Αύξηση των τιμών των τροφίμων και οι διαφαινόμενες πληθωριστικές πιέσεις.

 

Εισαγωγή.

Αύξηση τιμών βασικών τροφίμων αλλά  και  του πετρελαίου, εκτίναξη πληθωρισμού και κόστους ζωής, κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτικές ανατροπές. Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος που τρομάζει τους ηγέτες ανεπτυγμένων και μη κρατών αλλά και διεθνών οργανισμών όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FΑΟ), ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ. Ο επικεφαλής του ΔΝΤ  Ντομινίκ Στρος-Καν προειδοποίησε στις αρχές του μήνα για τις επιπτώσεις από τις «επικίνδυνες παγκόσμιες ανισορροπίες». Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η έκκληση του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόμπερτ Ζέλικ   «να αντιμετωπίσουν (οι ηγέτες του G20) κατά προτεραιότητα την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών, η οποία απειλεί τις φτωχότερες τάξεις και δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες».

 

Η αύξηση των τιμών των τροφίμων. 
Οι παγκόσμιες τιμές τροφίμων έχουν ξεπεράσει το ύψος του 2008 , δηλαδή την περίοδο που είχε παρατηρηθεί μια μεγάλη αύξηση λίγο πριν το ολοκληρωτικό ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα στοιχεία του FΑΟ είναι αποκαλυπτικά. Οι τιμές του συνόλου των τροφίμων «ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο από το 1990, όταν ο Οργανισμός ξεκίνησε την καταγραφή των τιμών». Ο οργανισμός σε πρόσφατη  ανακοίνωση υποστηρίζει ότι «οι αυξημένες τιμές θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα και τους προσεχείς μήνες». Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΔΝΤ, ο μέσος όρος των τιμών των βασικών τροφίμων έχει αυξηθεί κατά 45% από τις αρχές του 2007 ενώ μόνο το 2010 η τιμή του σιταριού αυξήθηκε κατά 60%, του φοινικέλαιου κατά 63% και της ακατέργαστης ζάχαρης κατά 100%.
 
Η σημαντική αύξηση  των τιμών των δημητριακών, του λαδιού και του ρυζιού  δεν έγινε σε διάστημα μιας ημέρας.   Πλήθος παραγόντων, όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επέφεραν ευρύτατες καταστροφές σε καλλιέργειες και η αύξηση της ζήτησης λόγω της πληθυσμιακής μεγέθυνσης, αλλά και της οικονομικής μεγέθυνσης  συνέβαλαν καθοριστικά στην όξυνση του φαινομένου τα τελευταία τρία χρόνια.  Όπως αναφέρει λέει ο Pritchard στη Daily Telegraph και ο Spengler στο Asian Times: «Πέραν των φυσικών καταστροφών, πυρκαγιές στη Ρωσία, πλημμύρες στην Αυστραλία, μείωση των αγροτικών εκτάσεων στην Αμερική, λόγω διάβρωσης του εδάφους, υπάρχει και η σημαντική αύξηση για ζήτηση κρέατος από τις Ασιατικές ανερχόμενες αστικές τάξεις σε Κίνα και Ινδίες οι οποίες υπολογίζονται σε 400 εκατομμύρια. Για την παραγωγή ενός κιλού κρέατος χρειάζονται 3.5 κιλά δημητριακών».
Ούτε όμως ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε απροσδόκητα ούτε οι φυσικές καταστροφές (η περσινή ξηρασία στη Ρωσία και οι πρόσφατες πλημμύρες στην Αυστραλία) ούτε η αυξημένη ζήτηση από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες ξέσπασαν έτσι στα ξαφνικά.
Όμως εκτός από τους παράγοντες που παραθέτει το οπλοστάσιο της συμβατικής οικονομικής ανάλυσης για την ερμηνεία του φαινομένου είναι εύκολο να συμπληρώσει κανείς και έναν ακόμα σημαντικότατο παράγοντα , αυτόν της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας με τη χρήση χρηματοπιστωτικών παραγώγων εργαλείων.
Η εκτίναξη των τιμών των τροφίμων από το 2007- όταν άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης κρίσης στην αμερικανική αγορά κατοικίας- είναι κάθε άλλο παρά συμπτωματική.

