική επίδοση έφθασε το 41,5%, δηλαδή αυξήθηκε κατά 9,6 εκατ. μονάδες έναντι του α’ εξαμήνου του 2010. Πάντως, υπάρχουν και κλάδοι όπου ο όγκος της παραγωγής αυξήθηκε μεταξύ του α’ εξαμήνου του 2010 και του α’ εξαμήνου του 2011. Αυτοί είναι οι κλάδοι του μετάλλου, του καπνού και του ξύλου και φελλού. Υπάρχει μια κριτική τοποθέτηση [2]
 στη θέση της Τραπέζης της Ελλάδος η οποία υποστηρίζει ότι,
Πράγματι, υπήρξε μεγάλη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, ( αύξηση του όγκου των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά περίπου 14,5% το 2010-2011 ) πλην όμως κατά την εν λόγω περίοδο οι εξαγωγές όλων των αναπτυγμένων χωρών παρουσίασαν επίσης μεγάλες αυξήσεις. Αυτό συνέβη επειδή υπήρξε ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου, δηλαδή αύξηση τηςεξωτερικής ζήτησης για όλες τις χώρες. Επομένως, για να αποτιμήσουμε σωστά τις εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας κατά την τελευταία διετία θα πρέπει να διορθώσουμε τον όγκο των εξαγωγών της με την μεγέθυνση των αγορών προορισμού των εξαγωγών. Μετά από μια τέτοια διόρθωση (η οποία περιγράφεται, στα στοιχεία της βάσης δεδομένων Ameco, από τη μεταβλητή Market performance of exports of goods and services on export weighted imports of goods and services: 35 industrial markets) η εξαγωγική επίδοση της Ελλάδας κατά τη διετία 2010-2011 ανέρχεται σε -0,6%. Επομένως, η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών κατά το 2010-2011 είναι λογικό να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στην μεγέθυνση των αγορών προορισμού. Συνοψίζοντας, η συμβολή των εξαγωγών στην μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά το 2010-2001 ανήλθε σε 3 εκατοστιαίες μονάδες και ανάγεται εξ ολοκλήρου στην θεαματική μεγέθυνση των αγορών προορισμού των ελληνικών εξαγωγών, επομένως σε εξωγενείς παράγοντες που δεν σχετίζονται με την ασκούμενη πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης.
(β) Έχει μεταβληθεί η σύνθεση των εξαγωγών κατά κατηγορία προϊόντων και γεωγραφικό προορισμό. Με άλλα λόγια, έχουν ανοίξει νέες αγορές για τις εξαγωγές αγαθών;
Η διάρθρωση των εξαγωγών προϊόντων κατά γεωγραφικό προορισμό δεν έχει μεταβληθεί . Ο βασικός προορισμός των ελληνικών εξαγωγών εξακολουθεί να είναι η ΕΕ-25 (57,4%). Ακολουθούν ΕΕ-17 (47,3%), Χώρες της ΝΑ Ευρώπης (21,1%), Λοιπές χώρες ΟΟΣΑ (6,6%), ΗΠΑ (3,1%), ΚΑΚ (3,0), Χώρες  Β. Αφρικής και Μ. Ανατολής (6,9%), Κίνα και ΝΑ. Ασίας (2,3%), Λοιπές χώρες (2,8%).
(γ) Σε ποιο βαθμό έχει συνοδευθεί η υποχώρηση των εισαγωγών από υποκατάσταση μέχρι πρόσφατα εισαγόμενων προϊόντων από εγχωρίως παραγόμενα;
Παρά τη σημαντική μείωση των εισαγωγών σε όλους τους κλάδους της μεταποίησης, η εισαγωγική διείσδυση στην ελληνική μεταποίηση ―οριζόμενη ως ο λόγος της αξίας των εισαγωγών προς τη φαινόμενη κατανάλωση (το άθροισμα των εισαγωγών και της μη εξαγόμενης εγχώριας παραγωγής)― συνέχισε να αυξάνεται σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, επειδή η φαινόμενη κατανάλωση μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Η άνοδος της εισαγωγικής διείσδυσης ήταν μικρή στο σύνολο της μεταποίησης, ωστόσο σε ορισμένους κλάδους (π.χ. καύσιμα) ήταν μεγάλη. Έτσι, ενώ η υποχώρηση των εισαγωγών είναι έντονη, φαίνεται ότι η υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα.
Βέβαια  με την άνοδο των εξαγωγών, παρατηρείται και άνοδος του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής σε συγκεκριμένους κλάδους της μεταποίησης οι οποίοι εμφανίζουν αυξημένη εξαγωγική δραστηριότητα, όπως είναι τα βασικά μέταλλα και ο μηχανολογικός εξοπλισμός. Όμως εδώ παρά τη συνολική μείωση των εισαγωγών, η εισαγωγική δαπάνη του κλάδου της μεταλλουργίας αυξήθηκε κατά 18,8%, εξέλιξη η οποία μάλλον αντανακλά αύξηση της
δαπάνης για εισαγωγές πρώτων υλών και ενδιαμέσων προϊόντων λόγω αύξησης των τιμών.
    

