Ελλάδα : Το πλαίσιο λειτουργίας της πολιτικής.

Α.
Η σταδιακή αλλά σταθερή ενσωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας στο νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ΕΕ, σηματοδοτεί υπό μία έννοια το τέλος  της εθνικής εξαίρεσης. Η διαδικασία αυτή «διαβάζεται» με διαφορετικό τρόπο από τις πολιτισμικές λογικές  που διαμορφώθηκαν, ωθούμενες κυρίως από  την  προσπάθεια. ερμηνείας  της  συγκεκριμένης  ιστορικής περιόδου .
          Η κυρίαρχη πολιτιστική λογική , στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ που άσκησαν την εξουσία την συγκεκριμένη περίοδο   είναι αναμφισβήτητα αυτή που αναφέρεται στον εκσυγχρονισμό και κατά συνέπεια στο μοντερνισμό. Η άποψη αυτή δέχεται κάθε «νεωτεριστικό» άνοιγμα στο διεθνές περιβάλλον ως σημάδι προόδου και επίτευξης του οικουμενικού οράματος του Διαφωτισμού όπως ο τελευταίος διαβάζεται από τους ντόπιους εκσυγχρονιστές. Η άποψη αυτή συνάδει με την αντίληψη που υποστηρίζει την ολοκλήρωση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας ως πρωταρχικό καθήκον  αρνούμενη να αντιληφθεί  ότι το μοντέρνο σήμερα δεν είναι παρά  «ένα εκβλάστημα του μεταμοντέρνου» και η όποια λειτουργία ή χρησιμότητα του είναι  να υποβοηθήσει την αποτελεσματικότερη λειτουργία της μεταμοντέρνας κοινωνίας.
          Αντιθέτως κυρίαρχη πολιτιστική λογική στο επίπεδο της καθημερινότητας και η οποία διαπερνά οριζοντίως και καθέτως την πραγματική ζωή των Ελλήνων αναδεικνύεται η  μεταμοντέρνα[1] λογική της υπερκατανάλωσης , του σύγχρονου  life style  , της  αυτοπραγμάτωσης  του εαυτού , του χρηματιστηριακού τρόπου αντιμετώπισης των κοινωνικών γεγονότων , η οποία αντιμετωπίζει κάθε τι το μεταμοντέρνο ως ευκαιρία απόδρασης από τα βάρη και τα πάθη του παρελθόντος επιδιώκοντας να βιώσει μόνο το παρόν.
Η απλή αναφορά στις κυρίαρχες πολιτιστικές λογικές που διαμορφώθηκαν στην ελληνική κοινωνία την τελευταία δεκαπενταετία θέτει το σημαντικό ζήτημα της περαιτέρω ενασχόλησης με αυτές σε όλες τις εκφάνσεις τους , αλλά κυρίως δεικνύει κατά  τρόπο απόλυτο την απουσία μιας «αριστερής» πολιτιστικής λογικής  από τα  κοινωνικά δρώμενα σε αγαστή συνεργασία με τις δυσκολίες επεξεργασίας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης.
Β.
Όλες οι λογικές  – οικονομικές, κοινωνικές , πολιτιστικές –  λειτούργησαν εντός ενός κυρίαρχου πλαισίου πολιτικής ερμηνείας η οποία ονομάστηκε Δημοκρατία του Κέντρου. Πρόκειται για την ελληνική έκφραση αυτού που στα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης ονομάστηκε ιδεοτυπικά «Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Αγοράς».  Η επικράτησή της προϋπόθετε το κλείσιμο της προηγούμενης εποχής στην οποία το Πολιτικόν  είχε την προτεραιότητα  και ο Λαός , με τα χαρακτηριστικά που του είχαν αποδοθεί από τη μεταπολίτευση , αποτελούσε το υποκείμενο αναφοράς όλων των εκκλήσεων στη χάραξη και στην άσκηση της πολιτικής διεργασίας. Η περίοδος της δημοκρατίας των μαζών μέσω της «δημοκρατίας των κομμάτων» έπρεπε να κλείσει και έκλεισε. Έχει μεγάλη σημασία να αναλυθούν οι τρόποι του παραπάνω κλεισίματος σε μια άλλη ανεξάρτητη  μελέτη δεδομένου ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει εδώ. Η νέα πολιτική εποχή εδράζεται ολοκληρωτικά στην υπόθεση της ύπαρξης ενός  «καινούργιου λαού» στο όνομα του οποίου θα αναφέρονται από εδώ και στο εξής οι όποιες πολιτικές επιλογές και θα λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις. Ο «καινούργιος λαός» δεν είναι άλλος από τα μεσαία στρώματα , τα νεοπαγή αστικά στρώματα που εισέρχονται στη πολιτική σκηνή ωθούμενα από τα κύματα της παγκοσμιοποίησης και την απορύθμιση των αγορών. Τα κοινωνικά αυτά στρώματα κατά την πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης , όπου υπερισχύουν οι οικονομικές διεργασίες , γίνονται οι βασικοί φορείς του «σύγχρονου» εκθειάζοντας τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες  προσδίδοντάς τους χαρακτήρα ενός «φυσικού νόμου» με απόλυτη προοδευτική κατεύθυνση. Επομένως καθίστανται το πρότυπο κοινωνικό υποκείμενο στη συμπεριφορά του οποίου θα πρέπει να προσαρμοσθεί  και η συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων. Ο εγγενής  ειρηνικός και συναινετικός χαρακτήρας των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών και η πεποίθηση της συνεχούς αυξητικής διαδικασίας του οικονομικού παιγνίου (όλοι κερδίζουν) , όπως περιγράφεται από την νεοκλασική οικονομική σκέψη , λειτουργεί   αποτρεπτικά στη συγκρουσιακή συγκρότηση του κοινωνικού αποδυναμώνοντας  το Πολιτικόν. Η πρόταξη των μεσαίων στρωμάτων  ως βασικών κοινωνικών παραγόντων στη συγκεκριμένη συγκυρία απέκρυψε εντέχνως την επιχειρούμενη διαμόρφωση της πραγματικότητας  οδηγώντας  ευθέως σε αυτό που ονομάζεται Νατουραλιστική Δημοκρατία της Αντιπολιτικής ή με άλλα λόγια Δημοκρατία του Κέντρου. Στο πλαίσιο αυτό το σύνολο των βασικών πολιτικών μηχανισμών της χώρας αναγορεύονται ως Κεντρώοι. Σπρώχνονται στο να τοποθετηθούν στο Κέντρο του πολιτικού συστήματος και να καταλάβουν το Μεσαίο Χώρο. Επιχειρούν με κάθε μέσο να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι όχι μόνο είναι στο Κέντρο αλλά και ότι το Κέντρο  αποτελεί το Πολιτικό  Παρόν και  Μέλλον της Χώρας. Είναι όμως πασίδηλο ότι ο πυρήνας του Κέντρου είναι μόνο Φιλελεύθερος με διαφορετικές αποχρώσεις στις αποφάνσεις του. Φιλελεύθερος εμπλουτισμένος με έντονη ρητορεία που αποπροσανατολίζει με μαθηματική ακρίβεια ως προς τις προθέσεις του.
Είναι η Δημοκρατία  της διάλυσης των ιδεολογικών πόλων , της απουσίας αξιολογικών ερωτημάτων , η κυριαρχία της αχρωμάτιστης κοινότητας «Όλων» , η επικράτηση της Αντιπολιτικής. Είναι η Δημοκρατία ενός φαντασιακού , θολού  και απροσδιόριστου χώρου ,  υποθετικά αποενοχοποιημένη από όποιες ιδεολογικές επιδράσεις   και συμβολικά  ανήκουσα σε ένα έλλογο,  αλλά μη υπαρκτό , κοινωνικό Κέντρο , το οποίο όμως συγχρόνως στο πραγματικό πεδίο της ασκούμενης πολιτικής    είναι υπεύθυνο και ύποπτο για κάθε τι βρώμικο που γίνεται ή που σχεδιάζεται μελλοντικά να γίνει. Τη Δημοκρατία του Κέντρου επικαλείται το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και του Παπανδρέου και η Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή , οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ και οι Σοσιαλδημοκράτες του Σρέντερ ( συγκάτοικοι στη διακυβέρνηση της Γερμανίας) , οι Νέοι Εργατικοί του Μπλέρ και οι Συντηρητικοί του Κάμερον στη Μεγάλη Βρετανία , ο συνασπισμός της Ελιάς του Πρόντι και ο Οίκος των Ελευθεριών του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία.
Γ.
 Παράλληλα στο θέση της αστικής έννοιας της προόδου εγκαθίσταται η εξέλιξη «ως φυσική διαδικασία» , ως φυσικό μέγεθος , ως γενική εξελικτική φορά και φυσική δύναμη των πραγμάτων , η οποία απαιτεί μόνο παρακολούθηση από μια αποτελεσματική Πολιτική Ηγεσία. Το σήμερα είναι καλύτερο από το χθες απλά και μόνο γιατί είναι το σήμερα.  Η κυρίαρχη πολιτική επωδός της περιόδου είναι η Προσαρμογή διότι έτσι επιτυγχάνεται ο συγχρωτισμός με την εξέλιξη ως φυσική διαδικασία. Ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της δυναμικής δεν απασχολούν. Αρκεί μόνο η δυναμική . Μάλιστα η δυναμική της αλλαγής χωρίς υποκείμενο. Βρισκόμαστε στο καθεστώς της μη ερώτησης , στο καθεστώς της εξέλιξης του «ταυτού» στην κολακεία του συμβάντος. Το οποίο αρκεί να συμβαίνει , φθάνει να συμβαίνει. Στην αέναη επανάληψη του ταυτού. Στο εκθετικό στοίβαγμα του αυτονόητου.