Η κερδοσκοπία επί των βασικών διατροφικών προϊόντων δεδομένου ότι αποτελούν και εμπορεύματα διαπραγματευόμενα στο χρηματιστήριο , μπορεί να μην είναι κάτι το νέο  αλλά  είναι σχεδόν σίγουρο ότι εντάθηκε στην παρούσα συγκυρία – και μαζί με αυτήν οι επιπτώσεις της- όταν μεγάλα χρηματιστηριακά επενδυτικά  κεφάλαια  απομακρύνθηκαν από τα «τοξικά» παράγωγα και δομημένα προϊόντα του διεθνούς  χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η εμφάνιση ελαχίστων ανισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία επιτρέπει στα μεγάλα «επενδυτικά»  κεφάλαια , κάθε είδους, να επεμβαίνουν με σκοπό την εκμετάλλευση της ανισορροπίας  με αποτέλεσμα όχι την αποκατάσταση της ισορροπίας όπως θέλει η συμβατική θεωρία των αποτελεσματικών αγορών , αλλά  καταρχάς  τη δημιουργία φούσκας ευφορίας   και στη συνέχεια σκάσιμο της φούσκας και συρρίκνωση της δραστηριότητας.

Είναι εντυπωσιακό ότι οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παλαιότερες αλλά και πρόσφατες,  πιστές στο δόγμα των αποτελεσματικών αγορών δεν μπορούν και δεν θέλουν  να αντιληφθούν ότι υπάρχει  «διασύνδεση της αύξησης των τιμών με τις τοποθετήσεις των επενδυτών» στα χρηματιστήρια τροφίμων. Όμως η  πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  σχετικά με τις πρώτες ύλες , περιλαμβάνει τη διατύπωση ότι «υπάρχει ισχυρός συσχετισμός ανάμεσα στις τοποθετήσεις της αγοράς παραγώγων και των τελικών τιμών των προϊόντων», παρότι αμέσως σπεύδει να επισημάνει  ότι «είναι δύσκολο να εκτιμηθούν επακριβώς η διασύνδεση και οι επιπτώσεις των χρηματιστηριακών κινήσεων με τις διακυμάνσεις των υποκείμενων φυσικών αγορών »[1]. Παρότι  οι αγορές προθεσμιακών προϊόντων αναπτύχθηκαν ιστορικά για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες όσων συμμετέχουν σε αυτές , δηλαδή των παραγωγών , των εμπόρων και των τελικών καταναλωτών όλοι πλέον γνωρίζουν ότι αυτό που κυρίως συμβαίνει στις προθεσμιακές αγορές είναι «οι γυμνές τοποθετήσεις» δηλαδή πράξεις που δεν αφορούν στους άμεσα ενδιαφερόμενους αλλά σε αυτούς που αποσκοπούν μόνο στο  κέρδος μέσω χρηματοπιστωτικών πράξεων ». Συνεπώς  αυτοί που τοποθετούνται στα χρηματιστήρια τροφίμων δεν είναι ούτε οι πραγματικοί παραγωγοί ούτε οι έμποροι ούτε βεβαίως οι τελικοί καταναλωτές των τροφίμων. Οι συναλλασσόμενοι απαρτίζονται από μεσάζοντες της βιομηχανίας τροφίμων και κυρίως από κεφαλαιούχους που συναλλάσσονται μέσω παραγώγων προϊόντων στις προθεσμιακές αγορές. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία του από τον FAO  από  τα συμβόλαια, μόλις το 2% αντιστοιχεί σε πραγματικές παραδόσεις τροφίμων. Το υπόλοιπο 98% δεν είναι παρά τοποθετήσεις παικτών του χρήματος, οι οποίοι αποσκοπούν σε βραχυπρόθεσμο- αν όχι άμεσο κέρδος. Με άλλα λόγια, επενδυτών που «παίζουν» με την καθημερινή τροφή του παγκόσμιου πληθυσμού.

