Η Χρηματοδότηση της Οικονομίας το 2010. Οι αναμενόμενες εξελίξεις στο 2011.

Η   Χρηματοδότηση της Οικονομίας το 2010. Οι αναμενόμενες εξελίξεις στο 2011.
Οι συνεχείς εξαγγελίες της Κυβέρνησης (ειδικά μέσω των Υπουργών Ανάπτυξης που υποτίθεται ότι έχουν τη σχετική αρμοδιότητα) για την επικείμενη αύξηση της ρευστότητας της οικονομίας μέσω της τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης αλλά και όλων των άλλων μέσων που δημιουργούν  κατά καιρούς οι κυβερνήσεις (ΤΕΜΠΜΕ ,ΕΤΕΑΝ) έχουν αποδειχθεί   υπέρμετρες πομφόλυγες. Είναι εύκολο  και ασφαλώς λιγότερο επικίνδυνο να αποδώσουμε  όλες αυτές τις πομφόλυγες σε επικοινωνιακή διάθεση για χειραγώγηση  της κοινής γνώμης από το να τις  αποδώσουμε σε έλλειψη γνώσης ή σωστότερα σε  έλλειψη  αίσθησης της ιστορικής πραγματικότητας και των θεωρητικών προταγμάτων που επιχειρούν να την εξηγήσουν και να την μεταβάλλουν προς το «κοινό συμφέρον».
Συγκεκριμένα έχουμε τα ακόλουθα :
Κατά το 2010 και ειδικά κατά το δεύτερο εξάμηνο, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου του υπολοίπου της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας (το υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τη Γενική Κυβέρνηση και τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα υπολογίζεται ως το άθροισμα των υπολοίπων σχετικών δανείων , των χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου και των εταιρικών ομολόγων που διακρατούν οι τράπεζες συν το υπόλοιπο των τιτλοποιημένων δανείων και των εταιρικών ομολόγων), από τα εγχώρια Νομισματικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ) επιβραδύνθηκε σε 5,5% το Δεκέμβριο του 2010 από 6,6% στο τέλος του Δεκεμβρίου 2009 .
Έχει ενδιαφέρον να ειπωθεί σε τι συνίσταται αυτή ο  έστω και επιβραδυνόμενος ετήσιος ρυθμός ανόδου :
          Αύξηση παρουσίασε μόνον η χρηματοδότηση προς τη Γενική Κυβέρνηση . Πρόκειται δηλαδή για αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου . Το Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα διακρατεί το 2010 ομόλογα του ελληνικού δημοσίου κατά 11,2 δις ευρώ ή σε ποσοστό 33,3% περισσότερο από το έτος 2009. Η συνολική αξία του εν λόγω χαρτοφυλακίου  ανήλθε στο τέλος του Δεκεμβρίου 2010 στο ύψος των 44,8 δις ευρώ. 
          Η σωρευτική καθαρή ροή προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα ,το τέλος του 2010, διαμορφώθηκε σε -0,5 δις ευρώ έναντι θετικής ροής 10,3 δις ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2009. Αναλυτικά:
          Συνολική χρηματοδότηση Ιδιωτικού Τομέα  :  -0,2 % (σε σχέση με το 2009).
          Χρηματοδότηση επιχειρήσεων                         : +1,0 %.  
          Χρηματοδότηση ελευθέρων επαγγελματιών,
αγροτών και ατομικών επιχειρήσεων              :  -0,8%
Χρηματοδότηση Ιδιωτών                                    : -1,4 %.
Η παρατηρούμενη επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα το 2010 οφείλεται σε παράγοντες προσφοράς και ζήτησης όπως είναι αναμενόμενο. Εκτιμάται ότι στην τρέχουσα συγκυρία μεγαλύτερη επίδραση έχουν οι παράγοντες που οδηγούν σε συγκράτηση της προσφοράς , ιδίως η συνεχιζόμενη άνοδος των επισφαλών δανείων και οι περιορισμοί στην εξωτερική  χρηματοδότηση των τραπεζών. (Ενδεικτικά , ο λόγος δανείων προς καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα στα ΝΧΙ αυξήθηκε σημαντικά σε 123,1% το Δεκέμβριο του 2010, από 106,5% το Δεκέμβριο του 2009 , κυρίως λόγω της μείωσης τω καταθέσεων). Επίσης επηρέασαν τη μείωση της προσφοράς , οι δευτερογενείς επιπτώσεις της ύφεσης, ο κίνδυνος μείωσης της αξίας των επιχειρήσεων. Από τη μεριά της ζήτησης οι λόγοι είναι λίγο πολύ γνωστοί μέσα στο υφιστάμενο υφεσιακό περιβάλλον . Μείωση επενδύσεων, αύξηση επιτοκίων , ο κίνδυνος μείωσης της αξίας των εξασφαλίσεων και οι δυσμενείς προοπτικές των επιχειρήσεων και των κλάδων στους οποίους αυτές ανήκουν κτλ.[1]
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο είναι οι προβλέψεις της Τραπέζης της Ελλάδος για τις εξελίξεις το 2011. Σύμφωνα με τις προβλέψεις η χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα αναμένεται να σημειώσει μηδενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής .  Συνεπώς φαίνεται να αποτελούν πομφόλυγες πρώτου μεγέθους οι μεγαλόστομες εξαγγελίες της κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργού ανάπτυξης. Αν όμως η χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας δεν αυξηθεί πως θα έλθει η πολυπόθητη μεγέθυνση της οικονομίας. Απλά θα αργήσει περαιτέρω με αποτέλεσμα την χειροτέρευση όλων των μακροοικονομικών μεγεθών που έχουν ως βάση αναφοράς το ΑΕΠ. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο φαινόμενο: η δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα , συνολικά αυξήθηκε το Σεπτέμβριο του 2010 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2009 , σε 59,8% του ΑΕΠ από 52,8% του ΑΕΠ , λόγω της μείωσης του ΑΕΠ και όχι λόγω αύξησης των δανείων.
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της ΤτΕ [2]
Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της συνολικής χρηματοδότησης του εγχώριου ιδιωτικού τομέα σημείωσε οριακή περαιτέρω επιβράδυνση το Φεβρουάριο του 2011 και διαμορφώθηκε σε -0,3%, από -0,2% τον Ιανουάριο του 2011 και 0,0% το Δεκέμβριο του 2010. Συνολικά η χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα παρουσίασε θετική καθαρή ροή 122 εκατ. ευρώ.
Χρηματοδότηση των επιχειρήσεων
Η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις παρουσίασε το Φεβρουάριο του 2011 θετική καθαρή ροή 278 εκατ. ευρώ (Φεβρουάριος 2010: θετική καθαρή ροή 458 εκατ. ευρώ) και ο ετήσιος ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης διαμορφώθηκε σε 0,9% (Ιανουάριος 2011: 1,0%, Δεκέμβριος 2010: 1,1%).
Χρηματοδότηση των ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών και ατομικών επιχειρήσεων
Η καθαρή ροή των δανείων προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις ήταν οριακά αρνητική κατά 16 εκατ. ευρώ τον επισκοπούμενο μήνα και ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής των δανείων αυτών μειώθηκε σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (Φεβρουάριος 2011: 0,0%, Ιανουάριος 2011: 0,2%).
Χρηματοδότηση των ιδιωτών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων
Αρνητική κατά 140 εκατ. ευρώ ήταν η καθαρή ροή χρηματοδότησης προς τους ιδιώτες και τα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα το Φεβρουάριο του 2011, έναντι θετικής καθαρής ροής 117 εκατ. ευρώ το Φεβρουάριο του 2010. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης προς τους ιδιώτες και τα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα να σημειώσει μικρή περαιτέρω μείωση (Φεβρουάριος 2011: -1,6%, Ιανουάριος 2011: -1,4%, Δεκέμβριος 2010: -1,3%).
Η χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας προϋποθέτει θετικές προσδοκίες αναφορικά με τις επενδύσεις αλλά και την ροπή προς κατανάλωση. Είναι οι θετικές προσδοκίες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις επένδυσης και όχι το αντίθετο όπως λανθασμένα διακηρύττουν οι οπαδοί της νεοκλασικής σχολής. Πως θα δημιουργηθούν θετικές προσδοκίες σε μια οικονομία σε βαθειά ύφεση που έχει ανάγκη λόγω των πολλαπλών προβλημάτων της γρήγορη μεγέθυνση ως μοναδική απάντηση στα πολλαπλά αυτά προβλήματα της ; Ποιός θα αποδεχτεί το ρόλο της λοκομοτίβας της μεγεθυντικής διαδικασίας στην ελληνική οικονομία ; Το σίγουρο είναι ότι το ρόλο δεν μπορεί να τον αναλάβει κανένας ιδιώτης επενδυτής. Άλλωστε, αν το ήθελε  θα τον είχε ήδη αναλάβει.
Παράλληλα επιτέλους θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η χρηματοδότηση της οικονομίας περνάει ολοκληρωτικά , με τη σημερινή διάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος , από το  τραπεζικό σύστημα.  Μεγέθυνση της οικονομίας χωρίς την ενεργή συμμετοχών των τραπεζών είναι αδύνατη.
Ο θεσμικός ρόλος των τραπεζών είναι να χρηματοδοτούν την οικονομία αλλά αυτόν τον θεσμικό ρόλο οι τράπεζες δεν μπορούν  να επιτελέσουν.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το  ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ολόκληρη  την 10ετία του 2000 πρωτοστάτησαν (με το αζημίωτο) στην   χρηματοδότηση  των επιχειρήσεων  αλλά πρωτίστως στην κατανάλωση των νοικοκυριών.  Η συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας  περνούσε μέσα από το τραπεζικό σύστημα.
Η 10ετία του 2000 της ραγδαίας μεγέθυνσης του ΑΕΠ  στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην συνεχή επεκτεινόμενη πιστωτική επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. (Δες Πίνακα.1).
Πίνακας 1
Καταθέσεις και Δάνεια προς τις εγχώριες επιχειρήσεις και νοικοκυριά από εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα.(σε εκατομμύρια ευρώ).
                          