Η Δημοκρατία του Κέντρου πόρρω απέχει από το να ενσαρκώνει το κοινό καλό , το «ευ ζειν» της αρχαίας ελληνικής Πόλις. Για να είναι καλή η κοινωνία πρέπει να είναι πολιτική κοινωνία , μια κοινωνία όπου υπάρχει κυβέρνηση ανθρώπων και όχι απλώς και μόνο διαχείριση πραγμάτων.  Η συναίνεση με αυτούς τους όρους είναι προφανώς απάτη. Άλλωστε η συναίνεση είναι έννοια χωρίς βάθος, αν και του συρμού. Το ουσιώδες είναι να καταλάβουμε πώς επιτυγχάνεται η συναίνεση. Η διάκριση ανάμεσα   σε κατάκτηση και χειραγώγηση της κοινής γνώμης είναι στην πραγματικότητα πολύ αμυδρή , αποτελεί κυρίως ζήτημα οπτικής γωνίας. Η  μη συγκρουσιακή κοινωνία  γέρνει αποφασιστικά υπέρ Κάποιου. Ο περιορισμός στη διαχειριστική λογική είναι ένας ψεύτικος περιορισμός. Πρόκειται για κάτι χειρότερο. Πρόκειται για την ταξική επικράτηση του Ολιγαρχικού Πλούτου και της απόλυτης νίκης των κυρίαρχων κοινωνικών ελίτ. Πρόκειται για αυτό που συμβαίνει σήμερα στη δεύτερη φάση της Παγκοσμιοποίησης όπου έχουν πέσει οι μάσκες και  η Κυριαρχία εκδηλώνεται με την πραγματική της μορφή. Η «κοινή συναίνεση» της Δημοκρατίας του Κέντρου» οδήγησε αναπόδραστα στην αποδόμηση της  λαϊκής Υποκειμενικότητας , του ενός πόλου της σύγκρουσης αναδεικνύοντας την απόλυτη κυριαρχία του έτερου πόλου. Στη θέση του αποδομηθέντος πόλου και στο κενό που δημιουργεί η απουσία του αναδύεται  ο λαϊκισμός ως απαραίτητος μηχανισμός κάλυψης των αναγκών νομιμοποίησης της συναινετικής Δημοκρατίας του Κέντρου που στην ουσία σημαίνει ιδεολογική επικάλυψη της απόλυτης επικυριαρχίας των πολιτικών ελίτ. 
Δ.
Σ’ αυτό το αποϊδεολογικοποιημένο περιβάλλον η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο, δηλαδή ως άσκηση της εξουσίας και «διαχείριση» της κυριαρχίας από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ αδυνατεί να προκαλέσει την όποια ανάπτυξη και εκδίπλωση συγκρουσιακών καταστάσεων όπως αυτές υπήρχαν στο παρελθόν, μετατρεπόμενη σε διαχειριστικό μηχανισμό συναλλαγών μεταξύ εκπροσώπων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ποικίλων εταιρειών και επιχειρήσεων.  Η Δημοκρατία της Αγοράς , επιβάλλοντας τους κανόνες του παιχνιδιού στον τρόπο της υλικής παραγωγής , καθιστά τους εκπροσώπους της δυτικότροπης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας , στη μεγάλη τους πλειοψηφία , απλούς διεκπεραιωτές, επ ‘αμοιβή  ,των βουλήσεων των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των οικονομικών συμφερόντων τους. 
