Ευρωπαϊκή Ένωση και Αριστερά. Μια Εισαγωγική και Τρεις ακόμα Παρατηρήσεις.

Εισαγωγική Παρατήρηση.

Η νεώτερη ιστορία της Ευρώπης είναι υπό μιαν έννοια ταυτισμένη με την εμφάνιση και τη συγκρότηση των σύγχρονων εθνικών κρατών. Από το 16ο μέχρι και τον 20ο αιώνα η Ευρώπη γίνεται η γεωγραφική περιοχή στην οποία λαμβάνει χώρα η δημιουργία ενός μοναδικού πολιτειακού φαινομένου στη νεώτερη ιστορία της ανθρωπότητας ,του έθνους κράτους , το οποίο εξακολουθεί μέχρι και τις μέρες μας να συνιστά το βασικό θεσμικό υποκείμενο των διεθνών σχέσεων. Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι δημιουργός χώρος της ανάδυσης του νεότερου κυρίαρχου κράτους. Στη βάση της νεωτερικότητας θεωρίας της κυριαρχίας υπάρχει ένα περιεχόμενο που πληρώνει και τρέφει τη μορφή της κυρίαρχης εξουσίας : η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και επικύρωση της αγοράς ως θεμελίου των αξιών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Χωρίς αυτό το περιεχόμενο , που εργάζεται αενάως στο εσωτερικό του μηχανισμού κυριαρχίας , αυτή (η μορφή κυριαρχίας) δεν θα είχε καταφέρει να καταλάβει ηγεμονική θέση σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ευρωκεντρισμός διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους εθνοκεντρισμούς (όπως τον σινοκεντρισμό) και απέκτησε παγκόσμια περιωπή , κυρίως επειδή υποστηρίχθηκε από τις δυνάμεις του κεφαλαίου . Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι αδιαχώριστη από την κεφαλαιοκρατία. Είναι μια κεφαλαιοκρατική κυριαρχία , μια μορφή προστάγματος το οποίο υπερκαθορίζει τη σχέση μεταξύ ατομικότητας και καθολικότητας ως λειτουργία της ανάπτυξης του κεφαλαίου.
Η μελέτη της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας ως μέρους της ανθρώπινης ιστορίας δεν μπορεί να γίνει υιοθετώντας ως άμεσο ερμηνευτικό φορέα το οικονομικό στοιχείο το οποίο κάτω από συγκεκριμένες θεωρήσεις περιγράφει μια λίγο-πολύ ευθύγραμμη πρόοδο με ηθικά φορτισμένη κατάληξη και μια ευτυχή κατάληξη της ανθρώπινης ιστορίας . Η ανθρώπινη ιστορία με βάση το πρωτείο της οικονομίας όπως είναι εύκολα κατανοητό οδηγεί σε εσχατολογικές καταλήξεις. Η άρνηση αυτής της εσχατολογικής προσέγγισης δύναται να ανατραπεί περνάει μέσα από την άρνηση του πρωτείου της οικονομίας τουλάχιστον όπως το θεωρούν πολύ συγκεκριμένες αντιλήψεις. Η Ιστορία γίνεται τώρα ανοιχτή ως προς τις πιθανές εκβάσεις (όχι αναγκαστικά ως προς τους δρώντες μηχανισμούς), γιατί δεν δρα εντός της μία πάγια ιεραρχία παραγόντων, όπου ο ένας είναι πάντα πιο καθοριστικός από κάποιον άλλον, αλλά το βάρος και η σπουδαιότητά τους ποικίλλουν συνεχώς ανάλογα με τη συγκυρία. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει την άρνηση μιας επιστήμης της ιστορίας και των ανθρωπίνων πραγμάτων, δηλαδή δεν σημαίνει διόλου την άρνηση της αιτιότητας – όμως άλλο πράγμα είναι η αιτιότητα που ισχύει σε κάθε περίπτωση και άλλο πράγμα είναι η νομοτέλεια που πάει να υποτάξει όλες τις περιπτώσεις σε μια και μόνη τελολογικά αρθρωμένη αλυσίδα. Η οικονομία δεν παύει φυσικά να έχει το ιδιαίτερο βάρος της μέσα στους διαμορφωτικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής, όμως υποτάσσεται στη γενική λογική και στη γενική μορφολογία των κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπινες υπάρξεις που ζουν κοινωνικά. Σε αυτό το σχήμα η πολιτική θεωρία αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη γέφυρα ανάμεσα σε φιλοσοφικές ή ανθρωπολογικές γενικεύσεις και σε πολιτικές αναλύσεις με τη στενότερη έννοια.

