Το ζήτημα της ανάπτυξης θέτει προβλήματα και η Κυβέρνηση σφυρίζει αδιάφορα.

 
Έχω υποστηρίξει ότι η ανάπτυξη δεν είναι μια διαδικασία η
οποία  μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια
οικονομία όπου το κυρίαρχο σχέδιο δράσης που τη διέπει αποσκοπεί στη συρρίκνωσή
της επιβάλλοντας «αποθερμαντικές» θεραπείες σοκ[1] . Παράλληλα
θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το πως αναπτύχθηκε η ελληνική οικονομία την περίοδο
που επιλέχθηκε ως στρατηγικός στόχος η εισαγωγή της χώρας στο ενιαίο νόμισμα .
Διότι με βάση το συγκεκριμένο υπόδειγμα , αλλά και την εκάστοτε ασκούμενη
οικονομική πολιτική,   η ελληνική
οικονομία  έχει οδηγηθεί στην χρεοκοπία
και στο Μνημόνιο. Για το λόγο αυτό η αναφορά σε βασικά χαρακτηριστικά του
υποδείγματος αλλά και της ασκηθείσας οικονομικής πολιτικής θεωρείται επιβεβλημένη
. Συγκεκριμένα μπορούν να ειπωθούν τα παρακάτω :
Στο διάστημα 1996-2008 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης
της ελληνικής οικονομίας ήταν 3,7%, ενώ στη ζώνη του ευρώ ήταν μόλις 2,3%. Η
θετική αυτή  απόκλιση, και δεδομένου ότι ο
ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του
ευρώ, το κατά κεφαλήν εισόδημα (σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης) στην
Ελλάδα έφθασε το 2008 στο 86% εκείνου της ζώνης του ευρώ (από 72,9% το 1996).
Η ανάπτυξη της περιόδου 1996-2008 συνδυάστηκε με βελτίωση
της συνολικής παραγωγικότητας[2]
Συγχρόνως  αυξήθηκε ο λόγος κεφαλαίου
προς απασχολουμένους, ενώ άνοδο σημείωσε και το ποσοστό απασχόλησης.
Ωστόσο,
η ανάπτυξη την περίοδο αυτή προήλθε κυρίως από λίγους κλάδους και έγινε
εφικτή
χάρη στην πιστωτική επέκταση και την υποστήριξη της δημοσιονομικής πολιτικής.
Τέσσερις ήταν οι κλάδοι που συνέβαλαν ιδιαίτερα στη
μεγέθυνση του ΑΕΠ αυτής της περιόδου : το εμπόριο , οι κατασκευές , η ναυτιλία
και ο χρηματοπιστωτικός τομέας[3]. Η
σχετικά υψηλή ζήτηση για το προϊόν του εμπορίου και των κατασκευών τροφοδότησε
και το πολύ υψηλό ποσοστό της ιδιωτικής δαπάνης για κατανάλωση και επενδύσεις
σε κατοικίες στο συνολικό προϊόν  –
εξέλιξη η οποία υποστηρίχθηκε και από την πιστωτική επέκταση. Στο διάστημα
1996-2008 η ιδιωτική κατανάλωση αντιστοιχούσε στο 72% του ΑΕΠ και το άθροισμα
της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης στο 89%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά
στη ζώνη του ευρώ ήταν 57% και 77%. Επίσης ο λόγος του υπολοίπου των
καταναλωτικών δανείων προς το ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 4% το 2000 σε 15% το
2008.
Παράλληλα
για όλο το διάστημα μετά τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η ζήτηση
συνεχώς υπερέβαινε την προσφορά, κατάσταση η οποία δεν μπορεί είναι διατηρήσιμη
μεσομακροπρόθεσμα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών μαρτυρούν τις ανισορροπίες που έχουν δημιουργηθεί λόγω
αυτής της συμπεριφοράς. Έτσι το περιβάλλον κρίσης
ανέδειξε τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ήτοι τα
δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικό και εξωτερικό. Τα συμπτώματα αυτά μαρτυρούν
τις βαθύτερες παθογένειες της χαμηλής ανταγωνιστικότητας και του στρεβλού
παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Η ίαση των στρεβλώσεων
επιχειρείται μέσω της δραματικής σε μέγεθος δημοσιονομικής πολιτικής που
επιβάλλει το Μνημόνιο. Παράλληλα  το
Μνημόνιο εμμέσως πλην σαφώς  και παρά τα
αντιθέτως λεγόμενα . επιβάλλει το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορεί να
αναπτυχθεί μελλοντικά η ελληνική οικονομία.
