Απαιτείται Κριτική Αποτίμηση της Ένταξης της Ελλάδος στην Ευρωζώνη.

 
Το πραγματικό αντικείμενο των επερχόμενων ευρωεκλογών δεν μπορεί παρά να είναι:
1)το άνοιγμα της συζήτησης για τον απολογισμό της ένταξης της χώρας μας κατ’ αρχάς στη ζώνη του ευρώ· και
2) η συζήτηση για αυτό καθ’ αυτό το ευρωπαϊκό μόρφωμα[1] .
Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή και διαρκής συζήτηση για το φλέγον θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης , για το ποιες δυνάμεις για ποιους λόγους το προωθούν και ποιες γιατί ενδεχομένως θα τη ματαιώσουν, για τις συναφείς ελληνικές απόψεις και προτάσεις και για τη θέση του ελληνικού έθνους μέσα σ’ αυτές τις εξαιρετικά αντιφατικές διαδικασίες.
Παρά τα όσα περίμεναν πολλοί το έθνος κράτος δεν διαλύεται μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα όπως αυτό της ΕΕ.
Απλούστατα αναλαμβάνει ένα νέο ιστορικό ρόλο , λίγο ή πολύ διαφορετικό από εκείνο που είχε στο απώτερο παρελθόν. Πρωταρχικό του μέλημα είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ανάλογα με τις δυνατότητες του οι οποίες απορρέουν από την γεωπολιτική του θέση και την γεωοικονομική του ισχύ  και ειδικά όταν αυτές βρίσκονται σε φθίνουσα κατάσταση , ο αγώνας του στην κυριολεξία μπορεί να μετατραπεί σε αγώνα
επιβίωσης.
 Στο μέσον μιας τεράστιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και με αφορμή τις επερχόμενες ευρωεκλογές παρουσιάζεται μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να γίνει μια ουσιαστική αποτίμηση της συμμετοχής της
Ελλάδος στην ΕΕ αλλά και στη ζώνη του Ευρώ.
Η είσοδος της Ελλάδος στην ΕΟΚ το 1981 αλλά και η ένταξη στην ευρωζώνη (2002), μέσω της παθητικής αποδοχής των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1992) , Άμστερνταμ (1997) και Νίκαιας (2001)
αποτέλεσαν στρατηγικές επιλογές των πολιτικών και οικονομικών ελίτ με τη σύμφωνη γνώμη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η μεγάλη ευφορία που παρατηρήθηκε δεν ήταν αποτέλεσμα εντέχνως δημιουργημένο μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης αλλά σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσε θετικές προσδοκίες του ελληνικού λαού.
Ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας επιλέχτηκε ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική και κατέληξε στην οργανική ένταξή της σε μια οικονομικά «ενοποιημένη» Ευρώπη πιστεύοντας ότι με τη βοήθειά της και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε (καθιστώντας την ισχυρή και ανταγωνιστική) και την ακεραιότητά της θα διασφάλιζε – θα έλυνε δηλαδή το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας.
Το 2000 η Ελλάδα εισήλθε με πανηγυρικούς τόνους στη ζώνη του ευρώ. Η είσοδος αυτή επιχειρήθηκε να χαρακτηρισθεί ως το μέγιστο βήμα προόδου της ελληνικής οικονομίας τη μεταδικτατορική πολιτική
περίοδο της χώρας.  Οι ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996-2004) στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην οικονομία όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές
αλλά και υπερέβαλε πολλάκις υπερακοντίζοντας σε κομπορρημοσύνη και σε ψεύτικες
υποσχέσεις . Ο όρος «ισχυρή οικονομία», αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη .
Προέκυψε κυρίως     ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης ,  αλλά  και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων   κατά την οκταετία 1997-2004…Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση»
και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επί τέλους την «επαναθεμελίωση» του κοινωνικού κράτους . Οι ισχυρισμοί περί ισχυρής οικονομίας λειτούργησαν με τρόπο αντίστοιχο της παλιάς Μεγάλης  Ιδέας με κατεύθυνση προς τη Δύση αυτή τη φορά. Σιγά – σιγά δημιουργήθηκε και
εξαπλώθηκε στην ελληνική κοινωνία  ένας εκσυγχρονιστικός φονταμενταλισμός βασιζόμενος υποτίθεται στον ορθό λόγο , λες και όλες οι υπόλοιπες απόψεις ήσαν ανορθολογικές.