Παρατήρηση Πρώτη.

Η οικονομική ρύθμιση (του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος) πάντοτε προϋποθέτει την έννοια της κυριαρχίας. Για να δύναται το κράτος να επιβάλει φόρους, μεταβιβάσεις πόρων, να προβεί σε ανακατανομή εισοδήματος και να ασκήσει γενικά οικονομική πολιτική, προαπαιτείται jus imperium, που απορρέει από την «εθνική κυριαρχία».

Η οικονομική «αναρχία» της φιλελεύθερης παγκόσμιας αγοράς πρέπει σε κάθε ιστορική περίοδο να βρίσκεται σε σχέση ισορροπίας με το πολιτικό καθεστώς του διεθνούς συστήματος, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη (και επομένως και τα ιδιαίτερα συμφέροντα) ενός πλήθους εθνικών κρατών.

Τούτο σημαίνει απλά:
Η διεθνής σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο βαθμό που υπάρχει μια σχέση λειτουργικής αντιστοιχίας μεταξύ των διαφορετικών λογικών λειτουργίας οι οποίες καθορίζουν τις σχέσεις της παγκόσμιας αγοράς και την πολιτική των εθνικών κρατών.
Στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, αυτή η οργάνωση πραγματοποιείται ,τα τελευταία διακόσια χρόνια από μια ηγεμονική δύναμη, «η οποία με τα μέσα της προσπαθεί να ρυθμίσει σφαιρικά τη λειτουργία οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών». Το Διεθνή Νομισματικά Συστήματα , τα Καθεστώτα Διεθνούς Εμπορίου, οι συμφωνίες για τη Διεθνή Κίνηση Κεφαλαίων όλων των μορφών, ο τρόπος λειτουργίας των Χρηματοπιστωτικών Συστημάτων υπόκεινται σε ρυθμίσεις που φέρουν τη σφραγίδα της ηγεμονικής δύναμης .

Η ηγεμονία δεν πραγματοποιείται, ούτε στην εθνική ούτε στη διεθνή πολιτική, αποκλειστικά με την άμεση εφαρμογή καταναγκασμού ή βίας.

Η σταθερότητα της βασίζεται πολύ περισσότερο στην εξασφάλιση κανόνων και ρυθμίσεων που αναγνωρίζονται (από την άποψη της νομιμοποίησης της πολιτικής κυριαρχίας) μέσα σε μια «ηγεμονική συμμαχία».

Στο διεθνές σύστημα όλα τα μέσα για την εξασφάλιση της ηγεμονίας είναι συγχρόνως εθνικά μέσα της ηγεμονικής δύναμης.

Η ηγεμονική δύναμη μπορεί να υπάρξει μόνο αν αναπαράγει αφενός συνεχώς στο εσωτερικό της τις πηγές της υπεροχής της και αν ξέρει αφετέρου να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος σαν πηγή της ηγεμονίας της.

Δίπλα στα παραπάνω, ένα ακόμα κριτήριο συνιστά το ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι δυνάμεις με γενικά συμφέροντα, δηλαδή πλατιά όσο και του συστήματος κρατών, πράγμα που σήμερα σημαίνει παγκόσμια.