 

(δ) Η μείωση των εισαγωγών είναι μόνιμη ή παροδική και πως σχετίζονται οι εισαγωγές με την εγχώρια παραγωγή και την εξαγωγή στη συνέχεια των παραγομένων;
Γνωρίζουμε ότι τα χρόνια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου οφείλονται σε μια σειρά παράγοντες που προσδιορίζουν τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Από την πλευρά των εισαγωγών αγαθών , οι σημαντικότεροι παράγοντες είναι:
          Οι εγχώριες επενδύσεις σε μηχανήματα και εξοπλισμό βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις εισαγωγές , το ποσοστό των οποίων αποτελεί υψηλό ποσοστό των συνολικών εισαγωγών. Παράλληλα η εγχώρια παραγωγή τελικών αγαθών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων και πρώτων υλών.
          Τα εξαγόμενα προϊόντα περιέχουν μεγάλο  μέρος  εισαγόμενων  προϊόντων γεγονός που δημιουργεί μεγάλη αλληλεξάρτηση μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών  και δημιουργεί μόνιμο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο . Αυτό συμβαίνει επειδή η προστιθέμενη αξία των εξαγωγών δεν επαρκεί για να καλύψει σημαντικό μέρος του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.
           Η εξάρτηση της τεχνολογικής αναβάθμισης της εγχώριας παραγωγής από τη μεταφορά της τεχνολογίας μέσω των εισαγωγών.
          Η υψηλή ανταγωνιστικότητα των εισαγομένων προϊόντων στην ελληνική αγορά.
          Η ανελαστικότητα της προσφοράς στις μεταβολές της ζήτησης λόγω της αρνητικής επίδρασης παραγόντων κόστους αλλά και διαρθρωτικών δυσκαμψιών.
Συνεπώς η ενίσχυση της ζήτησης και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και ο  τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της εγχώριας παραγωγής προκαλούν αύξηση των εισαγωγών και διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.  Άρα επειδή τίποτε δεν έχει μεταβληθεί μέχρι σήμερα στην ελληνική οικονομία ως προς τον τρόπο που παράγει θα πρέπει να  αναμένουμε εκ νέου αύξηση της επενδυτικής ζήτησης από το εξωτερικό αλλά και αύξηση των εισαγωγών  τελικών προϊόντων. Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Η περιορισμένη υποχώρηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών το 2010 και το 2011 αντανακλά το γεγονός ότι τα διαρθρωτικά προβλήματα  παρεμποδίζουν την ταχεία βελτίωση της χαµηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Στο µέτρο που αυτά τα προβλήματα θα αντιμετωπίζονται, θα καθίσταται δυνατό να επιτευχθούν διατηρήσιµη αύξηση των εξαγωγών αγαθών, βελτίωση του βαθµού υποκατάστασης των εισαγοµένων από εγχωρίως παραγόμενα (ώστε, µεταξύ άλλων να περιοριστεί και το υψηλό “εισαγωγικό περιεχόμενο” σε ορισμένους κλάδους παραγωγής), µείωση της ενεργειακής εξάρτησης από το εξωτερικό». Στον Πίνακα 2 που ακολουθεί αναγνωρίζει κανείς με ευκολία ότι η εγχώρια παραγωγή παρουσιάζει μειώσεις σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2010.
                        