Το μόνο σίγουρο
στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι με την επιβολή του Μνημονίου η ανάπτυξη  θα είναι
πολύ δυσχερής υπόθεση τα επόμενα έτη. Αυτό γιατί:
-Οι βασικές κινητήριες δυνάμεις
της ελληνικής οικονομίας (ιδιωτική πίστη και κατανάλωση, κατασκευές,  ναυτιλία) δεν αναμένεται να ανακάμψουν
εντυπωσιακά στο αμέσως προσεχές διάστημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον τουρισμό
που επίσης έχει σημαντική συμμετοχή στη μεγέθυνση της οικονομίας.
– Θα πρέπει να διαχωριστεί στο
σημείο αυτό η ιδιαίτερη , βασική και πρωταρχική λειτουργία του
χρηματοπιστωτικού τομέα που αφορά στην προμήθεια ρευστότητας στην οικονομία. Το
ελληνικό τραπεζικό σύστημα για λόγους αντικειμενικούς αλλά και λόγους
υποκειμενικούς (τρόπος  λειτουργίας του
συστήματος) δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται σε αυτή την υποχρέωση του. 
-Η μείωση της καθαρής δημόσιας
δαπάνης  κατά τέσσερις ποσοστιαίες
μονάδες του ΑΕΠ ετησίως περίπου για τα επόμενα τρία έτη, ώστε να επανέλθει το
δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από το κατώφλι του 3% του ΑΕΠ.( Αυτό το ποσοστό δεν
πρέπει να θεωρηθεί ότι εξασφαλίζει τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα των δημόσιων
οικονομικών, απλώς εκπληρώνει τις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας )
συνεπάγεται μείωση της συνολικής ζήτησης και του ΑΕΠ.(Η ιστορική
πολλαπλασιαστική επίδραση των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου είναι 0,7.
Αυτό σημαίνει ότι μία μείωση αυτών των δαπανών κατά 1% μειώνει το ΑΕΠ κατά
0,7%. ).
Η αφαίρεση τόσο μεγάλων ποσών
από την συνολική ενεργό ζήτηση είναι δεδομένο ότι θα επιταχύνει τις υφεσιακές
πιέσεις, δυνητικά ακυρώνοντας και τις όποιες προσπάθειες στήριξης του
εισοδήματος των ασθενέστερων. [4]
Η Κυβέρνηση Γ.Α.Παπανδρέου
  υποστηρίζει  ότι η μείωση της ενεργούς ζητήσεως η οποία θα
προκύψει από τη δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι περιορισμένη λόγω του ότι τα
μέτρα θα είναι εστιασμένα στα υψηλότερα εισοδήματα, τα οποία έχουν μικρότερη ροπή
προς κατανάλωση, και στη σύλληψη της παραοικονομίας, η οποία δεν έχει μεγάλη
επίδραση στα επίσημα στατιστικά. Μέχρι σήμερα η πραγματικότητα διαψεύδει
παταγωδώς αυτές τις προβλέψεις.
Όμως
το κρίσιμο ερώτημα είναι με  τι θα
αντικαταστήσει το Υπουργείο Οικονομίας την αφαίρεση  των δημοσίων δαπανών κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως περίπου για τα
επόμενα τρία έτη; Επί της ουσίας με τίποτα.
Η φιλοσοφία που διέπει το
Μνημόνιο έχει καταστήσει πλέον σαφές ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί πλέον να στηριχθεί
στην ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης, και δη βασισμένης στην πιστωτική
επέκταση. Οι κεϋνσιανού τύπου πολιτικές τόνωσης της ζήτησης είναι τελείως
αναποτελεσματικές για λόγους χρέους προς ΑΕΠ μεγαλύτερους του 100%.
Αυτό σύμφωνα με τη φιλοσοφία του
Μνημονίου είναι εύλογο, καθότι το υψηλό χρέος πυροδοτεί την αύξηση του κινδύνου
χώρας και άρα του κόστους δανεισμού με αποτέλεσμα η όποια θετική επίδραση της
δημοσιονομικής επέκτασης στη ζήτηση να υπεραντισταθμίζεται από την αύξηση των
εκροών πόρων για πληρωμή τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους. Όταν η χώρα δεν
μπορεί να δανειστεί από τις χρηματοπιστωτικές αγορές , η αποφυγή λήψης
περιοριστικών μέτρων με την ελπίδα ότι η ανάπτυξη θα παράξει –μεσοχρονίως-
έσοδα, είναι μία πολύ επικίνδυνη πολιτική.
