Η ανασύνθεση της λαϊκής υποκειμενικότητας μπορεί να αποτελέσει την προϋπόθεση για μια καινούργια πορεία. Μπορεί να συμβεί;

Στο αποϊδεολογικοποιημένο περιβάλλον της μετανεωτερικότητας η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο, δηλαδή ως άσκηση της εξουσίας και «διαχείριση» της κυριαρχίας από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ, αδυνατεί να προκαλέσει την όποια ανάπτυξη και εκδίπλωση συγκρουσιακών καταστάσεων όπως αυτές υπήρχαν στο παρελθόν, μετατρεπόμενη σε διαχειριστικό μηχανισμό συναλλαγών μεταξύ εκπροσώπων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ποικίλων εταιρειών και επιχειρήσεων. Η Δημοκρατία της Αγοράς επιβάλλοντας τους κανόνες του παιχνιδιού στον τρόπο της υλικής παραγωγής, καθιστά τους εκπροσώπους της δυτικότροπης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, απλούς επ’ αμοιβή διεκπεραιωτές των βουλήσεων των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των οικονομικών συμφερόντων τους.

Αυτό που συνέβη τα τελευταία είκοσι χρόνια σε ολόκληρη τη Δύση και συνεπώς στην Ελλάδα, είναι η μετάλλαξη της πολιτικής δράσης σε εργαλείο εξυπηρέτησης κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων υπερεθνικών επιχειρήσεων και ισχυρότατων ομάδων πελατειακών διασυνδέσεων. Εντός του πλαισίου αυτού γίνεται απολύτως κατανοητό το ότι τα δύο ελληνικά κόμματα εξουσίας δεν θέλουν και δεν μπορούν να παράγουν πολιτική. Βρίσκονται απολύτως ενσωματωμένα στη λογική της διαχείρισης και της διαπλοκής. Παράλληλα έχοντας «καρτελοποιήσει» την πολιτική, μπλοκάρουν με τη βοήθεια των ΜΜΕ και άλλων χειραγωγητικών μηχανισμών οποιαδήποτε δυνητική διέξοδο του πολιτικού συστήματος, αναπαράγοντας διαρκώς τις συνθήκες αναπαραγωγής του. Τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν αλωθεί σε απόλυτο βαθμό από θεσμοποιημένες ή άτυπες ομάδες συμφερόντων. Η εκλογική επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος αποτελεί αυτοσκοπό που αφορά μόνο την υλική αποκατάσταση ολίγων εκατοντάδων στελεχών τα οποία θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση των εντολών των οικονομικών ελίτ. Έχοντας απολέσει την ικανότητά τους να προασπίζουν συλλογικά αιτήματα μεταλλάχθηκαν σε οργανισμούς προσοδοφόρων οικονομικών επιχειρήσεων. Δημιουργώντας «θεατρικότητα στην επικοινωνία» [1] , αναπτύσσουν μια ακατάσχετη ρητορεία που επί της ουσίας πάντοτε ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που συμβαίνουν ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν [2] .

Καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού στα μέτρα τους, διαπληκτιζόμενα «θεατρικά» για ζητήματα που αυτά έχουν επιλέξει και προτείνουν «λύσεις» το ένα έναντι του άλλου, που ουσιαστικά διαφοροποιούνται στο «φαίνεσθαι» και καθόλου στην ουσία. Αδιαφορούν παντελώς για το τι πραγματικά χρειάζεται ο τόπος, αντιμαχόμενα ρητορικά για παραλήψεις του ενός ή του άλλου όταν ήταν στην κυβέρνηση. Αδυνατούν να χαράξουν εθνική στρατηγική και με βάση αυτήν να αντιμετωπίσουν κρίσεις χαμηλής ή υψηλής έντασης [3] . Στελεχώνονται από πρόσωπα δίχως κοινωνική καταξίωση δεδομένου ότι η απόλυτη πλειοψηφία τους αποτελείται από άτομα χωρίς στοιχειώδη εργασιακή εμπειρία γαλουχημένα στα κομματικά θερμοκήπια όπου ανθούν μόνον οι δολοπλοκίες και οι βυζαντινισμοί. Η έννοια της πολιτικής συρρικνώνεται στο πώς θα εξασφαλίσουν την εκλογή τους ή το προσωπικό τους συμφέρον.

Η συντελεσθείσα αποδόμηση του πόλου της λαϊκής υποκειμενικότητας συμπαρασύρει στην αποσύνθεση τις όποιες πολιτικές προτάσεις έχουν μέχρι σήμερα δει το φως της δημοσιότητας. Η κατάργηση του δημόσιου χώρου και ο ευτελισμός του καθετί που απλά αναφέρεται ως δημόσιο συμπαρασύρει ένα δικαιϊκό και πολιτικό πολιτισμό, ο οποίος παρά τις ελλείψεις και τα προβλήματά του αποτελούσε ένα πρόχωμα στη κατακλυσμιαία επίθεση του αδηφάγου κεφαλαίου. Μόνο η ανασύνθεση της λαϊκής υποκειμενικότητας στον ελληνικό χώρο μπορεί να αποτελέσει την προϋπόθεση για μια καινούργια πορεία. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν τα προβλήματά του αντιμετωπισθούν ως προβλήματα που γεννιούνται από τον ύστερο πολυεθνικό διεθνοποιημένο καπιταλισμό. Στην ουσία χρειάζεται να αντιμετωπίσει τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα που γεννά η μετανεωτερικότητα και το εκτεχνικευμένο, εμπορευματοποιημένο σύμπαν του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η αδυναμία της Αριστεράς να εκφράσει πολιτικό λόγο συγκροτημένο, επιθετικό και συνάμα ενταγμένο σε ένα παρεμβατικό πλαίσιο μεταρρυθμιστικό της σημερινής τάξης πραγμάτων την καθιστά δέσμια του συστήματος που ήδη κατάρρευσε μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα αλλά και της συμπεριφοράς των λαϊκών στρωμάτων που αυτό προσδιόριζε. Η κατάρρευση ενός συστήματος που έχει κατά κόρον υποστεί έντονη και δριμεία κριτική από τις δυνάμεις της κριτικής Αριστεράς δεν μπορεί σήμερα να ζητείται να διατηρηθεί έστω και καθόσον αφορά τους εργαζόμενους. Το σύστημα έχει καταρρεύσει. Αν δεν πράξουμε με σωστό τρόπο το επερχόμενο σύστημα, παρά τις διαδηλώσεις, την οργή και τα κινήματα θα είναι σαφώς χειρότερο.

Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι η ανασύνθεση του λαϊκού πόλου μπορεί να γίνει μόνο σε μία αριστερή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και με πρωτοβουλίες που οδηγούν σε όξυνση τις αντιθέσεις του υπάρχοντος καθεστώτος. Όλες οι άλλες προσπάθειες είναι φανερό ότι καταλήγουν σε αδιέξοδη ενσωμάτωση με τις βουλήσεις των φορέων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας. Δηλαδή με τις βουλήσεις της μονοκράτηρας ΗΠΑ και των πολυεθνικών επιχειρήσεων που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους φορείς της παγκοσμιοποίησης.

Υποσημειώσεις

[1] Γ. Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2000.
[2] Λ. Κάνφορα, Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας, εκδ. Μεταίχμιο, 2005.
[3] Π. Κονδύλης, «Επίμετρο» στο Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, εκδ. Θεμέλιο, 1992. 

 Δημοσιεύθηκε στο Monthlyreview.gr