                         
Επιχειρήσεις
Νοικοκυριά
Σύνολο
Καταθέσεις
Υπόλοιπα 31.12.2001
47679  /67,0%
23504 /33,0%
71183 / 100,0%
113823
Υπόλοιπα 31.12.2005
71283/52,0%
65698/48,0%
136981
154245
Υπόλοιπα 31.12.2010
139305/54,2%
117823/45,8%
257127
211470
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος.
Είναι σημαντικό να μεταφέρουμε στην παρούσα εργασία τι αναφέραμε σε άρθρο μας τον Ιούλιο του 2005[3]:
«Η ελληνική κοινωνία προσαρμόστηκε με γρήγορους ρυθμούς στη νέα πραγματικότητα η οποία αποτέλεσε τμήμα του «εκσυγχρονιστικού προγράμματος» των κυβερνήσεων Σημίτη. Ο δανεισμός των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων αλλά και του κράτους αποτελεί τον μοναδικό δείκτη της ελληνικής οικονομίας που ακολουθεί ακάθεκτη ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Αν για τις επιχειρήσεις και το ελληνικό δημόσιο η συμπεριφορά αυτή δεν αποτελεί καινοτομία , πρόκειται κυριολεκτικά για επανάσταση στη συμπεριφορά των νοικοκυριών.  Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ,περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μετέθεσαν το κέντρο βάρους της πιστωτικής δραστηριότητας από τις επιχειρήσεις στα νοικοκυριά (λιανική τραπεζική), ο δανεισμός των τελευταίων  έγινε κανόνας ζωής ή  το όχημα    για την επίτευξη  ενός καλύτερου επιπέδου ζωής. Βεβαίως αυτό γίνεται προεξοφλώντας τα μελλοντικά εισοδήματα , τα οποία όμως είναι εντελώς αβέβαιο αν θα υπάρξουν στο μέλλον. Το γεγονός αυτό αποτελεί το βασικό πρόβλημα στην αλόγιστη επέκταση της πίστωσης.  Στην παραπάνω εξέλιξη καθοριστικά συνέβαλε η απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης ,στο πλαίσιο της ενοποίησης των αγορών χρήματος και κεφαλαίου των χωρών της Ε.Ε. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύονται στο έπακρον τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία βομβαρδίζουν στην κυριολεξία τα νοικοκυριά με συνεχώς «νέα» προϊόντα αποσκοπώντας σε μεγιστοποίηση των κερδών τους. Το 2000 κυκλοφορούσαν περίπου 70 πιστωτικές κάρτες στην ελληνική αγορά. Σήμερα κυκλοφορούν πάνω από 200.Το 2001 τα καταστήματα που δέχονταν να πληρωθούν μέσω πιστωτικών καρτών με δόσεις ήταν διακόσιες χιλιάδες. Σήμερα ξεπερνούν τις εξακόσιες πενήντα χιλιάδες. Από το 2000 έως το τέλος Δεκεμβρίου 2004 ο δανεισμός ,μέσω πιστωτικών καρτών, προσωπικών και καταναλωτικών δανείων έχει αυξηθεί κατά 545%, από 5511,4 σε 35563 εκατομμύρια ευρώ.(Τράπεζα της Ελλάδος : Έκθεση του Διοικητή ,2005) Αν σ’ αυτά προστεθούν και 33127,0 εκατομμύρια ευρώ οφειλές από στεγαστικά δάνεια ,ο συνολικός δανεισμός των ελληνικών νοικοκυριών φθάνει στο ύψος των 69 εκατομμυρίων ευρώ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 τα χρέη των νοικοκυριών αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 33,2%. Το συνολικό χρέος ανά νοικοκυριό σημείωσε ταχεία αύξηση τα τελευταία χρόνια και από 3360 ευρώ το 1999 (13,5% του διαθεσίμου εισοδήματος ) έφθασε στα 12750 ευρώ το 2004(44,4%του διαθεσίμου εισοδήματος). Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ (Γενική Διεύθυνση Καταναλωτή),η Ελλάδα αντιμετωπίζει την τρίτη υψηλότερη υπερχρέωση νοικοκυριών. Το 24% των Ελλήνων δηλώνει υπερχρεωμένο έναντι του 16% ,κατά μέσο όρο των χωρών της ΕΕ –15. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν στο τέλος του 2004 το 31,8% ,έναντι 55,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ΕΕ-15.  Το τελευταίο αυτό στοιχείο χρησιμοποιείται από τις εμπορικές τράπεζες ως επιχείρημα υπέρ της περαιτέρω αύξησης του τραπεζικού δανεισμού των ελληνικών νοικοκυριών. Θα πρέπει λοιπόν να σημειωθεί ότι το συνολικό ποσοστό δανεισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν αντανακλά την αλήθεια αν δεν συμπεριληφθεί η κατανομή των εισοδηματικών μεριδίων αυτών που δανείζονται. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στην Ευρώπη ο δανεισμός καλύπτει όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου κατά βάση δανείζονται τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.
Η χρηματοοικονομική κατάσταση ενός νοικοκυριού δεν μπορεί να αξιολογηθεί με την χρήση συνολικών στατιστικών στοιχείων. Μόνο στοιχεία σε επίπεδο νοικοκυριού μπορούν να μας αποκαλύψουν την χρηματοπιστωτική πίεση που πραγματικά υφίσταται. Ειδικότερα μπορούν να δείξουν των αριθμό των νοικοκυριών που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Σύμφωνα  με τα αποτελέσματα δειγματοληπτικής έρευνας της Τραπέζης της Ελλάδος[4]  το 51,6% των νοικοκυριών που απάντησαν στην έρευνα, δεν έχουν κανένα είδος δανείου από το τραπεζικό σύστημα. Το υπόλοιπο 48,4% έχει οφειλές προς τις Τράπεζες που ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 14.850 ευρώ. Αυτό αντιστοιχεί σε μέσο υπόλοιπο 7.200 ευρώ για το σύνολο του  πληθυσμού του δείγματος. Η πλέον διαδεδομένη μορφή δανεισμού είναι μέσω των πιστωτικών καρτών , καθώς το 53,1% των νοικοκυριών έχει δανειστεί με τον τρόπο αυτό ,με μέσο υπόλοιπο 1702 ευρώ.
Η δεύτερη πλέον διαδεδομένη μορφή δανεισμού είναι τα στεγαστικά δάνεια, το 37,2% των νοικοκυριών έχουν λάβει κάποιας μορφής στεγαστικό δάνειο , με μέσο υπόλοιπο  29.557 ευρώ. Ακολουθούν τα καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια , 29,4% των νοικοκυριών με μέσο υπόλοιπο 2.979 ευρώ και τα δάνεια για αγορά αυτοκινήτου , 20,9 % των νοικοκυριών με μέσο υπόλοιπο 5815 ευρώ. Η κατανομή του χρέους ανά εισοδηματικά μερίδια δείχνει ότι : το 23,6% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα μέχρι 7500 ευρώ έχει κάποια χρέος ,το ποσοστό φθάνει στο 39,5 για τα νοικοκυριά του δεύτερου εισοδηματικού κλιμακίου , από 7500-15000 ευρώ, ανέρχεται  σε 61,1% για τα νοικοκυριά του τρίτου εισοδηματικού κλιμακίου , 15000-30000 ευρώ, και αυξάνει περαιτέρω για τα εισοδήματα πάνω από 30000 ευρώ στο76,5%. Η θετική συσχέτιση που παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας , είναι σύμφωνα με την οικονομική λογική ,αλλά δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσουν διότι σε απόλυτους αριθμούς τα ελληνικά νοικοκυριά ανήκουν στις δύο πρώτες κατηγορίες των εισοδηματικών κλιμακίων.
Σημαντικό στοιχείο της έρευνας είναι η ανάλυση του λόγου εξυπηρέτησης χρέους των νοικοκυριών[5]: έτσι  για τα μισά νοικοκυριά του δείγματος η μηνιαία δόση εξυπηρέτησης του χρέους απορροφά το 17% του μηνιαίου εισοδήματος.  Για το 77,4% των νοικοκυριών το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι κάτω από το 1/3 του μηνιαίου εισοδήματος των. Όμως για το 10% των νοικοκυριών το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους είναι πάνω από το μισό του εισοδήματός τους και για το 2,6% των νοικοκυριών το κόστος εξυπηρέτησης είναι πάνω από το μηνιαίο εισόδημά τους. 