Σύμφωνα με τις συμβατικές
οικονομικές αντιλήψεις (Υπουργείο Οικονομικών, Ελληνικές Τράπεζες, ΙΟΒΕ,
Τράπεζα της Ελλάδος κτλ ) οι οποίες ακολουθούν την κυρίαρχη ακαδημαϊκή
οικονομική σκέψη  (
Dynamic stochastic
general equilibrium
models  – Ενδογενούς Μεγέθυνσης )[5]
τα μόνα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι τα  διαρθρωτικά μέτρα βελτίωσης της
ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα: καταπολέμηση του γραφειοκρατικού
κόστους έναρξης και λειτουργίας επιχειρηματικής δραστηριότητας, κόστους
διαφθοράς, κόστους ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών
και παραγωγικών συντελεστών (πχ. άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, κατάργηση
συντεχνιακών προνομίων που συντηρούν τη δομική ανεργία, έλεγχος δεσποζουσών
θέσεων και πρακτικών καρτέλ στην αγορά από εγχώριους και πολυεθνικούς ομίλους)
και η ενθάρρυνση της μετακίνησης ανθρώπινου και υλικού κεφαλαίου από φθίνοντες
προς δυναμικούς κλάδους. Εφόσον δεν υπάρχει πλέον καμία δυνατότητα επέκτασης
της ζήτησης, η ανάπτυξη μπορεί να ενισχυθεί μόνο με την μεταφορά πόρων προς
δραστηριότητες με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία. Επίσης υπογραμμίζεται το
γεγονός ότι πολλά από αυτά τα μέτρα δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, αντίθετα,
κάποια συνεπάγονται και εξοικονομήσεις. Σε μία χώρα με πολύ χαμηλή (δομική)
ανταγωνιστικότητα ως προς την ποιότητα, τέτοια μέτρα μπορεί να παράξουν
τεράστια οφέλη για την ανάπτυξη. Είναι επιτακτική ανάγκη να επιταχυνθεί η
εφαρμογή τους ώστε η Ελλάδα να αποφύγει τον αργό θάνατο της μακροχρόνιας
στασιμότητας.
Είναι φανερό ότι υιοθετούνται τα
οικονομικά της προσφοράς ως θεωρητικό πλαίσιο για την αναπτυξιακή διαδικασία
μιας οικονομίας που βρίσκεται σε βαθειά ύφεση. Η οικονομία υποστηρίζεται
ότι  λειτουργεί σύμφωνα με τον νόμο του
Say. Δεν επιθυμούμε να επαναφέρουμε  ζητήματα που έχουν αντιμετωπισθεί εδώ και πάρα
πολλά χρόνια στο πλαίσιο της οικονομικής θεωρίας.[6]
Ούτε να αναλωθούμε σε θεωρητικές συζητήσεις που αποτελούν υπό μιαν έννοια το
περιεχόμενο της «οικονομικής επιστήμης»[7].
Η πλευρά της ζήτησης παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Για μια πρώτη απάντηση σε όλα αυτά μπορούμε να παραθέσουμε
ορισμένα απλά στοιχεία που ίσως να δείχνουν με χοντροκομμένο αλλά πραγματικό τρόπο
με ποιο «καύσιμο»  κινήθηκε η παγκόσμια
οικονομία στην πραγματικότητα , τα τελευταία 10 έτη ,  ανεξάρτητα
με τις θεωρίες των ακαδημαϊκών οικονομολόγων.
Τις περισσότερες φορές είναι οι απλές χοντροκομμένες
αντιλήψεις που δείχνουν την αλήθεια και γίνονται αντιληπτές από τους πολίτες.
 Στον Πίνακα 1
παρουσιάζεται η εξέλιξη του Παγκόσμιου Δημοσίου Χρέους την περίοδο 1999-2010.
Πίνακας  1.
Το Συνολικό Παγκόσμιο Δημόσιο Χρέος. Ως % του ΑΕΠ
Χώρες
1999
2007-
σε απόλυτους αριθμούς
. (σε δις
δολάρια).
2010
2010:
σε απόλυτους αριθμούς
. (σε δις
δολάρια).
ΗΠΑ
40,6
36,3-  4.982
58,0
8.508
Καναδάς
93,8
66,2-    971
82,4
1.252
Αυστραλία
27,8
14,8-    141
22,3
254
Ιαπωνία
124,8
168,3- 7500
196,1
10.586
Μ.
Βρετανία
44,4
44,2
– 1211
74,8
1.647
Γερμανία
61,3
65,6
– 2243
75,4
2.315
Γαλλία
59,2
63,7-
1702
82,1
2.003
Ιταλία
115,0
104,2
– 2272
118,0
2.282
Ισπανία
63,1
37,1
– 545
61,1
804
Ελλάδα
97,6
105,3-
333,5
127,8
374
Σουηδία
67,3
43,0-198,1
38,8
158
Ρωσία
88,7
7,6
– 96,1
8,5
126
Βραζιλία
58,4
56,4-
807,7
59,3
1.135
Κίνα
27,1
18,2-
615,4
17,3
949
Ινδία
50,1
58,8-
693,5
56,0
852
Τουρκία
40,2
41,1-274,5
47,9
329
Μεξικό
44,7
31,7-318,8
39,5
384
Αίγυπτος
113,9
104,6-132,8
80,8
171
Ινδονησία
40,0
31,7-129,0
26,6
179
Νιγηρία
94,0
12,3-20,8
14,4
30
Αργεντινή
42,5
57,7-142,7
51,5
171
……..
