Περί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας

 
Είναι
γνωστό ότι κάθε οικονομία της καπιταλιστικής  αγοράς δεν είναι παρά νομισματική οικονομία
και ως εκ τούτου, ο ίδιος ο θεσμός του χρήματος και των πιστωτικών μέσων
εμπεριέχει εγγενώς τη δυνατότητα ανισορροπίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα και
στην πραγματική οικονομία γενικότερα.
 Το
χρήμα συνδέεται στενά με την πίστωση, αλλά ο ρόλος της πίστωσης είναι λιγότερο
κατανοητός  από το ρόλο του χρήματος.
 Θα
πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η πίστη παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική
μεγέθυνση και στην ευημερία των χωρών. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι ο
ρόλος της πίστωσης στη διευκόλυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Η πίστωση
μπορεί να δημιουργηθεί εύκολα δίχως τη χρησιμοποίηση συμβατικών συντελεστών παραγωγής
και εύκολα  μπορεί να καταστραφεί.
Δύσκολα μπορεί να βρεθεί τρόπος για την παρουσίαση της συνάρτησης προσφοράς
πίστωσης. Ο λόγος είναι ότι η πίστωση στηρίζεται στην πληροφόρηση. Η
επιβεβαίωση ότι ένα άτομο  είναι άξιος
πίστωσης απαιτεί δαπάνη πόρων και η όποια απόφαση φέρει τον ανάλογο κίνδυνο.
Δεν υπάρχει μια απλή σχέση μεταξύ οικονομικού κόστους  και της ποσότητας πίστωσης. Σε αντίθεση με το
φυσικό κεφάλαιο  που «καταστρέφεται» αργά
, το πληροφοριακό κεφάλαιο εύκολα και γρήγορα μπορεί να  καταστραφεί και να ξεπερασθεί. 
 Παράλληλα,
η δανειακή ικανότητα ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την κερδοφορία των επενδύσεων.
Μάλιστα, όσο πιο κερδοσκοπική μπορεί να είναι μια επένδυση, τόσο πιο ελκυστική
γίνεται, με δεδομένο το κόστος του χρήματος.
Συνεπώς,
το κόστος και η διαθεσιμότητα της πίστωσης αποτελούν  τα σημαντικότατα  στοιχεία στον επηρεασμό του επιπέδου της
οικονομικής δραστηριότητας.
Η
πίστη επεκτείνεται, ή συστέλλεται με βάση τις «αποδείξεις» αξιοπιστίας που
προσκομίζει ο δανειζόμενος (χώρα, επιχείρηση, ιδιώτης) και αξιολογεί κατά τρόπο
απολύτως  υποκειμενικό ο δανειστής