Σήμερα σημαντικός αριθμός των νοικοκυριών δανείζονται για να αγοράσουν σπίτια, να αποκτήσουν καλύτερα αυτοκίνητα , να προμηθεύονται διάφορα άλλα καταναλωτικά αγαθά όπως διακοπές και ταξίδια στο εξωτερικό , αναζητώντας στην παραμυθία του δανεισμού την ψευδαίσθηση μιας ανύπαρκτης ευμάρειας.  Παράλληλα όλο και μεγαλύτερος αριθμός νοικοκυριών δανείζονται για να καλύψουν βασικές τους ανάγκες δεδομένου ότι αδυνατούν να ανταποκριθούν σ’αυτό μόνο με το διαθέσιμο εισόδημα τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας)  χρεωμένο με δάνεια που χρησιμοποιήθηκαν για την προμήθεια καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών είναι το 45,28% των μη-φτωχών Ελλήνων και το 4,14% των φτωχών Ελλήνων.[6] Στην Ελλάδα υπάρχει  το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φτώχειας ,20,0% στην Ευρώπη. Πρώτη κατατάσσεται, η κατά τα άλλα ευημερούσα, Ιρλανδία με 21,0%. Το 15,68% δεν έχει δανειοληψίες με το χρηματοπιστωτικό σύστημα διότι απλούστατα δεν έχει πιστοληπτική ικανότητα λόγω χαμηλών εισοδημάτων για κάτι τέτοιο .Το 6,0% των δανειζομένων Ελλήνων αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις ληξιπρόθεσμες τραπεζικές του υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να οδηγείται σε πλειστηριασμό της περιουσίας του. Το ποσοστό αυτό παρουσιάζει  συνεχώς αυξητικό ρυθμό. Αυτή η ραγδαία αυξανόμενη προεξόφληση μελλοντικών εισοδημάτων ,τα οποία όπως προείπαμε είναι αβέβαια , δημιουργούν μεγάλους κινδύνους για το μέλλον. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η οικονομική ευημερία ενός νοικοκυριού, μιας χώρας δεν μπορεί να στηρίζεται στα γυάλινα πόδια ενός συνεχώς διευρυνόμενου δανεισμού. Οι σειρήνες της καταναλωτικής κοινωνίας , πάντοτε θα ηχούν διαφημίζοντας κάθε λογής επίγειους παραδείσους. Στα χέρια μιας ευνομούμενης και δημοκρατικής πολιτείας υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα να καθορίσει εκείνους τους κανόνες του παιχνιδιού που θα αποτρέπουν την χειραγώγηση των πολιτών από κάθε τέτοιας λογής κελεύσματα».
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε με εντονότερους  ρυθμούς για όλη την περίοδο μέχρι και το 2009.
Από το τέλος του 2009 αλλά κυρίως από το  2010 και το 2011 λόγω της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας των τραπεζών να δανεισθούν από τις χρηματοπιστωτικές  αγορές,  οι ελληνικές τράπεζες είναι σχεδόν απούσες από την στήριξη της πραγματικής οικονομίας αλλά και της σημαντικής χρηματοδότησης της υπέρμετρης ιδιωτικής αλλά και δημόσιας  καταναλωτικής δαπάνης[7] .
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τραπέζης της Ελλάδος [8]η κατάσταση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού περιγράφεται ως ακολούθως :
«Την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου  2010 παρατηρήθηκε εκ νέου υποχώρηση της κερδοφορίας και της αποδοτικότητας των ελληνικών εμπορικών τραπεζών και ομίλων, επιδείνωση στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και σημαντική πίεση στη ρευστότητά τους. Αντίθετα, σε σχετικά υψηλό επίπεδο
παρέμεινε η κεφαλαιακή τους επάρκεια, αν και μειώθηκε ελαφρά σε σύγκριση με το τέλος
του 2009. Η σημαντική επιδείνωση ―λόγω του αντίξοου μακροοικονομικού περιβάλλοντος― της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών αναπόφευκτα επηρέασε δυσμενώς την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Αύξηση παρατηρήθηκε στο λόγο των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων (Σεπτέμβριος 2010: 10%, Δεκέμβριος 2009: 7,7% ), και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό σε σύγκριση με το τέλος του α’ εξαμήνου 2010.
Ιδιαίτερες πιέσεις δέχθηκε η ρευστότητα, καθώς κατά την υπό εξέταση περίοδο οι ελληνικές τράπεζες ήταν αποκλεισμένες από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
 Η εξέλιξη αυτή ήταν συνέπεια των συνεχών υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της
Ελλάδος, που αναπόφευκτα συμπαρέσυραν και τις αξιολογήσεις των τραπεζών. Την ίδια
περίοδο, επιπρόσθετες πιέσεις στη ρευστότητα άσκησε η σταδιακή εκροή καταθέσεων,
η οποία μάλιστα συνεχίστηκε μέχρι και τα τέλη του 2010 αλλά και τους πρώτους μήνες του 2011. Ικανοποιητική παραμένει η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών και των
ομίλων τους, η οποία εμφάνισε μάλιστα μικρή βελτίωση έναντι του πρώτου εξαμήνου του
2010 και οριακή μόνο μείωση σε σύγκριση με το τέλος του 2009 . Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2010, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΔΚΕ) και ο Δείκτης Βασικών Κεφαλαίων (ΔΒΚ) διαμορφώθηκαν για τις τράπεζες σε 12,8% και 11,2% αντίστοιχα, ενώ για τους τραπεζικούς ομίλους σε 11,4% και 10,1% αντίστοιχα».
Η απλή απεικόνιση της κατάστασης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν δείχνει σε ποιους παράγοντες και σε ποια συγκεκριμένα μέτρα οφείλεται  αυτή την απεικόνιση.  Συγκεκριμένα μπορούν να ειπωθούν τα ακόλουθα   :
Σχετικά με την Φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος και την συμφωνία με τους εποπτικούς σκοπούς της Βασιλείας ΙΙ το τραπεζικό σύστημα έχει δεχθεί ενισχύσεις από το Ελληνικό Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3723/2008 για την κεφαλαιακή του επάρκεια ποσού ύψους 3.768.585.000 ευρώ μέσω της αγοράς προνομιούχων μετοχών (Δες Πίνακα 2).
Πίνακας 2
Ενισχύσεις της Κεφαλαιακής Επάρκειας των Ελληνικών Τραπεζών
από το Ελληνικό Δημόσιο.
Πιστωτικό Ίδρυμα
Προνομιούχες Μετοχές (ευρώ).
Ως % των Ιδίων Κεφαλαίων.
Τράπεζα Πειραιώς
370000000
18,74
Attica Bank
100200000
18,70
ΑΤΕ
675000000
37,40
Alpha Bank
940000000
21,21
Proton Bank
80000000
22,10
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο
224960000
EFG Eurobank
950125000
18,60
ΕΤΕ
350000000
10,32
FBB
50000000
Πανελλήνια Τράπεζα
28300000
Πηγή: Κρατικός Προϋπολογισμός  2011– Εισηγητική Έκθεση. Ετήσιες Οικονομικές Εκθέσεις των Εμπορικών Τραπεζών . Υπολογισμοί του Συγγραφέα. 
Σύμφωνα με το τρέχον νομικό και εποπτικό πλαίσιο, οι εκδοθείσες προνομιακές  μετοχές περιλαμβάνονται για εποπτικούς σκοπούς στα Tier I κεφάλαια. Επομένως τα κεφάλαια αυτά συνέβαλαν στην ενδυνάμωση της κεφαλαιακής επάρκειας του τραπεζικού συστήματος[9] της χώρας και μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ουσιαστικά στη διάσωση του. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ελληνικό δημόσιο επέλεξε να μην εμπλακεί στη διοίκηση των τραπεζών , κάτι που θα μπορούσε να πράξει νομοθετώντας  στη θέση  των προνομιούχων αγορών να αποκτήσει   κοινές μετοχές
Σχετικά με τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος  θα πρέπει να ειπωθεί ότι αυτή στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά  , τα τελευταία δύο έτη, στη βοήθεια του ελληνικού δημοσίου και στην αλλαγή που επιβλήθηκε από ανάγκη στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ με την χρησιμοποίηση των λεγόμενων «μη συμβατικών μέσων άσκησης της νομισματικής πολιτικής».[10]  
Είναι γνωστό ότι το Ελληνικό δημόσιο εκτός από την αγορά προνομιούχων μετοχών,:
α)  έχει εκδώσει τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου διάρκειας έως τρία έτη μέχρι συνολικού ύψους 8 δισεκατομμυρίων ευρώ και να τους διαθέτει απευθείας στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, και εφόσον καλύπτουν το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος, έναντι σχετικής προμήθειας που καταβάλλουν τα εν λόγω ιδρύματα και επαρκών, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, εξασφαλίσεων. Για τη διάθεση των τίτλων συνάπτονται διμερείς συμβάσεις, στη λήξη των οποίων οι τίτλοι επιστρέφονται και ακυρώνονται. Η διαδικασία διενέργειας της διάθεσης των τίτλων και οι όροι έκδοσης καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
β)  έχει χορηγήσει  εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, μέχρι του συνολικού ποσού των 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, προς τα πιστωτικά ιδρύματα (Ν.3723/2008) , ακόμα 15 δις ευρώ εγγύηση (Άρθρο 4/Ν.3845/Μάιος 2010) και επιπλέον 25 δις ευρώ (άρθρο 7/Ν.3872/ Σεπτέμβριος 2010) . Επίσης έλαβε απόφαση κατά τη διάρκεια του Υπουργικού Συμβουλίου ( 23.03.2011) για χορήγηση νέων εγγυήσεων ύψους 30 δις ευρώ. Συνολικά το ύψος των εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά την νέα  προγραμματισμένη αύξηση ,  ανέρχεται σε 85 δις ευρώ. Στον Πίνακα  3 εμφανίζονται τα σχετικά στοιχεία.