Ασφαλώς η κατάργηση των κερδοσκοπικών επενδύσεων επί των τροφίμων δεν αποτελεί  λύση , τόσο για την Κομισιόν όσο και για τις ΗΠΑ , καθώς αμφότερες προτάσσουν την «προστασία των χρηματοπιστωτικών επενδυτών έναντι των κινδύνων» υποβιβάζοντας την ανάγκη να υπάρξουν  τιμές τροφίμων προσιτές στους τελικούς αποδέκτες.
Πρέπει να προσθέσουμε εδώ ότι οι ίδιες οι κυβερνήσεις προσθέτουν σε αυτό το χορό των αυξήσεων με αγορές και συγκέντρωση εμπορευμάτων. Ήδη η Ινδονησία αγόρασε 800,000 τόνους ρύζι για αποθέματα και η Σ. Αραβία αγόρασε 700,000 τόνους σιτάρι για τον ίδιο λόγο.
Μια πρώτη επίπτωση σε πολιτικό επίπεδο  για πολλούς αναλυτές είναι ότι αυτή η αύξηση είναι μία αφορμή[2] και όχι η κύρια αιτία για κοινωνικές ταραχές όπως της Τυνησίας και της Αιγύπτου αλλά και άλλων αραβικών χωρών. Έτσι  τόσο το Μαρόκο όπως και η Λιβύη φανέρωσαν την ανησυχία τους μειώνοντας προληπτικά τις τιμές σε βασικά είδη . Ανάμεσα στις υπόλοιπες αραβικές χώρες, η Ιορδανία και η Αίγυπτος φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο, αν και η κάθε μία με διαφορετικό τρόπο. Η Ιορδανία  επίσης προχώρησε στη μείωση τιμών, αντιμετωπίζει κύμα διαδηλώσεων οι οποίες όμως δεν φαίνεται να απειλούν σοβαρά το καθεστώς .
Πληθωρισμός.
Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ Τρισέ στις 3/2/2011 δήλωσε: « Συνεχίζουμε να παρατηρούμε στοιχεία μιας βραχυπρόθεσμης ανοδικής πίεσης στο γενικό πληθωρισμό, ειδικά λόγω της ενέργειας και στις τιμές των πρώτων υλών και εμπορευμάτων». Ο Τρισέ άφησε το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ αμετάβλητο στο 1% αλλά η αναφορά του στο θέμα της αύξησης του γενικού πληθωρισμού έβαλε σε σκέψεις τις αγορές για προσεχή αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η ανάπτυξη η οποία αυτή τη στιγμή είναι είδος εν ανεπαρκεία στην Ευρώπη θα επιβραδυνθεί περισσότερο και αυτό κάνει την ΕΚΤ όσο πιο προσεκτική γίνεται. Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη επιταχύνθηκε σε διετές υψηλό του 2.4% τον Ιανουάριο. Το ετήσιο ποσοστό στις ΗΠΑ ανήλθε στο 1.5% το Δεκέμβριο του 2010 από 1.1% τον Νοέμβριο. Ο Πρόεδρος της FED άφησε και αυτός τα επιτόκια του δολαρίου αμετάβλητα. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η FED έχει μια ευρεία δικαιοδοσία και προσέχει περισσότερο τον κεντρικό πληθωρισμό και την ανάπτυξη. Αυτό την κάνει λιγότερο έτοιμη να αντιδράσει σε πληθωρισμό λόγω τροφίμων και ενέργειας συγκεντρώνοντας την προσοχή της, ειδικά αυτή την περίοδο στο τομέα ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας. Η ΕΚΤ έχει μια πιο στενή εντολή, να παρακολουθεί τον πληθωρισμό, και αυτό την κάνει περισσότερο ευαίσθητη σε αυτό το ζήτημα. Οι τιμές των τροφίμων βρίσκονται σε ύψη ρεκόρ. Ο δείκτης των τιμών 55 τροφίμων ανέβηκε μέχρι σήμερα 3.4% από το Δεκέμβριο. Υπάρχει ένα σοβαρό θέμα στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι το οποίο σχετίζεται με την αύξηση των τιμών των τροφίμων και των πρώτων υλών και βέβαια με τον πληθωρισμό. Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης στις ΗΠΑ με την εξαγορά ομολόγων από την FED έχει προσθέσει ρευστότητα η οποία για τους μονεταριστές οικονομολόγους απειλούν την αμερικάνική οικονομία με πληθωρισμό. Σε αυτό ο Πρόεδρος της FED, Bernake αντιτείνει ότι ο κεντρικός πληθωρισμός εκτός τροφίμων και ενέργειας ανέβηκε μόνο 0,7% σε ετήσια βάση και αυτό δεν θα τον αναγκάσει αν σταματήσει το πρόγραμμα ποσοτικής ρευστότητας το οποίο έχει ξεκινήσει από το καλοκαίρι για να βοηθήσει την ανάκαμψη της Αμερικάνικής οικονομίας. Πράγματι ο πληθωρισμός με βάση τα κόστος εργασίας και προσωπική κατανάλωση έχει περιοριστεί σημαντικά.
Η αύξηση στη ζήτηση τροφίμων καθώς και  βιομηχανικών προϊόντων στις χώρες BRIC καθώς και η ζήτηση ενέργειας είναι ένα βασικό αίτιο για τον πληθωρισμό. Ένα άλλο αίτιο είναι η υπερβολική ρευστότητα των αγορών η οποία κατευθύνεται σε χώρες με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης και υπεραπόδοσης του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Η παροχή ρευστότητας για επενδύσεις προς αγορές με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δημιουργούν αύξηση της ζήτησης πρώτων υλών και ως εκ τούτου των τιμών τους. Οι προσδοκίες για συνέχιση αυτής της κίνησης διατηρούν και τις τιμές των πρώτων υλών σε σταθερή αν όχι σε συνεχή ανοδική τροχιά.
O Πληθωρισμός στις αναδυόμενες οικονομίες αποτελεί αντικειμενικά πρόβλημα δεδομένου ότι συσχετίζεται με τους πολύ υψηλούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Η Κίνα έχει πληθωρισμό στο 4% αλλά για πολλούς αναλυτές ο πραγματικός πληθωρισμός είναι πάνω από 9%. Αυτό επιβεβαιώνεται εμμέσως  από το ότι η Κεντρική Τράπεζα από τον Νοέμβριο του 2010 συνεχίζει να αυξάνει το ποσοστό των απαιτουμένων αποθεματικών σε μια προσπάθεια να αφαιρέσει ρευστότητα από την οικονομία. Μάλιστα στις 8 Φεβρουαρίου 2011 η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας αύξησε  το παρεμβατικό της επιτόκιο κατά 0,25%.
 Το ίδιο ισχύει και για τις Ινδίες με πληθωρισμός 8,43% το Δεκέμβριο του 2010. Οι τιμές λιανικής αυξήθηκαν στην Βραζιλία 11,5% σε ετήσια βάση.

