Η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της ελληνικής αγοράς και ο «ελεύθερος ανταγωνισμός»

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι το θέμα της καρτελοποίησης, δηλαδή η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, με τις εναρμονισμένες πρακτικές, την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης μεγάλων επιχειρήσεων και τις καταχρηστικές πρακτικές ενάντια στους καταναλωτές. Τα ολιγοπώλια είναι ο βασικός λόγος που στην ελληνική αγορά διαπιστώνονται σε καθημερινή βάση, αυξημένες τιμές σε πολλαπλό αριθμό ομοειδών αγαθών σε σχέση με άλλα περισσότερο αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη.

Την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της ελληνικής αγοράς νομίζω ότι πλέον δεν την αμφισβητεί κανείς αναλυτής. Εξάλλου, τα διαθέσιμα στοιχεία είναι καταλυτικά στην υποστήριξη της παραπάνω άποψης. Μπορώ να δώσω ορισμένα παραδείγματα:
• Στο χώρο της λιανικής αγοράς τροφίμων, 10 αλυσίδες πολυκαταστημάτων ελέγχουν πάνω από το 85% της αγοράς.
• Στο χώρο των προμηθευτών, σε σύνολο 1.375 εταιρειών, οι 100 πρώτες κατέχουν το 76,1% των πωλήσεων, οι 50 πρώτες το 62% και οι 30 πρώτες το 51%.
• Σε ένα σύνολο 60 προϊόντων πρώτης ανάγκης και ευρείας κατανάλωσης, μία εταιρεία προμηθεύει περίπου το 60% για κάθε ένα προϊόν, ενώ οι δύο μεγάλες εταιρείες το 99% αντίστοιχα.
• Στο χώρο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι πέντε μεγαλύτεροι τραπεζικοί όμιλοι κατέχουν πάνω από το 85% των ιδίων κεφαλαίων, των καταθέσεων, των χορηγήσεων και του ενεργητικού.
• Στο χώρο των καυσίμων συμβαίνει ακριβώς το ίδιο.

Παράλληλα, υπάρχουν κλειστά επαγγέλματα, κυρίως στο χώρο των υπηρεσιών, που δημιουργούν και καρπώνονται μεγάλες προσόδους.

Η κυρίαρχη αντίληψη σήμερα στην Ελλάδα φαίνεται να αναγνωρίζει την ύπαρξη αυτών των καταστάσεων και επιδιώκει την καταπολέμηση και την πάταξή τους. Η όλη προσπάθεια κατατείνει στην εμπέδωση του ελεύθερου ανταγωνισμού, στη βελτίωση των συνθηκών του, στην πάταξη όλων των εμποδίων που υψώνονται εμπρός του. Σε αυτή τη συλλογιστική όλα αυτά τα εμπόδια αποτελούν απλά στρεβλώσεις και ατέλειες της λειτουργίας της αγοράς και ως εκ τούτου χρειάζεται ένας εποπτικός μηχανισμός –κάτι σαν την Επιτροπή Ανταγωνισμού–, ο οποίος να επεμβαίνει όποτε προκύπτει ανάγκη. Η διαπίστωση όμως που προκύπτει από την ιστορική εμπειρία είναι η ακόλουθη: δεδομένου ότι καθ’ όλη την ιστορική περίοδο του καπιταλισμού τα συγκεκριμένα φαινόμενα δεν είναι συγκυριακά αλλά αποτελούν μια διαχρονική συνεχώς επεκτεινόμενη μεγεθυντική διαδικασία, αποτελούν και δομικό χαρακτηριστικό του συστήματος. Τα μονοπώλια, τα ολιγοπώλια δεν συνιστούν απλώς ατέλειες ή στρεβλώσεις των αγορών, αλλά είναι οργανικό αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Δεν είναι μόνον άρνηση του ελεύθερου ανταγωνισμού (ολοκληρωτικά πλασματική έννοια) αλλά είναι παιδιά του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Είναι εκδηλώσεις της εγγενούς στον καπιταλισμό τάσης για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Αυτή η εγγενής τάση, δείτε το παράδοξο αλλά πραγματικό, γίνεται περισσότερο έντονη και δυνατή όσο οι πολιτικές δυνάμεις επιχειρούν να απελευθερώσουν την οικονομία από παλιούς ή νέους περιορισμούς ρύθμισής της. Επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί απάντηση στο πρόβλημα των ολιγοπωλίων ο ελεύθερος ή υγιής ανταγωνισμός· απλούστατα διότι τέτοιος δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ. Υπάρχει ο πραγματικός καπιταλιστικός ανταγωνισμός [1], στον οποίο οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν όλα τα υπάρχοντα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, από τη διαπλοκή με την πολιτική εξουσία μέχρι τις μαφιόζικες λύσεις εξόντωσης του αντιπάλου.

Εκείνο όμως που είναι εντυπωσιακό είναι ότι συνεχώς επανέρχονται στην οικονομία ζητήματα που θα έπρεπε να θεωρούνται λυμένα τα τελευταία τουλάχιστον 100 έτη για να μην πω και περισσότερο. Στο ζήτημα των ολιγοπωλίων, των καρτέλ, της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στο καπιταλιστικό σύστημα. η βιβλιογραφία είναι άπειρη αλλά και αποφασιστικά καταλυτική σε όσα υποστηρίξαμε.

Συνεπώς θα μπορούσαμε,προχωρώντας τη σκέψη μας λίγο περισσότερο, να αναρωτηθούμε: γιατί επανέρχονται συνεχώς τα ίδια προβλήματα στον χώρο της οικονομικής; Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου έχει να κάνει με την ιδεολογική της χρήση από τις εκάστοτε εξουσίες· η δεύτερη έχει να κάνει με το ίδιο το επιστημονικό της στάτους το οποίο επιτρέπει αυτή τη χειραγώγηση. Όπως και να έχουν τα πράγματα ένα είναι απολύτως σίγουρο: η οικονομική είναι μια «επιστήμη με σαφή όρια».

Υποσημείωση:

[1] Για το ζήτημα αυτό, βλ. Κ. Μελάς & Γ. Πολλάλης, Παγκοσμιοποίηση και πολυεθνικές επιχειρήσεις, κεφ. 2, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005.