……..
Συνολικό
Παγκόσμιο Δημόσιο Χρέος
19685(σε δις δολάρια).
29826(σε δις δολάρια).
39877(σε δις δολάρια).
Πηγή:  Economist
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον
Πίνακα  1 η αύξηση του ΔΧ σε όλες τις
αναπτυγμένες χώρες της Δύσης (Β.Αμερική , ΕΕ, Ιαπωνία, Αυστραλία) ως % του ΑΕΠ
είναι σημαντικότατη. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες του πίνακα (ΒΙΡΚ, και
υπόλοιπα κομβικά κράτη) όπου όχι μόνο δεν παρουσιάζεται  αύξηση αλλά και σε πολλές περιπτώσεις έχουμε
μείωση. Αυτό σημαίνει ότι η όποια μεγέθυνση του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες χώρες και
σε πλήρη αντίθεση με τις υποδείξεις των θεωρητικών  υποδειγμάτων οφείλεται στην έντονη  επεκτατική οικονομική πολιτική. Δηλαδή οι
αναπτυγμένες χώρες της Δύσης οι οποίες έχουν λύσει σε μεγάλο βαθμό τα
προβλήματα των βασικών υποδομών τους , λειτουργεί ο ανταγωνισμός σε μεγάλο
βαθμό στις αγορές εμπορευμάτων , υπηρεσιών και χρήματος, υπάρχει αποδεκτή
λειτουργία του δημοσίου , δεν υπάρχει φοροδιαφυγή , υπάρχει έρευνα και
τεχνολογία σε υψηλό επίπεδο, υπάρχει αναπτυγμένη παραγωγική δομή,  κτλ,
βασίζονται στην επεκτατική οικονομική πολιτική  τι θα πρέπει να πράξουν οι χώρες που
βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης για να επιτύχουν βελτίωση του
επιπέδου ευημερίας των πολιτών τους;  Θα
πεισθούν στα κελεύσματα των ισχυρών χωρών
τα οποία οι ίδιες δεν εφαρμόζουν; Εκτός αν η καπιταλιστική ιεράρχηση
επιβάλλει «εξ αντικειμένου» το διεθνή καταμερισμό εργασίας τουλάχιστον σε
μεγάλο βαθμό.
Montlyreview.gr  04.10.2010
[1] Κ.Μελάς, Η «αλήθεια» του Μνημονίου και τα ψεύδη των κυβερνώντων περί ανάπτυξης. ΜR.gr , 07.09.2010
[2] Η παραγωγικότητα  αντανακλά παράγοντες που δεν αποτυπώνονται στην ποσότητα των παραγωγικών συντελεστών, όπως π.χ. η αποτελεσματικότητα της παραγωγικής διαδικασίας, η τεχνολογία, η βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού κ.λπ.
[3] Οι δύο (το εμπόριο και οι κατασκευές) είναι προστατευμένοι από το διεθνή ανταγωνισμό και σχετικά χαμηλής έντασης
τεχνολογίας. Κλάδοι εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό, όπως η μεταποίηση και ο τουρισμός, δεν αναπτύχθηκαν με τον ίδιο ταχύ ρυθμό, ίσως επειδή δεν μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό
[4] Αρκεί να αναφερθεί ότι το 2009, η δημοσιονομική ένεση άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ στη συνολική ζήτηση μέσω του δημοσιονομικού ελλείμματος, δεν εμπόδισε την συνολική εγχώρια ζήτηση να μειωθεί κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες.
[5] Ο Κ.Μελάς έχει παρουσιάσει ένα τέτοιο υπόδειγμα : Το Υπόδειγμα της «Νέας Συναίνεσης»
(New consensus model) Monthlyreview.gr 19/03/2008.
[6] J.M.Keynes, Η Γενική Θεωρία του Χρήματος , της Απασχόλησης και του Τόκου. Παπαζήση
Επίσης τα ζητήματα αυτά διαπραγματεύεται ο Κ.Μελάς στο υπό έκδοση βιβλίο του : Η Διαχρονική Πορεία της Μακροοικονομίας,
[7] Η κριτικές τοποθετήσεις έναντι του υποδείγματος DSGE είναι πάρα πολλές, παραπέμπουμε μεταξύ άλλων : Robert Solow “Building a Science of Economics for the Real World” House Committee on Science and Technology
Subcommittee on Investigations and Oversight ,July 20, 2010.
Willem Buiter, Τhe unfortunate uselessness of most ’state of the art’ academic monetary economics.ft.com/maverecon March 3, 2009.