Συμπέρασμα.
          Ο δραστικός περιορισµός του εµπορικού ελλείμματος είναι αποτέλεσµα της ύφεσης, δεδομένου ότι η µείωση της εισαγωγικής δαπάνης (η δαπάνη αυτή είναι υπερδιπλάσια των εισπράξεων από εξαγωγές) οφείλεται κυρίως στην περιστολή της καταναλωτικής και επενδυτικής δραστηριότητας, ενώ η άνοδος των εξαγωγών συνδέεται και µε την προσπάθεια των εξαγωγέων για πρόσβαση στις αγορές του εξωτερικού εν όψει της µειωµένης ζήτησης στην εσωτερική αγορά. 
          Η άνοδος της εξαγωγικής δραστηριότητας αναµένεται να συνεχιστεί, στο βαθµό που θα συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγής στους αντίστοιχους κλάδους, που προς το παρόν παρατηρείται µόνο σε ορισμένες κατηγορίες πρώτων υλών.
          Απαραίτητες προϋποθέσεις για να συνεχιστεί η θετική τάση στον εξωτερικό τομέα είναι η αύξηση της παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και η ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
           Σημειώνεται σχετικά ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκε το 2010 κατά 3,8% και το 2011 εκτιμάται ότι μειώνεται κατά 2,1%, ενώ στη ζώνη του ευρώ το αντίστοιχο μέγεθος μειώθηκε κατά 0,6-0,8% το 2010 και εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,0-1,6% περί που εφέτος. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (βάσει του σχετικού κόστους εργασίας) έναντι των εταίρων μας στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε κατά 3,0-3,2% το 2010 και μειώνεται κατά 3,1-3,7% εφέτος, ενώ έναντι των 28 κυριότερων εμπορικών εταίρων της Ελλάδος μειώθηκε κατά 7,0% το 2010 και εκτιμάται ότι μειώνεται κατά 3,5% εφέτος. Οι μειώσεις αυτές της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας αντιστοιχούν σε ισόποση βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους. Το αποτέλεσμα είναι ότι η σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους της εννεαετίας 2001-2009, που έφθασε το 22,7% έναντι των εταίρων μας στη ζώνη του ευρώ και το 31,9% έναντι των 28 κυριότερων εμπορικών εταίρων, έχει πλέον περιοριστεί αισθητά την ενδεκαετία 2001-2011 σε 14,4-15,3% και 18,3% αντίστοιχα, δηλαδή κατά τα δύο πέμπτα. Ωστόσο, η απώλεια που  απομένει να εξαλειφθεί εξακολουθεί να είναι μεγάλη και η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί. Το 2012 αναμένεται να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος, καθώς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας προβλέπεται να μειωθεί κατά 2,7% (ή και περισσότερο), ενώ στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,4%, γεγονός που συνεπάγεται περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους κατά 4,1%. Έτσι, τη δωδεκαετία 2001-2012 η σωρευτική απώλεια της ανταγωνιστικότητας κόστους έναντι των εταίρων μας στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να περιοριστεί στο 9,7-10,6% και έναντι των 28 κυριότερων εμπορικών εταίρων στο 13,2%, δηλαδή κατά τα τρία πέμπτα. Επισημαίνεται όμως ότι η εκτιμώμενη και προβλεπόμενη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας βάσει του σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος την τριετία 2010-2012 αντανακλά τη μείωση των μέσων ονομαστικών αποδοχών με ταυτόχρονη μικρή μείωση (το 2010) ή στασιμότητα (το 2011-2012) της παραγωγικότητας. Είναι φανερό ότι ―μετά από μια αρχική περίοδο “διόρθωσης”― η διατηρήσιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να στηρίζεται σ’ αυτό το μείγμα παραγόντων, καθώς οι αρνητικές επιδράσεις μιας διαρκούς μείωσης μισθών στην εγχώρια ζήτηση θα υπεραντιστάθμιζαν τις θετικές επιδράσεις στην εξωτερική ζήτηση. Επομένως, είναι απαραίτητο η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους να στηριχθεί και στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, η οποία θα προκύψει από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας και θα επιτρέψει τόσο τη διαμόρφωση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης σε υψηλότερο επίπεδο όσο και τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Δηλαδή ακόμα και η Τράπεζα της Ελλάδος , γνωστή για τον τρόπο που αναγιγνώσκει τις οικονομικές εξελίξεις, αναγνωρίζει ότι οι εξελίξεις της περιόδου 2010-2011 στηρίζεται μόνο στις υψηλές μειώσεις των ονομαστικών μισθών ενώ παράλληλα παρατηρείται και μείωση της παραγωγικότητας η οποία ως γνωστόν λειτουργεί αντίθετα ως προς την μείωση των ονομαστικών μισθών[3].  Συνεπώς ακόμα και η Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίζει ότι δεν έχει επέλθει καμία βελτίωση της διαρθρωτικής / μακροχρόνιας ανταγωνιστικότητας στην παρούσα συγκυρία.  
          Η δεύτερη εξέλιξη στην αγορά εργασίας που αξίζει να αναλυθεί είναι η διαφαινόμενη τάση των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα να επιλέγουν, με εντεινόμενο ρυθμό, περισσότερο ευέλικτες μορφές απασχόλησης, όπως είναι η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής απασχόληση και τα μειωμένα ωράρια εργασίας, καθώς και η σύναψη ατομικών συμβάσεων εργασίας. Εξάλλου, προχώρησε η σύναψη ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων και σε μερικές μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι μέχρι στιγμής η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν φαίνεται να επιλέγει ακόμη τη μέθοδο αυτή, κυρίως λόγω του ανεπαρκούς θεσμικού πλαισίου. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος «Η τάση της υιοθέτησης πιο ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που έχει ήδη αρχίσει να είναι εμφανής στην αγορά εργασίας, αναμένεται να ενισχυθεί και από τις νέες ρυθμίσεις του άρθρου 37 του Ν. 4024/2011 που ψηφίστηκε πρόσφατα. Στην περίπτωση αυτή, τα αποτελέσματα στην απασχόληση και την παραγωγικότητα θα είναι θετικά».  Σαφέστατα είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς με την παραπάνω εκτίμηση της Τραπέζης της Ελλάδος ως προς το πώς αυξάνεται η παραγωγικότητα (εξαλείφοντας μόνο τις τριβές που υπάρχουν στη λειτουργία της οικονομίας). Η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από τον βαθμό χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, και μεσοπρόθεσμα από τις καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (οι οποίες, θα παραμείνουν χαμηλές ή θα είναι αρνητικές, όπως ήδη συμβαίνει, για όσο καιρό θα υπάρχει υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού). Έτσι, κατά τη διετία 2010-2011, όταν αυξήθηκε θεαματικά το αργούν παραγωγικό δυναμικό και οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατέστησαν  αρνητικές (υπήρξε δηλαδή αποεπένδυση, με την έννοια ότι μειώθηκε το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας) η παραγωγικότητα μειώθηκε κατά 3,3%. Είναι γνωστό ότι μία από τις συνέπειες του αυξημένου διεθνούς εμπορίου είναι η αύξηση του ξένου ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός αυτός ανάγκασε πολλές εταιρίες να μειώσουν το κόστος αναδιοργανώνοντας την παραγωγή και περικόπτοντας θέσεις εργασίας (αυτό ονομάζεται «συρρίκνωση»). Όταν η πηγή αύξησης της παραγωγικότητας είναι τέτοιου είδους αναδιοργανώσεις τότε δεν υπάρχει προϋπόθεση αύξησης της συνολικής ζήτησης. Η αναδιοργάνωση της παραγωγής μπορεί να απαιτεί λίγες ή καθόλου νέες επενδύσεις. Η αυξημένη αβεβαιότητα και οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των θέσεων εργασίας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, μπορεί να τους ωθήσει να αποταμιεύουν περισσότερο , και έτσι να περιορίσουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες, με δεδομένο το τρέχον εισόδημά τους (σκεφτείτε όταν αναμένεται περαιτέρω συρρίκνωση του εισοδήματος). Στην περίπτωση αυτή η συνολική ζήτηση μειώνεται.           Άρα μειώνεται και η παραγωγή.  Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια ισχυρή θετική σχέση μεταξύ αύξησης της παραγωγής και αύξησης της παραγωγικότητας. Όμως η σχέση αιτίου και αιτιατού λειτουργεί από την αύξηση της παραγωγής προς την αύξηση της παραγωγικότητας όχι το αντίστροφο. Όλα αυτά απορρέουν από τα εμπειρικά ευρήματα της μελέτης  των αντίστοιχων στοιχείων της οικονομίας των ΗΠΑ.  Ακόμα ένα εμπειρικό συμπέρασμα που καταδεικνύει τη λανθασμένη αντίληψη που διέπει την Τράπεζα της Ελλάδος.
Κώστας  Μελάς  01.12.2011
           