 

Πίνακας 3
Ενισχύσεις Ελληνικών Τραπεζών σύμφωνα με τον Ν3723/2008 .
Τράπεζες
Β’ Πυλώνας
Γ’ Πυλώνας
Εθνική
0,787
12,873
Alfa
1,600
09,500
Eurobank
1,737
13,600
Πειραιώς
1,300
08,200
Αγροτική
0,684
ΤΤ
Attica
Proton
Πηγή : Οικονομικές Καταστάσεις των Τραπεζών για την περίοδο 01.01.2010 – 31.12.2010.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία τα ποσά που  έχουν δανεισθεί  οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ(παρεχόμενη ρευστότητα εντός του 2010) ανέρχονται σε 97,5 δις ευρώ και έναντι αυτών είχαν καταθέσει  ενέχυρα ύψους  162 δις ευρώ.[11]. Στον Πίνακα 4 εμφανίζεται ο δανεισμός ανά τράπεζα .
Πίνακας 4
Ρευστότητα από ΕΚΤ. Ποσά σε δις ευρώ
Τράπεζες
31.12.2010
Φεβρουάριος  2011
Εθνική
23,0
18,6
Alfa
14,2
13,6
Eurobank
20,3
20,0
Πειραιώς
14,0
17,2
Αγροτική
7,9
ΤΤ
2,5
Proton
1,2
Κύπρου
2,8
2,8
Marfin
7,5
7,0
Λοιπές
4,1
Σύνολο
97,5
 Πηγή : Οικονομικές Καταστάσεις των Τραπεζών για την περίοδο 01.01.2010 – 31.12.2010.
Ο δανεισμός εντός του 2010,  του συνόλου των Ελληνικών Τραπεζών αυξήθηκε κατά 131,2%. Η αύξηση του δανεισμού των Ελληνικών Τραπεζών  από την ΕΚΤ στη χρήση 2010 αντικατοπτρίζει την επιδείνωση της ελληνικής αγοράς ρευστότητας, που οφείλεται στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής  διαβαθμίσεως του Ελληνικού Δημοσίου.
Εκτός από την χρησιμοποίηση των χρεογράφων του δημοσίου με σκοπό την απόκτηση ρευστότητας το ελληνικό τραπεζικό σύστημα  προκειμένου να αντεπεξέλθει στο δυσμενές περιβάλλον, αναδόμησε  τις  ήδη υπάρχουσες  τιτλοποιήσεις  του , εξέδωσε απευθείας καλυμμένες ομολογίες και τιτλοποίησε μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου του. Ενώ οι τιτλοποήσεις στοιχείων του ενεργητικού είναι γνωστές ως χρηματοοικονομικό εργαλείο και έχουν χρησιμοποιηθεί σχεδόν από το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ως μέσον απόκτησης ρευστότητας το τελευταίο χρηματοπιστωτικό εργαλείο που έχει αρχίσει και χρησιμοποιείται ευρέως από τις ελληνικές τράπεζες είναι οι καλυμμένες ομολογίες[12].   
Οι ελληνικές τράπεζες στο σημείο αυτό φαίνεται να ακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις , όπου η αυξανόμενη χρήση καλυμμένων ομολογιών για τη χρηματοδότηση των τραπεζών είναι μια  τάση στη σημερινή συγκυρία  που αναμένεται να συνεχιστεί,  καθώς σε αυτό συμβάλλουν τόσο η αποστροφή των επενδυτών απέναντι στο ρίσκο που παρατηρείται αυτήν την εποχή όσο και ρυθμιστικοί λόγοι.[13] Παρ’ όλα αυτά, η Fitch δεν θεωρεί ότι η υπερβολική εξάρτηση από τις καλυμμένες ομολογίες αποτελεί παράγοντα κινδύνου για όλους τους τραπεζικούς ομίλους. Αυτό βεβαίως δεν μπορεί κανείς να το αποδεχθεί εύκολα με δεδομένη την ιστορική εμπειρία των σύγχρονων χρηματοπιστωτικών κρίσεων των αναπτυγμένων χωρών[14]. Σύμφωνα με όσα ο διεθνής οίκος αξιολόγησης επισημαίνει, αν και ένας μικρός αριθμός χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κάνει ήδη σημαντική χρήση αυτού του τρόπου χρηματοδότησης, η ανάπτυξη του συγκεκριμένου τρόπου χρηματοδότησης αναμένεται να προέλθει από νέες αγορές ή από εκδότες που σήμερα έχουν μικρό όγκο καλυμμένων ομολογιών σε κυκλοφορία. Σύμφωνα με έρευνα που έκανε η Fitch, για καλυμμένες ομολογίας αξίας περίπου 2,3 τρισ. ευρώ, ο συγκεκριμένος τύπος χρέους αντιπροσώπευε κατά μέσον όρο το 12,2% του ισολογισμού του ομίλου-εκδότη.[15]

