Η αρχιτεκτονική των οικονομικών θεσμών της ΕΕ.

 

Οι αρχιτέκτονες των οικονομικών θεσμών  της ΕΕ δημιούργησαν ένα άκαμπτο και χωρίς δυνατότητα επιλογών πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας. Υιοθέτησαν εξ ολοκλήρου τις αποφάνσεις του νεοκλασικού υποδείγματος  και της Νέας Κλασικής Μακροοικονομίας(ΝΚΜ)  επιλέγοντας τη θέσπιση απλών κανόνων ως μέσων άσκησης της οικονομικής πολιτικής  αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε μορφή διακριτικής πολιτικής.
Οι κανόνες είναι ένα σύνολο απλών και προκαθορισμένων κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής πολιτικής , που ανακοινώνονται δημοσίως. Αναφέρονται σε μεγέθη ελεγχόμενα πλήρως από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική. Συνήθως οι κανόνες είναι σταθεροί και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται ως παθητική  πολιτική.
Παράλληλα με την ύπαρξη κανόνων  , η ΝΚΜ επιλέγει να ενσωματώσει στο κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό σύστημα , με κατάλληλες συνταγματικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις εκείνους τους θεσμούς μέσω των οποίων επιτυγχάνονται οι βασικοί σκοποί της οικονομικής πολιτικής . Με άλλα λόγια , με τους νέους θεσμούς επιδιώκεται η πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταβολών στην οικονομία  ώστε να μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική.
Ακολουθώντας κατά γράμμα τις υποδείξεις του παραπάνω οικονομικού υποδείγματος οι ηγέτες των Εθνικών χωρών της Ευρώπης προχώρησαν στη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας  της ΕΕ (Μάαστριχτ  Δεκέμβρης 1991).
Η οικονομική πολιτική ασκείται μέσω απλών σταθερών κανόνων που αφορούν στα επιλεγμένα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη τα οποία συνάδουν με τη λογική του υποδείγματος  : πληθωρισμό, δημόσια ελλείμματα, δημόσιο χρέος.  Αναγνωρίζονται εύκολα ότι πρόκειται για στόχους  που ανήκουν  στο χώρο ευθύνης     της  νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Για τη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής δημιούργησαν ένα θεσμό , την ΕΚΤ, στον  οποίο έχουν παραχωρηθεί ευρύτατες αρμοδιότητες  κατευθείαν από την ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ , αλλά επιπλέον έχει την ελευθερία να ερμηνεύει την αποστολή αυτή. Ο συγκεκριμένος θεσμός δεν έχει υποχρέωση λογοδοσίας –τουλάχιστον νομικά-  ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού θεσμού. Η ηγεσία της δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Ο μοναδικός της στόχος είναι η διατήρηση του πληθωρισμού κάτω από έναν συγκεκριμένο στόχο (σήμερα από 0,0% -2,0%).
Αντίστοιχα για την εποπτεία των κανόνων που έχουν τεθεί από τη Συνθήκη της Δημιουργίας της ΕΕ [συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρο 104Γ)]  για το πλαίσιο λειτουργίας της αποκεντρωμένης σε εθνικό επίπεδο  δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Άμστερνταμ 1997) που καθορίζει τη διαδικασία εποπτείας των δημοσιονομικών πολιτικών με την εισαγωγή του Ευρώ (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1466/97 και 1467/97 αλλά και Ψήφισμα του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997) έχει ανατεθεί στην  Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία δεν έχει εξουσία λήψης αποφάσεων αλλά έχει δυνατότητα άσκησης επιρροής με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που αφορούν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα κάθε μέλους αλλά και με τις συστάσεις στις οποίες προβαίνει προτού αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Αρχηγών που αποτελεί το όργανο που λαμβάνει τις αποφάσεις.