 

[1] Τράπεζα της Ελλάδος , Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, Νοέμβριος 2011,σ.94.
[2] ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία ,2011.
[3]  Πιο αναλυτικά, το κόστος εργασίας υπολογίζεται ανά μονάδα   προϊόντος, ισούται δηλαδή με τις μεταβολές των μέσων αποδοχών των μισθωτών μείον τις μεταβολές της παραγωγικότητας της εργασίας. Μειώνεται επομένως όταν μειώνονται οι ονομαστικές αποδοχές και όταν αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας. Η ύφεση μειώνει μεν τους μισθούς, πλην όμως μειώνει και την παραγωγικότητα, η οποία βραχυπρόθεσμα είναι συνάρτηση του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, και μεσο-μακροπρόθεσμα είναι συνάρτηση των καθαρών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Οι καθαρές επενδύσεις όμως παραμένουν χαμηλές ή είναι αρνητικές για όσο καιρό συνεχίζεται η ύφεση και υπάρχει υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού. Έτσι, κατά τη
διετία 2010-2011, ο μέσος ονομαστικός μισθός μειώθηκε κατά 4,5%, η παραγωγικότητα κατά 3,3%, και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, που είναι η διαφορά τους, μειώθηκε κατά μόλις 1,2%.
Προκύπτει, επομένως, το ερώτημα πόσο επιθυμητή μπορεί να είναι μια πολιτική που για να επιτύχει μια τόσο μικρή βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα τιμής επιβάλλει μια τόσο μεγάλη αύξηση της ανεργίας και μια τόσο μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και των αποδοχών των εργαζομένων.__