Στην Ελλάδα έχουν προχωρήσει στην έκδοση καλυμμένων ομολόγων  τουλάχιστον οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες : Εθνική (25,0δις ευρώ)  Alpha Bank, Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς.
Με την χρησιμοποίηση αυτών των μηχανισμών οι ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα αποκτήσει από την ΕΚΤ ρευστότητα που αγγίζει το ύψος των 98,0 δις ευρώ.
Η εξάρτηση επομένως από την ΕΚΤ είναι σχεδόν απόλυτη.

Οι καταθέσεις μειώθηκαν στα 204 δις ευρώ και όλες οι ενδείξεις ότι η πτωτική τάση θα συνεχισθεί το 2011 έστω και με επιβραδυνόμενους ρυθμούς. Οι τράπεζες έχουν χάσει 34 δις ευρώ καταθέσεις από τις αρχές του 2010 που αποτελεί ρεκόρ όλων των εποχών για το τραπεζικό σύστημα.
Οι προβλέψεις των ελληνικών τραπεζών το 2010 για τα δάνεια σε καθυστέρηση   ανήλθαν σε πολύ υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο ύψος των 7,2 δις ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία που  παρουσιάζονται στον Πίνακα 5.Τα Δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών βάσει ΔΠΧΑ7 (NPLs), διαμορφώθηκαν στο 10,8% έναντι 7,7% το 2009. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες παραδοχές ο δείκτης αυτός θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ του 3,0% -4,0% , σε κανονικές καταστάσεις.  
Πίνακας  5                             
Προβλέψεις για επισφαλή δάνεια των Ελληνικών Τραπεζών . Έτος 2010. Σε δις ευρώ
Τραπεζικά Ιδρύματα
 Ποσά
Εθνική
1,365
Alpha bank
0,884
Eurobank
1,362
Πειραιώς
0,601
Κύπρου
0,375
Marfin P B
0,266
Emporiki
1,021
ATE Bank
0,604
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο
0,054
Geniki bank
0,415
Λοιπές
0.302
Σύνολο
7,200
 Πηγή : Οικονομικές Καταστάσεις των Τραπεζών για την περίοδο 01.01.2010 – 31.12.2010.
Οι ελληνικές  τράπεζες τα δύο τελευταία χρόνια 2009-2010 έχουν προβεί σε προβλέψεις για επισφαλή δάνεια ύψους 12,5 δις ευρώ.   