Εκ των σημείων αυτών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική κυριαρχία, νοούμενη όχι ως εσωτερική κυριαρχία σε όλο το έδαφος της χώρας αλλά ως δεσπόζουσα (dominant) περισσότερο από άλλες στη διεθνή κονίστρα, και η στρατιωτική ισχύς καθορίζουν τους διεθνείς ρυθμιστικούς κανόνες μέσω των οποίων λειτουργεί απρόσκοπτα η οικονομία
Οι αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία τριάντα έτη πως διαμόρφωσαν τις σχέσεις ισχύος ΕΕ και ΗΠΑ ;

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να θεωρούνται λανθασμένες μια σειρά αντιλήψεων οι οποίες υποστηρίζουν ότι:
Εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες εκδηλώνεται μια ιδιαίτερη προσπάθεια από την πλευρά των οπαδών της ευρωπαϊκής ενοποίησης για τη διαμόρφωση ενός ιδεολογικά φορτισμένου κλίματος για την αυτονομία της Ευρώπης. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, οι ΗΠΑ στοχεύουν στη διαρκή υποταγή της ΕΕ και επομένως οι πολιτικές προσπάθειες επίτευξης σχετικής ή πλήρους αυτονόμησης της ΕΕ πρέπει να υποστηριχθούν από τους ευρωπαϊκούς λαούς και τις πολιτικές δυνάμεις που τους εκφράζουν. Μια τέτοια αντίληψη παραβλέπει συνειδητά ότι η ΕΕ οικοδομήθηκε για 50 χρόνια και έφθασε στη σημερινή της μορφή, υπό την προστασία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Επίσης δημιουργείται το ερώτημα αν η ΕΕ θα μπορέσει να συνεχίσει την πορεία ολοκλήρωσής της αναλαμβάνοντας η ίδια το οικονομικό βάρος της άμυνας και της ασφάλειάς της. Στο ερώτημα αυτό, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ευρώπης απαντούν ψελλίζοντας για μια στρατηγική διασφάλισης σχετικής αυτονομίας μέσα στους ευρωατλαντικούς θεσμούς γεγονός που επίσης δείχνει την αδυναμία ή τη μη θέληση των ιθυνόντων της ΕΕ να προχωρήσουν σε πραγματική εξισορρόπηση των ευρωαντλαντικών σχέσεων ισχύος.
Επίσης οι οπαδοί της ευρωπαϊκής προοπτικής θεωρούν ότι η ΕΕ έχει να παίξει έναν συγκεκριμένο ρόλο στη διεθνή σκηνή. Ο ρόλος αυτός κινείται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας της «ήπιας ισχύος». Ορισμένοι θεωρούν ότι η ΕΕ αποτελεί ένα μελλοντικό πρότυπο. Ένα πρωτοπόρο πρόπλασμα οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης το οποίο μπορούν να ακολουθήσουν χώρες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Στα πλαίσια αυτού του ρόλου η ΕΕ πρέπει να προβάλει το κοινωνικό της πρόσωπο και τη θεσμική της υπεροχή. Έτσι η ΕΕ μπορεί να αποτελέσει δύναμη εξισορρόπησης μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας – προφανώς λόγω της θέσης της στην Ευρασία και του αναπτυσσόμενου νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.

Σύμφωνα με την άποψή μας αντιθέτως :