Η μονοσήμαντη σκέψη σε όλο της το μεγαλείο κατέκλυσε την ελληνική
κοινωνία.
Αυτονοήτως το πρώτο που χρειάζεται να ειπωθεί προς αποκατάσταση της αλήθειας για την ελληνική οικονομία είναι ότι δεν πρόκειται περί ισχυρής οικονομίας. Σύμφωνα με οποιαδήποτε κριτήρια , δεν συνάγεται από πουθενά τα περί ισχυρής οικονομίας. Ισχυρή οικονομία σημαίνει  υψηλός ρυθμός μεγένθυσης, χαμηλός διαφορικός πληθωρισμός   σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους , απασχόληση που το επίπεδό της πρέπει να ευρίσκεται πλησίον της πλήρους απασχόλησης , ελεγχόμενα πλήρως δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικά και εξωτερικών συναλλαγών), απολύτως ελεγχόμενο ως προς την αναχρηματοδότηση του δημόσιο και ιδιωτικό χρέος , μείωση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος , προσέλκυση ξένων επενδύσεων , εργασιακή ειρήνη , ικανή κερδοφορία του κεφαλαίου ώστε να εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή του , αποτελεσματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού ως αναπτυξιακού μοχλού  της οικονομικής διαδικασίας, χρηματοπιστωτικό σύστημα αρωγός στην οικονομική ανάπτυξη ,  μηχανισμοί εκπαίδευσης του εργασιακού δυναμικού προσανατολισμένοι στις ανάγκες της παραγωγής (δεν εννοώ τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα) , διαμόρφωση εταιρικής
κουλτούρας στις επιχειρήσεις , μηχανισμοί πληροφόρησης για το κάθε τι που γίνεται παγκοσμίως και ενδιαφέρει άμεσα την ελληνική οικονομία , χάραξη οικονομικής πολιτικής  με βάση τη στρατηγική του δυναμικού συγκριτικού πλεονεκτήματος , άρθρωση εναλλακτικού λόγου στα κέντρα αποφάσεων της ΕΕ που να συνάδει με την ασκούμενη «εγχώρια» οικονομική πολιτική.
Οι κυβερνήσεις Καραμανλή ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο χάραξης της οικονομικής πολιτικής προτάσσοντας τους ίδιους στόχους και με την χρησιμοποίηση των  ίδιων μέσων. Δύο είναι οι λόγοι που πρωτίστως διαφοροποιούν προς το χειρότερο  τις κυβερνήσεις Καραμανλή: το πρώτο είναι ότι τα προβλήματα από την επιλογή εισόδου στην ευρωζώνη άρχισαν σιγά -σιγά να εμφανίζονται σκληρά και αδυσώπητα , αφήνοντας πίσω τις πρώτες μέρες ευφορίας.   Το δεύτερο αφορά στην απίστευτη
ανικανότητά της στην άσκηση σε στοιχειώδες επίπεδο των καθηκόντων της . Νομίζω ότι πρόκειται για τις κυβερνήσεις με την μεγαλύτερη αναποτελεσματικότητα που έχουν  υπάρξει μέχρι σήμερα (για το
μέλλον κανείς δεν γνωρίζει) από την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων χρόνων (2002-2008) η ένταξη ούτε αποτελεί οικονομική πανάκεια ούτε ισχυροποίησε αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αντιθέτως θα έλεγα , φαίνεται και δια γυμνού οφθαλμού, ότι τα εθνικά προβλήματα έχουν αυξηθεί και η ελληνική οικονομία ακολουθεί φθίνουσα πορεία.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς την φθίνουσα πορεία της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς που θέτει αμετάκλητα το διεθνές σύγχρονο
ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Σήμερα , ακόμα και οι σοβαροί υποστηρικτές του σημιτικού «εκσυγχρονισμού» αλλά και των καραμανλικών «μεταρρυθμίσεων» ομολογούν ότι όποια μεγέθυνση της οικονομίας και η συνεπαγόμενη ευημερία δεν στηριζόταν στην κατανάλωση μέσω δανεικών πόρων.