(τραπεζικό σύστημα – πολυμερείς Διεθνείς Οργανισμοί κλπ.). 
Η
μέτρηση της αξιοπιστίας του δανειζόμενου αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα του
δανειστή και είναι ουσιαστικά αδύνατον να βρεθεί τρόπος να αμφισβητηθεί η όποια
απόφασή του
. Η αξιολόγηση της
πιστοληπτικής ικανότητας[1] του
δανειζομένου στηρίζεται σε πολλαπλά επίπεδα στοιχείων τα οποία μπορεί να
παρουσιάζουν μια φαινομενική ιεραρχική δομή αλλά επί της ουσίας είναι επίπεδα
ασύνδετα μεταξύ τους και ως εκ τούτου
καθιστούν εύκολη  τη χειραγώγηση
τους από τη μεριά του αξιολογητή.  Εν
τοις πράγμασι η διαχειριστική ευχέρεια του τελευταίου δεν γνωρίζει περιορισμούς
και οι βαθμοί ελευθερίας του είναι απεριόριστοι. Αυτή η ευχέρεια διαβάθμισης
της πιστοληπτικής ικανότητας  μεταφράζεται σε διαφορετικό ύψος ασφαλίστρου
κινδύνου και συνεπώς σε κόστος χρηματοπιστωτικών εξόδων.
Συμπερασματικά
μπορεί να υποστηριχθεί  ότι η αξιολόγηση
της πιστοληπτικής ικανότητας οποιουδήποτε δανειζομένου στηρίζεται σε πολύ
μεγάλη δόση υποκειμενικότητας εκ μέρους του αξιολογητή. Αυτή η προσέγγιση
στηρίζει απλά  μια ακραία καλοπροαίρετη
προσέγγιση του ζητήματος η οποία θα μπορούσε να συμβαίνει ακόμα και αν
λειτουργούσε η χρηματοπιστωτική αγορά με όρους διαφάνειας , πλήρους
πληροφόρησης και τέλειου ανταγωνισμού. Όμως είναι απολύτως βέβαιον και ιστορικά
αλλά θεωρητικά αποδεδειγμένο ότι η θεωρία των αποτελεσματικών χρηματοπιστωτικών
αγορών και όλα τα συναφή είναι απλώς μύθοι που καταφέρνουν να κυριαρχούν
στηριζόμενα σε κανονιστικά προτάγματα που υποκρύπτουν κυριαρχίες. Κυριαρχίες
κοινωνικών υποκειμένων και ομάδων που ακαταπαύστως επιδιώκουν την αναπαραγωγή
των συνθηκών αναπαραγωγής τους. Το θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει την αξιολόγηση
της πιστοληπτικής ικανότητας χωρών από οίκους αξιολόγησης των οποίων τα
συμφέροντα είναι απολύτως ταυτισμένα με τους τραπεζικούς οίκους που δρουν ως
πιστωτές,  είναι δημιούργημα εκείνων των
κοινωνικών ομάδων και ελίτ που  πλουτίζουν
ασύστολα από αυτή τη δραστηριότητα. Η θεωρητική επικάλυψη αποτελεί το
απαραίτητο ένδυμα για να μη φανεί η γυμνή αλήθεια. Αυτός είναι άλλωστε και ο
λόγος που παρότι τα νεοκλασικά οικονομικά ως θεωρητικό υπόδειγμα είναι εδώ και
πολλά χρόνια διάτρητα επιστημονικά εξακολουθούν να κυριαρχούν[2].
Κυριαρχούν γιατί το επιτρέπουν οι κυρίαρχοι.
Είναι
νομίζω κατανοητό ότι τα παραπάνω γράφονται καθώς οι χρηματοπιστωτικές αγορές σε
αγαστή συνεργασία με τους  οίκους
αξιολόγησης, σε  καθημερινή βάση   επιδιώκουν να αποκομίσουν μεγαλύτερα οφέλη
(υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου)  από την
Ελλάδα και όχι μόνο.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω είναι η σημερινή ανακοίνωση του οίκου
Standard and Poor περί νέας υποβάθμισης της
ελληνικής οικονομίας ,ενόψει της έκδοσης δεκαετούς ομολόγου , με αφορμή ….την
πιθανή υποχώρηση  λαϊκής  στήριξης στο πρόγραμμα σταθεροποίησης της
κυβέρνησης  Γ. Παπανδρέου . Πρόκειται για
απίθανο επιχείρημα …Το λογικό θα ήταν για έναν αναλυτή να υποστηρίξει ότι
εφόσον υπάρχουν λαϊκές  αντιδράσεις
σημαίνει ότι τα μέτρα είναι σε σωστή κατεύθυνση (προφανώς για τις
χρηματοπιστωτικές αγορές). Όμως δεν περιμένει να δει την αποτελεσματικότητα των
μέτρων που βρίσκονται σε σωστή κατεύθυνση , αλλά οτιδήποτε συμβαίνει στην χώρα
αξιολογείται αρνητικά και επομένως αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας.
Αυτή είναι η λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών – πιστωτών και
αξιολογητών- και δυστυχώς είναι σχεδόν αδύνατον να ξεφύγει  κάποιος από τα νύχια τους. Η πραγματικότητα
που έχουν φτιάξει οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ είναι αδήριτη και άκαμπτη.
Τα δύο κόμματα που κυβερνούν την χώρα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα δεν θα
πρέπει κάτι να αναφέρουν για την πλήρη αποδοχή και πολλές φορές τη συμμετοχή
τους σε αυτό το κατασκεύασμα . Αν δεν μπορούν να μιλήσουν ας ψελλίσουν κάτι,
έστω ότι δεν γνώριζαν τι ποιούσαν.   Τώρα
που όλα όσα πίστευαν έχουν ανατραπεί άρδην σε μια στοιχειώδη αυτοκριτική έστω
και επικοινωνιακού χαρακτήρα δεν αισθάνονται την ανάγκη να προβούν; Δεν πρέπει
να φοβούνται έτσι και αλλιώς όλοι –και όχι μόνο τα παιδιά- τα γνωρίζουν όλα.
Montlyreview.gr 25.02.2010

 

[1] Δες: Κ. Μελάς, Εισαγωγή στη Χρηματοοικονομική Τραπεζική Διοικητική . Εξάντας 2009.
[2] Δες : Κ. Μελάς , Οι Σύγχρονες Κρίσεις του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος. Α.Α .Λιβάνης 2010.