 

Το ερώτημα αν υπάρχει πρόβλημα πληθωρισμού  έχει τεθεί για τις αναπτυγμένες χώρες αλλά η απάντηση για την ώρα είναι αρνητική. Πρώτον γιατί τα τρόφιμα είναι στο Δείκτη τιμών καταναλωτή μόνο το 15% στην Ευρώπη, 8% στην Αμερική σε αντίθεση με την Ασία όπου είναι 31% και 26% στην Λ. Αμερική. Δεύτερον διότι και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη αλλά και Ιαπωνία υπάρχει μεγάλο ποσοστό σχολάζουσας παραγωγικής ικανότητας με ανεργία πάνω από 10%.  Επίσης η αύξηση δανεισμού και η κυκλοφορία του χρήματος παραμένουν υπό έλεγχο και ελάχιστη αύξηση. Ως εκ τούτου ο φόβος πληθωρισμού για αυτό το χρόνο είναι ελάχιστος.

 

Κατά τον Bilke ειδικό στο θέμα της ΕΚΤ αυτή θα ανεβάσει τα επιτόκια της κατά 0,25 το Σεπτέμβριο όσο και η Τράπεζα της Αγγλίας κατά τον Αύγουστο. Η FED θα κρατήσει τα επιτόκια κοντά στο μηδέν έως το 2013.
Για την Ελλάδα τα προβλήματα είναι περίπλοκα και δύσκολα κυρίως λόγω του ότι η οικονομία της ουσιαστικά βρίσκεται στη θερμοκοιτίδα του μνημονίου. Παρόλα αυτά   το πρόβλημα των επιτοκίων επικεντρώνεται σε δύο τομείς. Ο πρώτος είναι το επιτόκιο του δημόσιου δανεισμού. Η αυξητική τάση των επιτοκίων επιβαρύνει το κόστος δανεισμού και δεν βοηθά την μείωση του επιτοκίου δανεισμού της χώρας.
 Ο δεύτερος τομέας είναι το δανειακό κόστος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας το οποίο επίσης με αυξητικές τάσεις δεν βοηθά στην ανάπτυξη του. Επίσης πρέπει να επισημάνουμε την αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα ο οποίος είναι 5% και ο οποίος με την μείωση μισθών και εισοδημάτων μειώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της ύφεσης.
Κώστας Μελάς –Νίκος Μπινιάρης.

 

 

 

 

[1] French President Nicolas Sarkozy, who holds the chair of both the G20 global economic forum and the Group of Eight major industrialised economies, repeated his call earlier this week for regulation to rein in speculation and volatility.
“Regulation. Not an excess … but regulation,” he said. “Let those who buy big quantities of commodities commit to putting on deposit part of the financing for those commodities.” By
Michel Barnier, the top European Union official in charge of tougher rules for trading, pledged limits on speculation in food commodities. “I find speculation in agricultural commodities where it exists to be scandalous,” he said in Brussels.
 Emma Thomasson and Natsuko Waki DAVOS, Switzerland, Jan 27 (Reuters)
[2] Δες: E. Fraser-A. Rimas,  The Psychology of Food Riots. Foreign  Affairs 30. January 2011.