Αυτό που συνέβη τα τελευταία είκοσι χρόνια σε ολόκληρη τη Δύση και συνεπώς στην Ελλάδα είναι η μετάλαξη της πολιτικής δράσης σε εργαλείο εξυπηρέτησης κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων υπερεθνικών επιχειρήσεων και ισχυρότατων ομάδων πελατειακών διασυνδέσεων. Εντός του πλαισίου αυτού γίνεται απολύτως κατανοητό το ότι τα δύο ελληνικά κόμματα εξουσίας δεν θέλουν και δεν μπορούν να παράγουν πολιτική. Βρίσκονται απολύτως ενσωματωμένα στη λογική της διαχείρισης και της διαπλοκής. Παράλληλα   έχοντας  «καρτελοποιήση» την πολιτική , μπλοκάρουν με τη βοήθεια των ΜΜΕ και άλλων χειραγωγητικών μηχανισμών οποιαδήποτε δυνητική διέξοδο του πολιτικού συστήματος , αναπαράγοντας  διαρκώς τις συνθήκες αναπαραγωγής του. Τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν αλωθεί σε απόλυτο βαθμό από θεσμοποιημένες ή άτυπες ομάδες συμφερόντων. Η εκλογική επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος αποτελεί αυτοσκοπό που αφορά μόνο στην υλική αποκατάσταση  ολίγων εκατοντάδων στελεχών τα οποία θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση των εντολών των οικονομικών ελίτ.  Έχοντας απωλέσει την ικανότητά τους να προασπίζουν συλλογικά αιτήματα μεταλλάχθηκαν σε οργανισμούς προσοδοφόρων οικονομικών επιχειρήσεων. Δημιουργώντας «θεατρικότητα στην επικοινωνία» [2], αναπτύσσουν μια ακατάσχετη ρητορεία που επί της ουσίας πάντοτε ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που συμβαίνουν ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν.[3] 
Καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού στα μέτρα τους διαπληκτιζόμενα «θεατρικά» για ζητήματα που αυτά έχουν επιλέξει και προτείνουν «λύσεις» το ένα έναντι του άλλου, που ουσιαστικά διαφοροποιούνται στο «φαίνεσθαι»  και καθόλου στην ουσία. Αδιαφορούν παντελώς για το τι πραγματικά χρειάζεται ο τόπος , αντιμαχόμενα ρητορικά για παραλήψεις του ενός ή του άλλου όταν ήταν στην κυβέρνηση. Αδυνατούν να χαράξουν εθνική στρατηγική και με βάση αυτήν να αντιμετωπίσουν κρίσεις χαμηλής ή υψηλής έντασης[4]. Στελεχώνονται από πρόσωπα  δίχως κοινωνική καταξίωση δεδομένου ότι η απόλυτη πλειοψηφία τους αποτελείται από άτομα χωρίς στοιχειώδη εργασιακή εμπειρία  γαλουχημένα στα κομματικά θερμοκήπια όπου ανθούν μόνον οι δολοπλοκίες και οι βυζαντινισμοί. Η έννοια της πολιτικής συρρικνώνεται στο πως θα εξασφαλίσουν την εκλογή τους ή το προσωπικό τους συμφέρον.
Η συντελεσθείσα αποδόμηση του πόλου της λαϊκής υποκειμενικότητας συμπαρασύρει  στην αποσύνθεση τις όποιες πολιτικές προτάσεις έχουν μέχρι σήμερα δει το φως της δημοσιότητας. Η κατάργηση του δημόσιου χώρου και ο ευτελισμός του καθετί που απλά αναφέρεται ως δημόσιο συμπαρασύρει ένα δικαιϊκό και πολιτικό πολιτισμό που παρά τις ελλείψεις και τα προβλήματά του αποτελούσε ένα πρόχωμα στη κατακλυσμιαία επίθεση του αδηφάγου κεφαλαίου. Μόνο η ανασύνθεση της λαϊκής υποκειμενικότητας  στον ελληνικό χώρο μπορεί να αποτελέσει την προϋπόθεση για μια καινούργια πορεία. Αυτό μπορεί να  γίνει μόνο αν τα προβλήματα του αντιμετωπισθούν ως προβλήματα που γεννιούνται από τον ύστερο πολυεθνικό διεθνοποιημένο καπιταλισμό. Στην ουσία χρειάζεται να αντιμετωπίσει τα οικονομικά , κοινωνικά , πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα που γεννά  η μετανεωτερικότητα και το εκτεχνικευμένο , εμπορευματοποιημένο σύμπαν του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι η ανασύνθεση του λαϊκού πόλου μπορεί να γίνει μόνο σε μία αριστερή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και με πρωτοβουλίες που οδηγούν σε όξυνση τις αντιθέσεις του υπάρχοντος καθεστώτος. Όλες οι άλλες προσπάθειες είναι φανερό ότι καταλήγουν σε αδιέξοδη ενσωμάτωση με τις βουλήσεις των φορέων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας. Δηλαδή με τις βουλήσεις της μονοκράτηρας , ΗΠΑ  και των πολυεθνικών επιχειρήσεων που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους φορείς  της παγκοσμιοποίησης.
ΚΩΣΤΑΣ  ΜΕΛΑΣ       ΑΘΗΝΑ   08-06-2006.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (MONTHLY REVIEW).

 

[1] F. Jameson Το Μεταμοντέρνο. Νεφέλη 1999.
[2] Γ. Ντεμπόρ ,  Η Κοινωνία του Θεάματος . Διεθνής Βιβλιοθήκη 2000.
[3] Λ. Κάνφορα , Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας. Μεταίχμιο 2005.
[4] Π. Κονδύλης , Επίμετρο στην Ελληνική Έκδοση του Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Θεμέλιο 1992.