Η Δύση αποτελεί έναν ιεραρχημένο νέο-ιμπεριαλιστικό μηχανισμό και παρόλες τις διακρατικές τριβές και ανταγωνισμούς που τον χαρακτηρίζουν κυρίως στο οικονομικό επίπεδο , εξακολουθεί να αναπαράγεται και να επεκτείνεται προς ανατολάς ενσωματώνοντας πρωταρχικά σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών (αλλά όχι μόνον , π.χ επιχειρεί την ενσωμάτωση της Γεωργίας, αλλά και άλλων χωρών της Κεντρικής Ασίας) της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Η ΕΕ είναι μια οικονομική ένωση η οποία βαδίζει σε μια μορφή πολιτικής ολοκλήρωσης, αλλά συνυπάρχει από την αρχή της δημιουργίας της με το ΝΑΤΟ το οποίο αποτελεί τον πολιτικοστρατιωτικό βραχίονα της Δύσης. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν κοινά συμφέροντα, Αυτό το βασικό σχήμα, με τις οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις, θα εξακολουθήσει να υφίσταται και στο προσεχές μέλλον. Η ΕΕ δεν αποτελεί πόλο πολιτικοστρατιωτικής ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα. Αντίθετα, τέτοιου είδους πόλο αποτελούν το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ. Ο δυναμισμός της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει μεταφερθεί στην Ασία, και η Ενωμένη Ευρώπη εκ των πραγμάτων δεν αναμένεται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις.
Είναι βέβαια γνωστό ότι ο καπιταλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, κινείται εδώ και αρκετά χρόνια προς την κατεύθυνση των περιφερειακών ολοκληρώσεων.
Σήμερα αναδεικνύονται έξι οικονομικοί συνασπισμοί εκ των οποίων η υπό τον άμεσο έλεγχο των ΗΠΑ NAFTA συνυπάρχει αλλά και ανταγωνίζεται με την ΕΕ. Αυτοί οι δύο οικονομικοί συνασπισμοί της Δύσης πρέπει να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνουν η MERCOSUR, η ASEAN και τα εθνικά κράτη που αποτελούν ένα συνασπισμό από μόνα τους όπως η Κίνα και η Ινδία. Ανεξαρτήτως του πώς θα σχηματοποιηθεί ο μελλοντικός «κόσμος των περιφερειακών ολοκληρώσεων», οι οικονομικοί συνασπισμοί της Δύσης –και εδώ θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η Ιαπωνία, καθώς επίσης και οι αγγλοσαξονικές χώρες του Ειρηνικού– θα βασίζονται στη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για να μπορούν να συμμετέχουν στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό. Ένας άκρως ανταγωνιστικός κόσμος των οικονομικών συνασπισμών θα είναι και ένας κόσμος εντονότερων στρατιωτικών συγκρούσεων λόγω του μεγέθους και της ισχύος των πολιτικών οντοτήτων που θα εμπλέκονται.
Η αδυναμία να συμπεριληφθούν στις αναλύσεις η γεωπολιτική και γεωοικονομική «στιγμή» σε έναν «ανοικτό» και ρευστό κόσμο είναι καθοριστική. Το οποιοδήποτε θεσμικό μόρφωμα στον σημερινό (και όχι μόνο) κόσμο, είναι απαραίτητο πρωταρχικά να κερδίσει την επιβίωσή του και συγχρόνως να αναπαράγει τις συνθήκες αναπαραγωγής του σε ένα συγκρουσιακό πλαίσιο. Η επιβίωση ξεκινά πάντοτε από τα έξω. Απαραίτητο προαπαιτούμενο η κυριαρχία στο εσωτερικό του. Συνεπώς οποιαδήποτε συζήτηση περί συγκυριαρχίας προϋποθέτει συζήτηση ….περί κυριαρχίας.

Παρατήρηση Δεύτερη.