Για το 2011 οι εκτιμήσεις κάνουν λόγω για σταθεροποίηση των προβλέψεων αλλά όπως είναι αναμενόμενο αφού η πιστωτική επέκταση δεν προβλέπεται να αυξηθεί  δείκτης NPLs θα αυξηθεί ίσως στο 13,5%. Αν επιβεβαιωθεί η εκτίμηση αυτή , τότε το 2011 θα έχουμε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων   δανείων με αποτέλεσμα  τα συνολικά δάνεια αυτής της κατηγορίας να ανέλθουν στο ύψος των  34 δις ευρώ.

 

Οι Ζημίες που  εμφάνισαν οι ελληνικές τράπεζες στην χρήση 2010 ανήλθαν στο ύψος των  717 εκατομμυρίων  ευρώ (Πίνακας 6) σε σχέση με τα 1,24 δις ευρώ που ήταν τα κέρδη του κλάδου το 2009.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι βασικοί λόγοι ς για τις ζημίες είναι:
1)Η  αύξηση των προβλέψεων για  τα μη εξυπηρετούμενα  δάνεια. Όπως έχουμε αναφέρει  στα τελευταία δύο χρόνια οι  προβλέψεις ανήλθαν σε  12,5  δις ευρώ.


2)Η σημαντική μείωση των εσόδων  από χρηματοοικονομικές πράξεις

 

3)Η μείωση  των περιφερειακών δραστηριοτήτων των τραπεζών στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων.

 

4) Η μείωση της πιστωτικής επέκτασης.

 

Πίνακας 6
Τα  Αποτελέσματα  των Ελληνικών  Τραπεζών ΓΙΑ  το έτος 2010.
Ποσά σε εκατομμύρια  ευρώ
Τράπεζες
2009
2010
Διαφορά
Εθνική23/3
923
406
-56%
Alpha16/3
249,8
85,6
-75,5%
Eurobank24/2
305
68
-77,7%
Πειραιώς24/3
202
-20
Κύπρου28/2
313
306
-2%
Μarfin28/2
186,7
87,1
-50%
ATE30/3
-451,7
-438,1
TT30/3
22,64
-32,93
Emporiki11/2
-582,6
-873,5
Ελλάδος14/3
228,1
190,45
-16,5%
Geniki15/2
-109,5
-415,2
Proton30/3
13,4
-9,71
TBank30/3
-61,8
-71,3
Σύνολο
1.240
-717
Πηγή : Οικονομικές Καταστάσεις των Τραπεζών για την περίοδο 01.01.2010 – 31.12.2010.

Με βάση  όσα έχουμε αναφέρει  παραπάνω και τα οποία μπορούν συνοπτικά να κωδικοποιηθούν ως εξής :

1)      Η πολύ δύσκολη  κατάσταση της οικονομίας που προφανώς θα είναι περισσότερο  δύσκολη για το 2011 και συνεχώς θα  χειροτερεύει .
2)      Το φάντασμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους
3)      Η σχεδόν απόλυτη  εξάρτηση των τραπεζών από την ΕΚΤ η οποία θα διαρκέσει για πολύ.
4)      Ο  κίνδυνος επισφαλειών ο οποίος θα ενταθεί και θα επιδράσει στον  επιχειρηματικό περιβάλλον  πιο έντονα τους επόμενους μήνες .
οι τράπεζες δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε αλλαγή της πιστωτικής τους πολιτικής τουλάχιστο μέχρι το 2013, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν κάτι αλλάξει δραματικά οι τράπεζες δεν μπορεί να  επανακαθορίσουν τη στρατηγική χρηματοδότησης της οικονομίας.
Άρα νωρίτερα από το 2013 δεν θα μπορέσει να υπάρξει αύξηση της χρηματοδότησης της ελληνικής  οικονομίας.
Η εξέλιξη αυτή είναι άκρως σημαντική καθώς χωρίς ανάπτυξη η ελληνική οικονομία, δεν μπορεί να βρει τον βηματισμό της.
Είναι δύσκολο η οικονομία  να μεγεθυνθεί χωρίς την τραπεζική  χρηματοδότηση και οι τράπεζες να προχωρήσουν σε χρηματοδοτήσεις αν δεν αρχίσει η μεγέθυνση της οικονομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται  αντιμέτωπη με έναν φαύλο κύκλο.
Παράλληλα η  μη χορήγηση δανείων εκ μέρους των  τραπεζών  μειώνει  και τις καταθέσεις.  Η μείωση των καταθέσεων συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την έλλειψη ρευστότητας νοικοκυριών και επιχειρήσεων και την υπάρχουσα μεγάλη ύφεση της οικονομίας.
Με βάση τις παραμέτρους αυτές οι καταθέσεις θα μπορούσαν να μειωθούν ακόμα περισσότερο (ίσως και  στα 180 δις ευρώ) τα επόμενα 2 χρόνια με βάση συντηρητική εκτίμηση και με επιβραδυνόμενο ρυθμό λόγω της έλλειψης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Κώστας Μελάς 01.04.2011

 