 Οι εξελίξεις αυτές θέτουν για μια ακόμα φορά το καίριο ζήτημα της ανάλυσης των λόγων αυτής της εξέλιξης, που ευρίσκεται στον αντίποδα των γνωστών  διακηρύξεων των πολιτικών και οικονομικών ελιτ περί του «ευρωπαϊκού παραδείσου», και της απόδοσης ευθυνών σε όλους όσοι έχουν τέτοιες ευθύνες.
Μια συζήτηση αυτού του είδους χρειάζεται πρωτίστως να απομακρυνθεί από τις συνήθεις συζητήσεις που κατά κόρον πραγματοποιούνται μέσω του ΜΜΕ αλλά και των διαφόρων διανοουμενίστικών ομίλων
περί των μελλοντικών εξελίξεων της ελληνικής οικονομίας αλλά και της εθνικής πολιτικής . Τέτοιου είδους συζητήσεις είναι άνευ νοήματος αν προηγουμένως δεν θιγεί το βασικό ζήτημα που αφορά στο ποια είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου , δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση της  Ελλάδος  , το οποίο αφορά στη συζήτηση. Ως στόχο η συζήτηση θα έχει την απεικόνιση των  αδυναμιών και πλεονεκτημάτων άρα των πραγματικών δυνατοτήτων του υποκειμένου για άσκηση
εθνικής πολιτικής.
Η σφαιρικότητα του σύγχρονου οικονομικού προβλήματος απαιτεί σφαιρικότητα και συλλογικότητα της προσπάθειας για την επίλυσή του, δηλαδή απαιτεί τη σύλληψή του ως πρόβλημα εθνικής επιβίωσης.  Σημαίνει με απλά λόγια χάραξη «εθνικής στρατηγικής επιβίωσης» σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου κυριαρχούν πλανητικές και περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες έχουν ίδια συμφέροντα και αυτά επιχειρούν να εξυπηρετήσουν  πρωτίστως.  Επειδή δεν υπάρχουν αυτόνομα και αφηρημένα «ελληνικά» ή «εθνικά» συμφέροντα, πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε ότι έτσι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε και να θεωρήσουμε τα συμφέροντα της μέγιστης πλειοψηφίας του λαού, των Ελλήνων, με πρώτο την εξασφάλιση της συλλογικής ύπαρξής τους σε συνθήκες ελευθερίας και ανεξαρτησίας, την εξασφάλιση των όρων διατήρησης του χώρου παραγωγής και αναπαραγωγής της συλλογικής τους ύπαρξης.
Μια πρώτη απάντηση θα περιέκλειε την ακριβή καταγραφή του εθνικού δυναμικού , με την ευρεία έννοια του όρου, όχι με στατικό τρόπο αλλά σε ένα πολυδιάστατο πλέγμα πολιτικών , κοινωνικών , οικονομικών, πολιτιστικών και ψυχολογικών παραγόντων[2].
Δίχως την αυτογνωσία των δυνατοτήτων του εθνικού δυναμικού οδηγούμεθα μέρα με την μέρα στην καταστροφή.
Montlyreview,gr  10.03.2009

 

[1] Τα ζητήματα αυτά επεξεργάζομαι στο  βιβλίο μου: Η Σαστισμένη Ευρώπη, εκδόσεις Εξάντας, Απρίλιος 2009.
[2] Μια πρώτη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχει στο : Κ.Μελάς, Ελλάδα 1990-2005, Οικονομική πολιτική και κοινωνικές ανακατατάξεις. Μηνιαία Επιθεώρηση Νο 21, Σεπτέμβριος 2006.
Κ. Πατρινός, Το πλαίσιο λειτουργίας της πολιτικής στην Ελλάδα 1990 –2005. Μηνιαία Επιθεώρηση Νο 21, Σεπτέμβριος 2006.