Η Ευρώπη είναι ο κλασικός ιστορικός χώρος μιας πολυμορφίας που βρίσκει έκφραση στην ευρωπαϊκή πολυκρατικότητα. Οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι συνειδησιακά ταυτισμένοι με το κράτος ως θεσμική κατοχύρωση και έκφραση της «πατρίδος τους» της γλώσσας τους, της ιστορίας τους, των παραδόσεών τους , σε πολλές περιπτώσεις του θρησκευτικού δόγματος που επικρατεί, ακόμα δε της εθνικής τους φυσιογνωμίας.
Η αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας έχει υπερβεί κατά πολύ κάθε προγενέστερη διατύπωση της νεωτερικής έννοιας της κυριαρχίας. Η εθνική ιδιαιτερότητα είναι μια κραταιά καθολικότητα. Όλα τα νήματα μιας μακριάς εξέλιξης κατέληξαν στην Ταυτότητα , δηλαδή την πνευματική ουσία, του λαού και του έθνους υπάρχει ένα έδαφος εμπλουτισμένο με πολιτισμικές σημασίες., με μια κοινή ιστορία και μια γλωσσική κοινότητα. Υπάρχει όμως επιπλέον η εδραίωση μιας ταξικής νίκης, μιας σταθερής αγοράς, η δυνατότητα οικονομικής επέκτασης και νέοι χώροι για επενδύσεις και εκπολιτισμό. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας εγγυάται μια διαρκώς ενισχυόμενη νομιμοποίηση και το δικαίωμα και την εξουσία μιας ιερής και απαραβίαστης , ακαταπολέμητης ενότητας. Είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν τη «σιγουριά της γνώριμης και οικείας εστίας τους» και να συναινέσουν σε κάτι που είναι απόμακρο , άγνωστο , μη οικείο, γραφειοκρατικό τεχνοκρατικό και απροσπέλαστο.
Όμως δεν είναι μόνο οι ευρωπαϊκοί λαοί που παρουσιάζουν έντονη ή λιγότερο έντονη αντίθεση να «παραχωρήσουν» μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της εθνικής τους κυριαρχίας σε κάποιο υπερκρατικό μόρφωμα . Είναι και τα ίδια τα κράτη με τις κυβερνήσεις τους που δυσκολεύονται να προβούν σε αυτή τη διαδικασία , παρά τα όσα δημοσίως λέγονται.
Είναι ανεξίτηλα τα σημάδια που άφησε η ιστορία στις κρατικές οντότητες της ΕΕ. Ανεξίτηλα αλλά και πολύ διαφορετικά. Είναι υπαρκτός ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο η Πολωνία αντιμετωπίζει τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία αλλά και οι επιφυλάξεις που έχει και ενίοτε διατυπώνει ακόμα και με την Γερμανία. Το ίδιο μπορεί ανεπιφύλακτα να ειπωθεί για τις χώρες τις Βαλτικής αναφορικά με τη Ρωσία. Η Ελλάδα παρά την επίσημη θέση της στο ζήτημα της εισόδου της Τουρκίας στην Ένωση είναι βέβαιον ότι αισθάνεται απειλούμενη και ως εκ τούτου (θα έπρεπε να) αντιμετωπίζει το πρόβλημα με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Τα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη βίαιη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έχουν εισέλθει σε κατάσταση ρευστότητας παρά τα «σταθεροποιητικά» μέτρα που έχουν ληφθεί με την είσοδο της πλειοψηφίας των χωρών στο ΝΑΤΟ. Τα ζητήματα του Κοσσόβου και της ΠΓΔΜ εξακολουθούν να αποτελούν πηγές αποσταθεροποίησης. Όλα αυτά εκτός ότι δημιουργούν προβλήματα μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων «περιφερειακών» χωρών αποτελούν και εξίσου προβλήματα και των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ που τα συμφέροντά τους απλώνονται τουλάχιστον σε ολόκληρη την επικράτεια της . Η Μ. Βρετανία