[1] Η Έρευνα για τις Τραπεζικές Χορηγήσεις διεξάγεται από την Τράπεζα της Ελλάδος σε τριμηνιαία βάση, στο πλαίσιο ευρύτερης
έρευνας του Ευρωσυστήματος. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, το γκαι το δτρίμηνο του 2010, η ζήτηση πιστώσεων από τις επιχειρήσεις παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη λόγω της αυξητικής επίδρασης από την αναδιάρθρωση του δανεισμού τους, σε αντίθεση
με τα πρώτα δύο τρίμηνα του έτους, κατά τα οποία εμφάνισε μείωση. Από την πλευρά των νοικοκυριών, το δτρίμηνο, όπως και
τα προηγούμενα τρία τρίμηνα, η ζήτηση δανείων μειώθηκε. Παράλληλα, οι τράπεζες θέσπισαν αυστηρότερα κριτήρια και
όρους χορήγησης δανείων προς τις επιχειρήσεις το δτρίμηνο του 2010, όπως και τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2010. Όσον αφορά τα
νοικοκυριά, οι τράπεζες θέσπισαν ελαφρώς αυστηρότερα κριτήρια και όρους προσφοράς δανείων το δτρίμηνο, καθώς τα προηγούμενα τρίμηνα του έτους είχαν ήδη αυστηροποιήσει τα εν λόγω κριτήρια. Τράπεζα της Ελλάδος , Νομισματική Πολιτική 2010-2011.
[2] Τράπεζα της Ελλάδος ,Τραπεζική χρηματοδότηση του εγχώριου ιδιωτικού τομέα: Φεβρουάριος 2011, 30/03/2011 .
[3] Κ. Μελάς,  Η τυραννία του  χρηματοπιστωτικού συστήματος  και ο δανεισμός  των ελληνικών νοικοκυριών. MR.gr 30.07.2005
[4] Το χρέος των ελληνικών νοικοκυριών, Οικονομικό Δελτίο Τεύχος 25, Αύγουστος 2005, Τράπεζα της Ελλάδος.
[5] Ο λόγος του  μέρους του μηνιαίου εισοδήματος που καταβάλλεται για την αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων προς το μηνιαίο εισόδημα του νοικοκυριού ή του ατόμου
[6] Το ποσοστό των πολιτών στα όρια της φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων (επί του συνόλου του πληθυσμού) των οποίων το χρηματικό εισόδημα (αφού ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές μεταβιβάσεις) βρίσκεται κάτω από τη «γραμμή της φτώχειας», δηλαδή το 60% της διαμέσου της κατανομής ολόκληρου του πληθυσμού.
[7] ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ, Μ.Α
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
Όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
Στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
Όμως η μοίρα μας πάντα νικά..
Γ. Σεφέρης

Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου της Τετάρτης 23.03.2011  τα  πυρά αρκετών συναδέλφων του δέχθηκε   ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου με αφορμή την ασφυξία που επικρατεί στην αγορά, λόγω της άρνησης των τραπεζών να παράσχουν μεγαλύτερη ρευστότητα. Όσοι υπουργοί τοποθετήθηκαν υπενθύμισαν  το γεγονός ότι το Κράτος έχει φροντίσει για την ρευστότητα των τραπεζών, ωστόσο, η ρευστότητα αυτή δεν έχει περάσει στην πραγματική οικονομία. Τα πυρά αυτά εξαπολύθηκαν όταν  ο υπουργός Οικονομικών δεσμεύθηκε ότι σύντομα θα έλθει νομοσχέδιο που θα προωθεί νέα εγγυοδοσία προς τις τράπεζες, ώστε να αντλήσουν 30 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός αυτό διότι δείχνει είτε ότι οι Υπουργοί της Κυβέρνησης αγνοούν τους Νόμους του Ελληνικού κράτους είτε  παίζουν θέατρο εις βάρος του ελληνικού λαού. Αυτό γιατί σύμφωνα με το

 

