Η ασθένεια της ελληνικής οικονομίας

 
Η ελληνική οικονομία για ακόμα μια φορά τα τελευταία χρόνια , βρίσκεται σε κατάσταση έντονων κλυδωνισμών και σοβαρών πιέσεων. Είναι εντυπωσιακό το να αναλογισθεί κανείς τη συχνότητα της
εμφάνισης αυτών των προβλημάτων στην ελληνική οικονομία αλλά και τα αντίστοιχα σταθεροποιητικά προγράμματα που ακολουθούν. Τα τελευταία  καταλαμβάνουν  ως συνολική χρονική διάρκεια , σύμφωνα με απλούς υπολογισμούς, μεγαλύτερη από το ήμισυ της χρονικής περιόδου της μεταπολίτευσης.
Η ελληνική οικονομία δηλαδή βρίσκεται σε μια σισύφειο προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής σε ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης .
 Η φανερή αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να «προσαρμοσθεί» στα δημοσιονομικά κριτήρια που τίθονται από το διεθνή καταμερισμό εργασίας  αλλά και την ΕΕ ιδιαίτερα  αποτελεί πρώτης προτεραιότητας ζήτημα που χρειάζεται να μελετηθεί και να κατανοηθεί.
Σήμερα βρισκόμαστε εκ νέου αντιμέτωποι με μια παρόμοια κατάσταση. Μάλιστα αυτή την φορά  η κατάσταση της οικονομίας χρησιμοποιήθηκε ως πραγματικός λόγος και όχι ως δικαιολογία για την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών. Η παρέμβαση του πρωθυπουργού δεν άφησε καμία αμφιβολία για τη σημερινή δεινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Η ιδιαιτερότητα του προβλήματος έγκειται στην έντονη αδυναμία των ασκούντων την οικονομική πολιτική να αντιληφθούν την σοβαρότητα της κατάστασης πιεζόμενοι αφενός από την ΕΕ για την
τήρηση των κριτηρίων της συνθήκης  του Μάαστριχτ και του ΣΣ και αφετέρου από τη μείωση  του πολιτικού χρόνου που είχαν στη διάθεσή τους μέχρι τις επόμενες εκλογές. Αποτέλεσμα να λαμβάνονται  μέτρα αποσπασματικά , άνισα και κυρίως αναποτελεσματικά.
Όλα αυτά τα μέτρα προκειμένου να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις του ΟΟΣΑ   και ακολουθούν τις αρνητικές προβλέψεις της ΕΕ  για το έλλειμμα, το δημοσιονομικό
έλλειμμα θα αυξηθεί φέτος στο 6,1%. Το ανησυχητικό είναι ότι στην εκτίμηση αυτή καταλήγει ο Οργανισμός έχοντας συμπεριλάβει τα μέτρα μείωσης των δαπανών που έχει εξαγγείλει το υπουργείο Οικονομίας και τόσο καιρό βρίσκονταν εκτός των υπολογισμών για το έλλειμμα. Για το 2010, η κατάσταση επιδεινώνεται, καθώς ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι το έλλειμμα θα καταγράψει νέα άνοδο και θα διαμορφωθεί στο 6,7% του ΑΕΠ. (Για τους γνωρίζοντες το έλλειμμα θα υπερβεί το 7,5% το 2009 και θα σκαρφαλώσει στο 8,5%-9,0% το 2010).
Ο ρυθμός ανάπτυξης, σύμφωνα πάντοτε  με τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών  φέτος θα συρρικνωθεί κατά 1,3% -για πρώτη φορά από το 1993- λόγω της μείωσης της ζήτησης κατά 1,6%, των επενδύσεων κατά 8,4%, των εξαγωγών κατά 23,4%, ενώ και η ιδιωτική κατανάλωση θα καταγράψει πτώση 0,2%. Παράλληλα και οι εισαγωγές θα υποχωρήσουν, παρουσιάζοντας πτώση 17,7%. Το 2010, η κατάσταση θα είναι καλύτερη λόγω της γενικευμένης ανάκαμψης στην παγκόσμια οικονομία, με αποτέλεσμα το ελληνικό ΑΕΠ να σημειώσει μικρή
άνοδο κατά 0,3%.