έχει επιλέξει να δρα, από τότε που υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία ,πάντοτε υπό και σε συνεργασία με τις ΗΠΑ . Αντιθέτως η Γαλλία αποφεύγει να δρα με τρόπο που να δηλώνει πλήρη υποταγή ή συμφωνία με τις ΗΠΑ. Η Γερμανία μετά την ειρηνική ενοποίηση του γεωγραφικού της χώρου επιχειρεί σιγά αλλά σταθερά την αποκατάσταση της προπολεμικής ζώνης επιρροής της στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Το διάβασμα της ιστορίας δεν γίνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο από τις μεγάλες ( αλλά και μικρές) ευρωπαϊκές δυνάμεις και δεν συνάγονται από όλες τα ίδια συμπεράσματα.
Κάθε μεγάλη δύναμη της ΕΕ συμμετέχει στις κοινές διαδικασίες πρωταρχικά ως φορέας των συμφερόντων της εθνικής της κυριαρχίας και για αυτό άλλωστε οι όποιες αποφάσεις έχουν ληφθεί αποτελούν προϊόν συμβιβασμού και διαφύλαξης των συμφερόντων τους . Κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη έχει συγκεκριμένο σχέδιο για την πορεία της ΕΕ ενταγμένο στη δική της πλανητική ή περιφερειακή στρατηγική.
Το Εθνικό Συμφέρον δεν εκλείπει αλλά επιδιώκεται ολοένα και περισσότερο να εξυπηρετείται όχι προδήλως και ευθέως αλλά μέσω της επιρροής την οποία τα κράτη ασκούν στους κοινούς θεσμούς και στις κοινές πολιτικές των πολυμερών ή διεθνών δομών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση στους θεσμούς και τις πολιτικές της ΕΕ. Οι διακυβερνητικοί θεσμοί «αποτελούν σκληρές αρένες εργαλειακών διακρατικών διαπραγματεύσεων» στερούμενοι της ικανότητας να παράγουν συλλογικές νόρμες .
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις (όπως αναφέρθησαν παραπάνω) στο εσωτερικό της ΕΕ. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις , όχι απλές αποκλίσεις θέσεων , ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια , κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ» η οποία στηρίζεται ως γνωστό ,στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές» Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί μόνο έτσι η λύση , ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς , διευρύνοντας το φάσμα των τομέων της από κοινού δράσης , βαθαίνοντας την ολοκλήρωση . Αποτέλεσμα αυτής της νέο-λειτουργικής λογικής ήταν και η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με προεξάρχουσα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ελίτ .
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση , εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών , όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης .
Βασίσθηκε στην παθητική συναίνεση των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών , οι οποίοι θεώρησαν κατ’ αρχάς αδιάφορα τα γενόμενα λόγω της σαφούς έλλειψης ενημέρωσης δεδομένου ότι οι διαδικασίες προώθησης της ολοκλήρωσης γίνονταν (και γίνονται ) «εξ’ υφαρπαγής» , δευτερευόντως επειδή φαίνεται ότι «πείσθηκαν» μέσω μιας βασικής υπόσχεσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έχει θετικές οικονομικές επιδράσεις στην καθημερινότητά τους και στην γενικότερη ευημερία τους φθάνει να εγκαταλειφθεί κάθε είδος «λαϊκισμού» που δημιουργεί μόνο προβλήματα στην οικονομία.