Πίνακας 1
Εισαγωγική διείσδυση
Κλάδοι                2008        2008     2009     2009   2010    2010       2011   Μεταβολή 2011/2010
α’ εξ        β’ εξ    α’ εξ     β’ εξ     α’ εξ   β’ εξ        α’ εξ

Τρόφιμα-ποτά      37,3        39,3    36,1     35,9     33,8     33,6        34,0       0,18
Καπνός               106,8        72,7    64,4     62,7     67,7     60,0        57,5     -10,22
Κλωστ/κές,
είδη ένδυσης       79,9         88,4   87,5     93,0      92,6    102,7       99,2       6,62
Ξύλο και φελλός 63,7         66,8   63,1     61,2      50,1      47,6       36,8    -13,23
Χαρτί-εκτυπώσ.  51,1         51,7   48,0     41,4      41,8      41,1        37,5     -4,34
Παράγωγα
πετρελαίου
και άνθρακα        68,7         72,4   66,4     70,1      64,3      71,2        74,6      10,27
Χημικά-
φάρμακα
-ελαστικά           72,2        78,9    71,6      74,6     69,2       74,9        73,1        3,93
Μη μεταλλικά
ορυκτά                19,3        20,2   20,3       17,9    16,3        17,3        20,8       4,54
Προϊόντα
μεταλλουργίας    51,4        57,9   44,7      40,6     39,3       38,8        42,5        3,19
Η/Υ                      88,6        92,4    90,9      90,5     86,4       87,4       86,9         0,41
Μηχανοκίνητα
οχήματα
-εξοπλισμός       88,5        87,5    83,0      85,0     89,9       83,4        85,5       -4,33
Έπιπλα και
άλλες
δραστηριότητες 84,3         81,3   80,0       80,1     80,8       80,1        81,9         1,03
Σύνολο
μεταποίησης       66,0        69,4   63,7       64,5     62,6       64,9        66,8         4,22
Σύνολο
μεταποίησης
χωρίς καύσιμα    64,9       68,2    62,7      62,5     61,7       61,5        61,8          0,10

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος. Ενδιάμεση Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική 2011.

Πίνακας 2.
Ακαθάριστη αξία παραγωγής κατά κλάδο. Σε εκατ. ευρώ, τιμές 2005
2010 α’ εξάμηνο  2011 α’ εξάμηνο 2011/2010 α’ εξάμηνο
.
Τρόφιμα-ποτά                             3.297,4                   3.140,5                     -4,8%
Καπνός                                          162,7                      179,0                     10,0%
Κλωστοϋφαντουργικές,
είδη ένδυσης κ.λπ.                        478,6                      370,6                    -22,6%
Ξύλο και φελλός                           114,8                      115,4                       0,5%
Χαρτί-εκτυπώσεις                         511,5                      447,5                    -12,5%
Παράγωγα πετρελαίου
και άνθρακα                                4.135,9                   3.337,9                    -19,3%
Χημικά-φάρμακα-ελαστικά        1.746,6                   1.676,9                    – 4,0%
Μη μεταλλικά ορυκτά                    738,7                     483,4                     -34,6%
Προϊόντα μεταλλουργίας            2.457,2                   2.650,7                        7,9%
Η/Υ                                                661,0                       575,4                    -12,9%
Μηχανοκίνητα οχήματα-
εξοπλισμός                                    173,7                     133,8                       -23,0%
Έπιπλα και άλλες δραστηριότ.       138,1                    110,7                      -19,8%
Επισκευή και εγκατάσταση
μηχανημάτων εξοπλισμού              100,1                     90,8                         -9,2%
Σύνολο μεταποίησης                  13.941,3              12.609,5                        -9,6%
Σύνολο μεταποίησης χωρίς
καύσιμα                                        9.805,3                9.271,6                        -5,4%

 

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος. Ενδιάμεση Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική 2011.

Επεξεργασία στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ (Ετήσια Έρευνα Βιομηχανίας, Δείκτης βιομηχανικής παραγωγής, Δείκτης τιμών παραγωγού)