Η ανεργία το 2009 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 9,5% και το 2010 στο 10,3%. Με τα δεδομένα του Μαρτίου για το εργατικό δυναμικό, αυτό σημαίνει ότι φέτος οι άνεργοι θα αυξηθούν κατά 77.295 και του χρόνου κατά 39.546. Συνολικά στη διετία 2009 – 2010 θα προκύψουν 116.841 νέοι άνεργοι. Είναι απορίας άξιον γιατί η ΕΣΥΕ έχει σταματήσει να στέλνει στοιχεία σχετικά με την ανεργία στη EUROSTAT από τον Μάρτιο του 2009. Το πιθανότερο είναι ότι υπάρχει προσπάθεια απόκρυψης του μεγέθους της ανεργίας όπως καταγγέλλει και η ΓΣΕΕ.  
 Παράλληλα,  ο πληθωρισμός μειώνεται λόγω της κάμψης των τιμών του πετρελαίου, ωστόσο ο δομικός πληθωρισμός παραμένει υψηλός σε σχέση με την Ευρωζώνη λόγω  της νέας αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας θα βελτιωθεί φέτος και το έλλειμμά του θα διαμορφωθεί στο 12,9% του ΑΕΠ από 14,4% του ΑΕΠ που ήταν το 2008, εξαιτίας της κάμψης των τιμών του πετρελαίου που σημειώνεται το 2009 σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο, μόλις εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της
διεθνούς οικονομίας, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα ξαναπάρει την ανιούσα και θα ανέλθει στο 13,4% του ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό αντανακλά τα χρόνια προβλήματα που έχει η ελληνική οικονομία, αλλά και την αναγκαιότητα να αλλάξει το ξεπερασμένο πλέον μοντέλο ανάπτυξής της έτσι ώστε να βελτιωθεί η χαμηλή
ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και να επιστρέψουν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που δείχνει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι τα στοιχεία που αφορούν στον τομέα των ξένων άμεσων επενδύσεων. Στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) βρίσκεται η Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες και αφορούν το 2008, η Ελλάδα βρίσκεται στην 21η θέση, ενώ μόλις 9 χώρες έχουν λιγότερες ξένες άμεσες επενδύσεις. Συνολικά οι ξένες άμεσες επενδύσεις στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν μειωμένες το 2008 σε σύγκριση με το 2007 κατά 35% και συγκεκριμένα διαμορφώθηκαν στο ένα τρισ. δολάρια από 1,58 τρισ. δολάρια το 2007.
Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι σοβαρή αλλά το πλέον σημαντικό   συμπέρασμα που
συνάγεται είναι η απουσία οποιουδήποτε συγκροτημένου σχεδίου δια την έξοδο από την κρίση και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Το υψηλό έλλειμμα σε συνδυασμό με το υπέρογκο δημόσιο χρέος, περιορίζουν τα περιθώρια δημοσιονομικού ελιγμού στην Ελλάδα. Η ανάγκη  για ουσιαστική αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας  χρειάζεται ένα αναλυτικό και ρεαλιστικό μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα στηρίζεται σε συγκεκριμένα μέτρα. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα επιστρέψουν και τα επιτόκια δανεισμού της χώρας στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την κρίση. Μερικά από αυτά είναι:  ο αυστηρός έλεγχος των δαπανών και η διοχέτευσή τους σε στόχους που συμμετέχουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας κυρίως μέσω της προσφοράς αλλά και της τόνωσης της ζήτησης των ατόμων με υψηλή ροπή προς κατανάλωση , η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η πάταξη της φοροδιαφυγής, καθώς και η νέα μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και του συστήματος υγείας. Όμως η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να ακολουθεί και να υποστηρίζει τα αναπτυξιακά μέτρα της ελληνικής οικονομίας και κυρίως αυτά που ανήκουν στην πλευρά της προσφοράς.  Η ελληνική οικονομία από το 1996 και μετά στηρίχτηκε στους υψηλούς ρυθμούς της εγχώριας ζήτησης και κυρίως σε εκείνους της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης λόγω της διοχέτευσης μεγάλου μέρους της ζήτησης στο εξωτερικό.
Το συγκεκριμένο υπόδειγμα που σε ένα βαθμό επιβλήθηκε  από την ολοκληρωτική ένταξη της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω του πλαισίου της ΕΕ οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μείωση του επιπέδου διαβίωσης την ελληνική οικογένεια. Το μέλλον διαγράφεται δύσκολο και με μοναδική βεβαιότητα τη συρρίκνωση της προσδοκώμενης  «ευημερίας»
.
Monthlyreview.gr
05.09.2009.