Παρατήρηση Τρίτη
Σε αυτές τις τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές αλλά και τις εξίσου σημαντικότατες κοινωνικές διεργασίες που παρατηρούνται η αριστερά αγκομαχά και μόλις μετά βίας καταφέρνει να επιβιώσει στον πολιτικό χάρτη της ΕΕ.
Η εκλογική πορεία της ευρωπαϊκής αριστεράς την τελευταία περίοδο ύπαρξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι άκρως απογοητευτική . Στον Πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι διάφορες κοινοβουλευτικές ομάδες που συμμετέχουν σε αυτό μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2009.
Πίνακας
Έδρες Κοινοβουλευτικές Ομάδες
265 Λαϊκοί/Χριστιανοδημοκράτες
185 Σοσιαλιστές
84 Φιλελεύθεροι
55 Πράσινοι
55 Συντηρητικοί
35 Αριστερά
28 Ευρώπη Ελευθερίας και Δημοκρατίας
29 Μη Εγγεγραμμένοι
736 Σύνολο

Εκ των εκλογικών αποτελεσμάτων συνάγεται ότι η απήχηση της αριστεράς είναι περιορισμένη σε συγκεκριμένο επίπεδο του εκλογικού σώματος. Για λόγους που χρειάζεται να εξηγηθούν η ευρωπαϊκή αριστερά παρουσιάζει δομική αδυναμία στο να επεκτείνει την επιρροή της στο εκλογικό σώμα και συνεχίζει τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια να παραμένει καθηλωμένη στα συγκεκριμένα ποσοστά. Μέχρι σήμερα το σημαντικό αυτό ζήτημα φαίνεται να μην έχει απασχολήσει σοβαρά κανένα από τους κομματικούς σχηματισμούς που την απαρτίζουν. Η εμφανής αδυναμία επέκτασης των εκλογικών ποσοστών της δεν αναγνωρίζεται ως πρόβλημα. Αποδεχόμενη η ίδια θεωρητικά των εαυτό της ως φορέα της αλήθειας της πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού δεν έχει ποτέ ουσιαστικά θέσει το ερώτημα γιατί συγχρόνως αδυνατεί να τον εκφράσει και εκλογικά. Το ουσιαστικά σημαίνει να θέσει το ερώτημα του κατά πόσον η ίδια με τον τρόπο που πολιτεύεται και δρα αποτελεί μέρος του συγκεκριμένου προβλήματος. Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι οι βασικοί κομματικοί σχηματισμοί να έχουν αποδεχτεί το ρόλο του κομπάρσου στο εκλογικό σκηνικό ικανοποιούμενοι με τα συγκεκριμένα ποσοστά που εξασφαλίζουν στοιχειωδώς την επιβίωση τους . Δεν φαίνεται να υπάρχουν φιλοδοξίες για κάτι το περισσότερο και τούτο γίνεται ορατό δια γυμνού οφθαλμού . Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο , καμία σκέψη , έστω σκέψη , για να βρεθούν τρόποι αύξησης του εκλογικού αποτελέσματος. Η καθήλωση των ποσοστών επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα ουσιαστικά μετατρέπεται σε εφησυχασμό και σε έμμεση αλλά σαφή αποδοχή της παρούσας κατάστασης της ύπαρξης για την ύπαρξη. Επίσης απλής διατήρησης των κεκτημένων. Το όνειρο κάθε κόμματος είναι η εξουσία την οποία επιδιώκει να καταλάβει και να την ασκήσει. Για το λόγο αυτό πολιτεύεται . Η απλή ύπαρξη στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής σηματοδοτεί με μαθηματική ακρίβεια το πολιτικό τέλος και τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται το συγκεκριμένο κόμμα.
Τα εκλογικά αποτελέσματα της αριστεράς στην Ευρώπη , έχουν επιτευχθεί σε μια μακρά περίοδο η οποία έχει σημαδευθεί από πλείστα όσα γεγονότα , τα οποία σύμφωνα με τις θεωρητικές αναλύσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μόνο ευνοϊκά για τις αριστερές δυνάμεις. Παρά ταύτα, παρά τις ευοίωνες προοπτικές, η Ευρωπαϊκή Αριστερά ως πολιτικός οργανισμός, από τη μεταπολίτευση κι εδώ, ουδέποτε μπόρεσε να αποδεσμευτεί όντως από τα παλαιά σύνδρομα του πολιτικού αυτισμού και από τις αρχαίες φοβίες να μη χάσουμε κάτι που ουδέποτε είχαμε. Η Αριστερά, παρά τις θεωρητικές δυνατότητες, στην πράξη δεν μπόρεσε να αναζητήσει και κυρίως να βρει το καινούργιο και το τολμηρό, καθώς η λογική «κάλλιο πέντε και στο χέρι» την έκανε να στραβίζει συνεχώς και να λοξοκοιτάζει εκεί όπου δεν θα έπρεπε. Η Αριστερά περισσότερο έχει τάξει στον εαυτό της ρόλο συνδικάτου παρά πολιτικού σχηματισμού.
Η συνεχής αναφορά στις καθημερινές ανάγκες και τα προβλήματα του εν τοις πράγμασι δύσκολα οριζομένου εργαζόμενου λαού, (εργαζόμενος λαός είναι το σύνολο των απανταχού πάσης φύσεως και κατηγορίας εργαζομένων) λειτουργεί υπό μια ψυχαναλυτική έννοια «απωθητικά» ως προς τις πολιτικές διεργασίες τις οποίες πρέπει πρωταρχικά να υπηρετεί ένας πολιτικός σχηματισμός. Κανένα συνδικάτο δεν μπορεί να λύσει τα πολιτικά προβλήματα των μελών του , γι’ αυτό υπάρχουν οι πολιτικοί σχηματισμοί.