Παράλληλα  υπάρχει ο πυλώνας  ενσωμάτωσης εκείνων των θεσμών που εξυπηρετούν το δόγμα της ελεύθερης αγοράς  που ακούει στο όνομα πολιτική ανταγωνισμού. Η ΕΕ αποτελεί το φορέα άσκησης της πολιτικής ανταγωνισμού συγκεντρώνοντας στα χέρια της εξουσίες νομοθετικές , εκτελεστικές και δικαστικές. Βασικός άξονας της πολιτικής ανταγωνισμού είναι η κατάργηση οποιασδήποτε δυνατότητας  κρατικής παρέμβασης και ως εκ τούτου αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Όχι  μόνο των επιχειρηματικών δράσεων αλλά και εκείνων που ανήκουν στην κοινωνική και δημόσια σφαίρα μέσα από τη διαδικασία κατάργησης των ρυθμιστικών παρεμβάσεων.
Είναι επομένως προφανές ότι η λογική που διέπει τους οικονομικούς θεσμούς δημιουργεί κατά τρόπο «αντικειμενικό» δυναμική εξέλιξη προς μια οικονομία όλο και πιο νεοφιλελεύθερη δεδομένου ότι αυτό παράγεται εγγενώς από τον τρόπο θέσπισής τους. Τη μόνη εξουσία που έχουν είναι να αυξάνουν την ένταση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά και όχι να τη μειώνουν.
Η λογική των οικονομικών θεσμών επομένως δείχνει προς μια μόνον κατεύθυνση αντιγράφοντας στην κυριολεξία τις αποφάνσεις ενός συγκεκριμένου … οικονομικού δόγματος. Η παντελής άρνηση  της δυνατότητας επιλογής που απορρέει από μια  στοιχειωδώς δημοκρατική πολιτεία είναι προφανής αλλά το κυριότερο είναι και επικίνδυνη. Η άσκηση της οικονομικής πολιτικής μέσω κανόνων που έχουν ενσωματωθεί  στο σκληρό πυρήνα της «συνταγματικής» ευρωπαϊκής  τάξης παραπέμπει το λιγότερο σε …μια καλοπροαίρετη δεσποτεία.
Όμως για να επανέλθουμε σε όσα γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο μας,  ολόκληρη η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική της οικονομικής διακυβέρνησης στερείται του ενοποιητικού και καθοριστικού στοιχείου το οποίο θα την καθιστούσε όχι μόνο εφαρμόσιμη αλλά και να  της δίνει τη δυνατότητα να  αναπαραχθεί στο διηνεκές  και μάλιστα σε διευρυμένη έκταση , το Κράτος. Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους σε μια καπιταλιστική οικονομία είναι εκ των ων ουκ άνευ για την αναπαραγωγή και τη λειτουργία του. Επειδή η καπιταλιστική οικονομία είναι ουσιαστικά μια νομισματική οικονομία η ύπαρξη  Κεντρικής Τράπεζας με συγκεκριμένους ρόλους , εκ των οποίων οι σημαντικότεροι είναι 1) η έκδοση του νομίσματος και η εγγύηση της αναγκαστικής του κυκλοφορίας  και 2) του έσχατου δανειστή , αποτελεί επίσης μια κατάσταση άκρως απαραίτητη όσο και αναγκαία.
Έτσι θα υπάρχει ΚΤ αλλά όχι ενταγμένη στο πλέγμα μιας «εθνικής» οικονομικής πολιτικής. Υπάρχει ΚΤ αλλά δεν μπορεί να παίζει το ρόλο του έσχατου δανειστή.
Όλες οι χώρες οι οποίες παίζουν ρόλο στα διεθνή δρώμενα  ( ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία, Ιαπωνία…) αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες μικρότερης εμβέλειας το Κράτος (με την εθνική του μορφή) αλλά και η ΚΤ  (με την εθνική της μορφή και με τις δύο βασικές λειτουργίες της ) αποτελεί τον βασικότατο πυλώνα της οικονομικής λειτουργίας τους . Η  ΕΕ , για λόγους που έχουμε αλλού συστηματικά αναλύσει [1], επέλεξε εξαναγκαζόμενη , να δημιουργήσει  μια διαφορετική κατάσταση  την οποία οι ίδιοι οι ιθύνοντές της την ονομάζουν «μετανεωτερική».  Η ζωή όμως δυσκολεύει όλες αυτές τις αντιλήψεις . Τις καθιστά ανενεργές και το χειρότερο επικίνδυνες για τους λαούς που συμμετέχουν(;) σε αυτό το εγχείρημα. Το μέλλον για το μετανεωτερικό ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν είναι ευοίωνο με τα σημερινά δεδομένα.

 

[1] Κ. Μελάς, Η Σαστισμένη Ευρώπη, Εξάντας 2009.