Άρθρο 7 του Ν. 3723/2008, ΦΕΚ Α 250/09-12-2008: Ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας  , δηλαδή του νόμου Γ.Αλογοσκούφη , αναφέρονται τα ακόλουθα για την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος σχετικά με τον συγκεκριμένο νόμο  :
1. Συνιστάται Συμβούλιο Εποπτείας, υπό την προεδρία του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με τη συμμετοχή του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών αρμόδιου για το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και των εκπροσώπων του Δημοσίου στα Διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών που θα ενταχθούν στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Το Συμβούλιο αυτό θα συνέρχεται μια φορά το μήνα προκειμένου να συντονίζει την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου και να διασφαλίζει ότι η δημιουργούμενη ρευστότητα θα χρησιμοποιηθεί προς όφελος των καταθετών, των δανειοληπτών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας.
Οι  αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος δεν θίγονται από τη σύσταση και λειτουργία του Συμβουλίου Εποπτείας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται οι όροι και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
2. Σε περίπτωση παράβασης των προϋποθέσεων και των όρων υπό τους οποίους οι
τράπεζες θα υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος νόμου επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 55 Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και η μερική ή ολική ανάκληση των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μετά από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Επομένως υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη για το θέμα που θίγουν οι υπουργοί. Δεν το γνώριζαν; Ή μήπως δρούν επικοινωνιακά δηλαδή παίζουν θέατρο ως άλλοι θεατρίνοι κατ’ αναλογία του ποιήματος του Σεφέρη που για τους γνωρίζοντες αναφέρεται στην εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση του Ε. Τσουδερού  το μακρινό (;) 1941. Ο υπουργός οικονομικών τι λέει για το συγκεκριμένο ζήτημα ; Αλλά και ο κατά τα άλλα (ειδικά όταν αφορά σε ζητήματα αποθέρμανσης –down sizing της οικονομίας με τους γνωστούς και δοκιμασμένους  τρόπους) λαλίστατος Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος;
Υπάρχει η επιτροπή; Λειτουργεί; Συνέρχεται κάθε μήνα; Ποια είναι τα αποτελέσματά της;  Τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις τους που προέρχονται εκ του νόμου; Πρέπει κάποιος να απαντήσει. Δεν μπορεί οι υπουργοί της κυβέρνησης να εμφανίζονται με κριτική/περιγραφική  διάθεση για τα συμβαίνοντα στην χώρα δίκην σχολιαστών –δημοσιογράφων. Επιτέλους , ας μιλήσει κάποιος την γλώσσα της αλήθειας . Η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε (27.03.2011) σχέδιο νόμου σύμφωνα με το οποίο παρέχονται οι αναγκαίες εγγυήσεις και προϋποθέσεις περαιτέρω στήριξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ώστε αυτό να μπορεί να συνεχίσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, ενισχύεται ο εγγυοδοτικός πυλώνας του άρθρου 2 του ν. 3723/2008 που αφορά το  χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά 30 δις ευρώ.
Με την παράγραφο 2 διασφαλίζεται ότι η εν λόγω εγγυοδοτική ενίσχυση παρέχεται εφόσον κάθε πιστωτικό ίδρυμα προετοιμάσει και εφαρμόσει σχέδιο για μεσοπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης, το οποίο θα πρέπει να εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, βεβαιώνει την υιοθέτηση και εφαρμογή των εν λόγω σχεδίων. Διευρύνονται οι αρμοδιότητες του εκπροσώπου του ελληνικού δημοσίου, προκειμένου να είναι εφικτή η ορθή και αποτελεσματική εποπτεία εφαρμογής των μέτρων ενίσχυσης των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Επεκτείνεται το δικαίωμα αρνησικυρίας του και στις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου που αφορούν την νομική ή χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος όπως επί παραδείγματι αποφάσεις για συγχώνευση με άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή για εξαγορά άλλου πιστωτικού ιδρύματος.
Επίσης, παρέχεται πρόσβαση εκτός από τα βιβλία και στοιχεία και στις εκθέσεις αναδιάρθρωσης και βιωσιμότητας και στα σχέδια για μεσοπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης της κάθε Τράπεζας καθώς και στην παρεχόμενη χρηματοδότηση  της πραγματικής οικονομίας.
Τέλος, προβλέπεται ότι σε περίπτωση διανομής μερίσματος, τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο πλαίσιο ενίσχυσης των τραπεζών με τη μορφή προνομιούχων μετοχών, υποχρεούνται στη διανομή αποκλειστικά μετοχών, ως μέρισμα και για τη χρήση 2010.
[8] Τράπεζα της Ελλάδος , Νομισματική Πολιτική 2010-2011. Φεβρουάριος 2011.
[9] Συγκεκριμένα για την EFG Eurobank τα κεφάλαια Tier I , το τέλος του 2010 δεν θα ήταν 5,1 δις ευρώ αλλά 4,14 δις ευρώ μετά την αφαίρεση των 0,951 δις ευρώ που αφορούν στη κρατική βοήθεια . Δεδομένου ότι το σταθμισμένο έναντι κινδύνων ενεργητικό του Ομίλου ανήλθε στα €48 δις  ο δείκτης Tier I θα  διαμορφωνόταν  σε  8,6% και όχι σε 10,6% (2009: 11,2% ) όπως διαμορφώθηκε. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στις υπόλοιπες τράπεζες.
[10] Ως αποτέλεσμα, όλες οι Ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται μέσω των εβδομαδιαίων δημοπρασιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
[11] Οι εγγυήσεις που έχουν κατατεθεί στην  ΕΚΤ ώστε να παράσχει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες αντιστοιχούν : Ομόλογα Ελλάδος  52 δις ευρώ ,Εγγυήσεις Δημοσίου 50 δις ευρώ, Ομόλογα Τραπεζών 6 δις ευρώ, Τιτλοποιήσεις  διαφόρων  δάνεια 35 δις ευρώ, Ομόλογα τρίτων χωρών 4,5 δις ευρώ και Λοιπά στοιχεία 10 δις ευρώ
[12] Δες: ΠΔ/ΤΕ αριθμός 2620/28.8.2009 όπου γίνεται η κωδικοποίηση της ΠΔ/ΤΕ 2598/2.11.2007 με θέμα: «Πλαίσιο εποπτείας καλυμμένων ομολογιών που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα». Οι καλυμμένες ομολογίες (covered bonds) είναι ομολογιακοί τίτλοι, οι οποίοι παρέχουν στους επενδυτές μία πρόσθετη εξασφάλιση επί ενός σαφώς διαχωρισμένου, από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, χαρτοφυλακίου υψηλής ποιότητας απαιτήσεων. Το εν λόγω χαρτοφυλάκιο, το οποίο αποτελεί το κάλυμμα της έκδοσης, απαρτίζεται κυρίως από ενυπόθηκα δάνεια και κρατικά ομόλογα. Η αξιοπιστία των συγκεκριμένων τίτλων πηγάζει, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι η έκδοση του ομολόγου δεν συνεπάγεται την απαλοιφή του από τα στοιχεία ενεργητικού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των τιτλοποιηθέντων δανείων, που παύουν να εμφανίζονται στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας μετά την έκδοσή τους. Χαρακτηριστικό  είναι το γεγονός ότι,  ο αντισυμβαλλόμενος / αγοραστής του τίτλου είναι αυξημένης πιστοληπτικής ικανότητας, όπως:
– Κεντρικές κυβερνήσεις ή περιφερειακές κυβερνήσεις κράτους-μέλους της Ε.Ε.
– Διεθνείς οργανισμοί.
– Πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΠΕΥ, τα ανοίγματα των οποίων έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση πρώτης βαθμίδας.
– Δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμοί κράτους-μέλους της Ε.Ε.
– Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στην οργανωμένη αγορά.
Όπως ορίζεται στη σχετική πράξη, προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να προβεί στην έκδοση καλυμμένων ομολογιών, θα πρέπει να διαθέτει δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 9% κατ’ ελάχιστο και το ύψος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση να ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 500 εκατ. ευρώ. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούν να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες διαθέτοντας ως κάλυψη τίτλους ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων ή δανείων με υποθήκη επί εμπορικών ακινήτων, πλοίων και κρατικών χρεογράφων, καθώς και παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Στις περιπτώσεις που το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού που χρησιμοποιείται για την κάλυψη υπερβαίνει το 20% των διαθεσίμων στοιχείων ενεργητικού της εκδότριας ή της εγγυήτριας τράπεζας, η ΤτΕ θα μπορεί να επιβάλλει πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η ονομαστική αξία των εκδιδόμενων καλυμμένων ομολογιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 95% της αξίας του ενεργητικού που αποτελούν το κάλυμμα.
[13] Fitch Ratings“Banks’ Use Of Covered Bond Funding on the Rise”, 2011.
[14] Δες για τα ζητήματα αυτά: Κ. Μελάς, Σύγχρονες κρίσεις του Χρηματοπιστωτικού συστήματος (1974-2008) , ΑΑ. Λιβάνης 2011.
[15] Σύμφωνα με την αναφερόμενη μελέτη της Fitch Ratings , Η αγορά των καλυμμένων ομολογιών έχει παρουσιάσει τεράστια ανάπτυξη από το 2003 και μετά, τόσο σε ό,τι αφορά τον αριθμό των εκδοτών όσο και ως προς τον όγκο. Ενδεικτικά, οι επενδυτές μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ 300 πιστωτικών ιδρυμάτων στα μέσα του 2010, ενώ η συνολική αξία των καλυμμένων ομολογιών που βρίσκονταν σε κυκλοφορία σε τέλη του 2009 είχε ανέλθει στα 2,4 τρισεκατομμύρια  ευρώ. Έκτοτε, ο ρυθμός των νέων εκδόσεων είναι σταθερός, ενώ κατά το πρώτο δίμηνο του 2011 έφτασε σε  επίπεδο ρεκόρ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η τάση έκδοσης καλυμμένων ομολογιών στη Γερμανία, η οποία ιστορικά κατείχε τα… σκήπτρα στον συγκεκριμένο τομέα, βαίνει μειούμενη. Αντιθέτως, οι εκδόσεις είναι πιθανό να αυξηθούν σε χώρες όπου η συγκεκριμένη αγορά δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, όπως η Ιταλία. Επιπλέον, σε αρκετές χώρες, όπως η Αυστραλία, θα πρέπει να θεσπιστεί και σχετική νομοθεσία, αν και, όπως επισημαίνει η Fitch, αυτό μπορεί να πάρει αρκετό καιρό σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Νέα Ζηλανδία, η Νότια Κορέα ή οι ΗΠΑ. Στο παρελθόν, οι εκδόσεις καλυμμένων ομολογιών βοηθούσαν τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν τα χαρτοφυλάκια των δανείων τους (loan books) που αυξάνονταν συνεχώς. Σήμερα, όμως, χρησιμοποιούνται σαν μια εναλλακτική μακροπρόθεσμη πηγή χρηματοδότησης, σχετικά χαμηλού κόστους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ενέχουν κινδύνους, σε περίπτωση υπερβολικής εξάρτησης.