Το ότι τα εκλογικά ποσοστά της ευρωπαϊκής αριστεράς παραμένουν στα συγκεκριμένα επίπεδα δρα ανασταλτικά , εκτός των άλλων, στην ουσιαστική παρουσία της στα πολιτικά δρώμενα των διαφόρων χωρών με την έννοια της ουσιαστικής και αποτελεσματικής παρεμβατικής πολιτικής υπέρ των συμφερόντων που υποτίθεται ότι εκφράζει και υποστηρίζει. Σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής είναι αδύνατον να επιβάλλει έστω και μερικώς την άποψή της ή να εισακουστεί έστω σε επίπεδο συνεισφοράς στην διατύπωση νομοσχεδίων ή στην τροποποίησή τους ή στην αντίκρουση ή στην εμπόδιση της ψήφισή τους. Σε επίπεδο νομοθετικού έργου και δημιουργίας του θεσμικού πλαισίου σύμφωνα με το οποίο λειτουργεί , εργάζεται και σχεδιάζει ο ευρωπαίος πολίτης για τη ζωή του η αδυναμία παρέμβασης της αριστεράς είναι καθολική. Μπορεί ένα μέρος της να θέλει αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί. Όμως κανένας πολίτης σε καμία χώρα του κόσμου δεν μπορεί να συμμετέχει αενάως σε πολιτικούς σχηματισμούς που δεν έχουν ούτε σχέδιο για την κατάκτηση της εξουσίας αλλά και ούτε τη δυνατότητα παρέμβασης σε αυτό που διαμορφώνει και καθορίζει την καθημερινότητά του. Στην καλύτερη τον περιπτώσεων οδηγείται στην απογοήτευση και στην αδράνεια .
Η αδυναμία στην επίτευξη των εκλογικών αποτελεσμάτων και ότι αυτό συνεπάγεται συνοδεύεται και από αδυναμία στην αποτελεσματικότητα των κοινωνικών αγώνων που αποτελούν το καύχημα της αριστεράς. Η αποτρεπτική τους δύναμη σμίκρυνε δραστικά με το πέρασμα του χρόνου καθώς οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις απομακρύνθηκαν από την κυβέρνηση η πραγματοποίησαν στροφή προς υποστήριξη σαφώς νεοφιλελεύθερων απόψεων . Κατά την περίοδο αυτή 1990-2007 όλες οι νομοθετικές πρωτοβουλίες με σαφή νεοφιλελεύθερα και αντεργατικά χαρακτηριστικά ψηφίστηκαν από τη Βουλή των διαφόρων κρατών. Παρά τις όποιες κινητοποιήσεις και τις απεργίες (των οποίων και ο αριθμός μειώθηκε αλλά και η συμμετοχή ήταν αισθητά μειωμένη σε σχέση με την πρώτη μεταπολεμική περίοδο ) δεν έγινε κατορθωτό να αποτραπεί οτιδήποτε εκτός από το να αναβληθούν ορισμένα νομοσχέδια για τακτικούς λόγους. Η κατάρρευση των συνδικάτων είναι ολοκληρωτική μαζί με την κατάρρευση του σοσιαλδημοκρατικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας το οποίο του επέτρεπε να έχει δύναμη και να επιβάλλει απόψεις . Οι μεγάλες στον αριθμό ιδιωτικοποιήσεις των επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα στέρησαν από τα συνδικάτα την εύκολη δουλειά , δηλαδή τη συμμετοχή των εργαζομένων στις κινητοποιήσεις από τις οποίες μόνο να κερδίσουν είχαν δεδομένης της μονιμότητας που έχαιραν ως προς τις θέσεις εργασίας

Κώστας Μελάς 31.05.2011